Content uploaded by Christos Balomenos
Author content
All content in this area was uploaded by Christos Balomenos on Nov 01, 2023
Content may be subject to copyright.
Τμήμα Οικονομικών Επιστημών
Διδακτορικό Πρόγραμμα Σπουδών
Η Συμβολή της Εκδοσης των M.E.G.A. σε
Κρίσιμα Ζητήματα της Μαρξιστικής Πολιτικής
Οικονομίας
Διδακτορική διατριβή
του
Χρήστου Μπαλωμένου
Αθήνα, 2021
- 2 -
Επιβλέπων καθηγητής: Μανιάτης Θανάσης, Καθηγητής Ε.Κ.Π.Α.
Μέλη Τριμελούς Επιτροπής: Θεοχαράκης Νίκος, Καθηγητής Ε.Κ.Π.Α.
Τσουλφίδης Λευτέρης, Καθηγητής Πα.Μακ.
Μέλη Επταμελούς Επιτροπής: Αργείτης Γεώργιος, Καθηγητής ΕΚΠΑ
Κουντούρης Εμμανουήλ, Λέκτορας ΕΚΠΑ
Μαυρουδέας Σταύρος, Καθηγητής Παντείου
Τσαλίκη Περσεφόνη, Καθηγήτρια Α.Π.Θ.
- 3 -
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ……………………………………………………………………………………………...3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ……………………………………………………………………………………………………..7
Πρώτο Μέρος: Η Ιστορία της Θεωρητικής Αντιπαράθεσης στο πλαίσιο της
Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας
Εισαγωγή……………………………………………………………………………………….…..12
Κεφάλαιο 1: Τα Θεμέλια της Αντιπαράθεσης. Ο Engels ως «πρώτο βιολί» του
Μαρξισμού (1883-1895)
1.1. Εισαγωγή………………………………………………………………………………………….15
1.2. Η επίθεση του Rodbertus στον Marx πριν την έκδοση του
δεύτερου τόμου…………………………………………………………………………………17
1.3. Η αντιπαράθεση μετά τη δημοσίευση του δεύτερου και
πριν τη δημοσίευση του τρίτου τόμου………………………………………………..20
1.4. Η αντιπαράθεση μετά τη δημοσίευση του τρίτου τόμου και
μέχρι το θάνατο του Engels……………………………………………..………………….25
Κεφάλαιο 2: «Πίσω από τις Γραμμές του Εχθρού»: Οι Παρεμβάσεις των Böhm-
Bawerk και Bortkiewicz
2.1. Εισαγωγή………………………………………………………………………………………….31
2.2. Ο Böhm-Bawerk και οι κατηγορίες για αντίφαση ανάμεσα στον
πρώτο και τρίτο τόμο του Κεφαλαίου……………….………………………..……….31
2.3. Ο Bortkiewicz και το ‘‘πρόβλημα του μετασχηματισμού’’ στον
τρίτο τόμο…………………………………………………………………………………………37
Κεφάλαιο 3: Το Κεφάλαιο και η γερμανική ‘‘Αναθεωρητική Διαμάχη’’
3.1. Εισαγωγή………………………………………………………………………………………...46
3.2. Το πλαίσιο της αντιπαράθεσης μέσα στο SPD……………………………………47
3.3. Η παρέμβαση του Kautsky………………………………………………………………..50
3.4. Η παρέμβαση του Bernstein……………………………………………………………..52
3.5. Η παρέμβαση της Rosa Luxemburg…………………………………………………...55
3.6. Η απάντηση του Kautsky και το κλείσιμο της συζήτησης……………………60
3.7. Συμπεράσματα από την ‘‘αναθεωρητική διαμάχη’’…………………………….65
Κεφάλαιο 4: Οι Απαρχές της Συζήτησης για τον Ιμπεριαλισμό και τις Προοπτικές
του Καπιταλισμού
4.1. Εισαγωγή………………………………………………………………………………………….67
4.2. Ο επεκτατισμός ως πολιτική επιλογή και ο υπεριμπεριαλισμός:
Οι απόψεις του Kautsky…………………………………………………………………...68
4.3. Οι φιλειρηνικές προοπτικές του ιμπεριαλισμού: Οι απόψεις των
Ηobson και Bernstein………………………………………………………………………...73
4.4. Ο ιμπεριαλισμός ως αναπτυγμένη φάση του καπιταλισμού:
Το Finance Capital του Hilferding…………………………………………………….....75
4.5. Η αντιπαράθεση γύρω από το The Accumulation of Capital
της Luxemburg ………………………………………………………………………………….83
Κεφάλαιο 5: Η Ρωσική Συζήτηση
5.1. Εισαγωγή………………………………………………………………………………………….96
5.2. Η άρνηση της δυνατότητας ανάπτυξης του καπιταλισμού στη
Ρωσία από τους Ναρόντνικους…………………………………………………………..98
5.3. Η «νόμιμη» υπεράσπιση της ανάπτυξης του καπιταλισμού στη
Ρωσία……………………………………………………………………………………………..103
5.4. Η σοσιαλδημοκρατική υπεράσπιση της ανάπτυξης του καπιταλισμού
- 4 -
στη Ρωσία (Plekhanov)……………………………………………………………………107
5.5. H θεωρητική ανάλυση που οδήγησε στην επικράτηση της
σοσιαλιστικής επανάστασης (Lenin) ……………………………………………….108
Κεφάλαιο 6: Η Πτωτική Τάση του Ποσοστού Κέρδους στο επίκεντρο
της Μαρξιστικής Θεωρίας Κρίσης (Grossmann)……………………………………………118
Κεφάλαιο 7: Η Υποκαταναλωτική Θεωρία του Sweezy και τα Θεμέλια της
Σχολής του Μονοπωλιακού Κεφαλαίου………………………………………………………...127
Δεύτερο Μέρος: «Νέα Ανάγνωση του Μαρξ»: Μαρξιστική Υπέρβαση της
Πολιτικής Οικονομίας ή Υπέρβαση της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας;
Εισαγωγή…………………………………………………………………………………………136
Κεφάλαιο 1: Οι Αιτίες και τα Χαρακτηριστικά της Θεματικής Μετατόπισης….138
Κεφάλαιο 2: Οι Προπάτορες του Δυτικού Μαρξισμού.
2.1. Εισαγωγή………………………………………………………………………………………..148
2.2. Η εμφάνιση των θεμελιωδών ζητημάτων του νέου
ρεύματος σκέψης: Georg Lukács……………………………………………………....148
2.3. Η πρώτη επίθεση στον Marx μέσα από τις γραμμές του μαρξισμού:
Karl Korsch……………………………………………………………………………………...158
2.4. Η φιλοσοφία της πράξης στον Antonio Gramsci…………………………………170
Κεφάλαιο 3: «Grand Hotel Abyss»: Η Σχολή της Φρανκφούρτης
3.1. Εισαγωγή………………………………………………………………………………………..175
3.2. Οι θεωρητικοί «πρόγονοι» της Σχολής της Φρανκφούρτης………………..175
3.3. Η πορεία και περιοδολόγηση της Σχολής της Φρανκφούρτης……………178
3.4. Ο αυτοπροσδιορισμός ως Κριτική Θεωρία………………………………………...183
3.5. Η επίκληση του υπερταξικού χαρακτήρα της Κριτικής Θεωρίας…..……190
3.6. Η αντίληψη της Κριτικής Θεωρίας για την πολιτική οικονομία……..……193
Κεφάλαιο 4: Η Αντι-Χεγκελιανή «Ανάγνωση» του Κεφαλαίου: Louis Althusser
4.1. Εισαγωγή………………………………………………………………………………………..199
4.2. Η «επιστημολογική τομή» και η κατηγοριοποίηση του
μαρξικού έργου…………………………………………………………………….……….…199
4.3. Η «συμπτωματική» ανάγνωση και η «ανακατασκευή»
του Κεφαλαίου…………………………………………………………………………………204
4.4. Η εξάλειψη του «υποκειμένου»…………………………………………………….…..206
Κεφάλαιο 5: Η «Νέα Ανάγνωση του Μαρξ»: «Ο Marx εναντίον του Engels και ο
Marx εναντίον του Marx»
5.1. Εισαγωγή………………………………………………………………………………………..208
5.2. Ο αυτοπροσδιορισμός της Νέας Ανάγνωσης του Μαρξ………………….…..208
5.3. Οι θεωρητικές καταβολές της Νέας Ανάγνωσης του Μαρξ…………….…..215
5.4. Η δημιουργία της Νέας Ανάγνωσης του Μαρξ:
Backhaus και Reichelt………………………………………………………………………221
Κεφάλαιο 6: Η Θεωρία του Michael Heinrich
6.1. Εισαγωγή………………………………………………………………………………………..225
6.2. Το κατά Heinrich θεωρητικό πεδίο της Κριτικής της
Πολιτικής Οικονομίας………………………………………………………………………226
6.3. Η αντίληψη του Heinrich για τον υλισμό και τη διαλεκτική……………….232
6.4. «Χρηματική» ή «εργασιακή» θεωρία της αξίας;…………………………………237
6.5. Η «χρηματική θεωρία του κεφαλαίου» του Heinrich…………………………252
6.6. Ο ρόλος της Πίστης στη θεωρία του Heinrich……………………………………261
6.7. H αντίληψη του Heinrich για την κρίση…………………………………………….265
- 5 -
Τρίτο Μέρος: Η Αρχειογραφική Εξέταση της Επιχειρηματολογίας του
Heinrich μέσα από την Έκδοση MEGA
Εισαγωγή………………………………………………………………………………………..281
Κεφάλαιο 1: Η Ιστορία και ο Χαρακτήρας της Έκδοσης MEGA
1.1. Εισαγωγή………………………………………………………………………………………..283
1.2. Από το θάνατο του Marx μέχρι τη διακοπή της MEGA1………………………285
1.3. Η επανεκκίνηση του εγχειρήματος: H MEGA2……………………………………290
1.4. Η MEGA μετά την επάνοδο του καπιταλισμού…………………………………..291
1.5. Ο χαρακτήρας της MEGA μετά το 1990: MEGA2 ή MEGΑ3;…………………296
Κεφάλαιο 2: Η Επιχειρηματολογία του Heinrich περί Θεωρητικής Μετατόπισης
του Marx τη Δεκαετία του 1870.
2.1. Εισαγωγή………………………………………………………………………………………..306
2.2 Η αντίληψη του Heinrich για το ρόλο της MEGA στη μελέτη
γύρω από το Κεφάλαιο………………………………………………………………….….308
2.3. Η ταξινόμηση των χειρογράφων του Κεφαλαίου από τον Heinrich….…310
2.4. Η επιχειρηματολογία του Heinrich περί θεωρητικής μετατόπισης
του Marx τη δεκαετία του 1870…………………………………………………….….313
2.4.1 Το επιχείρημα περί αύξησης του μαρξικού ενδιαφέροντος
για την Πίστη στα χειρόγραφα της περιόδου 1866-1871………315
2.4.2. Το επιχείρημα περί αμφισβήτησης από τον Marx του νόμου
της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους στα χειρόγραφα
της περιόδου 1871-1881……………………………………………………...321
2.4.3. Το επιχείρημα της μετέπειτα σημείωσης του Marx
στον πρώτο τόμο…………………………………………………………………327
2.4.4. Το επιχείρημα της μετατόπισης του ενδιαφέροντος
προς τις εξελίξεις στο πιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ……………..329
2.4.5. Το επιχείρημα περί χαμηλού βαθμού ανάπτυξης
από τον Marx της θεωρίας για την κρίση………………………………332
2.4.6. Το επιχείρημα περί της πρόθεσης του Marx να
προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές στο Κεφάλαιο………………………335
2.4.7. Κάποια συμπεράσματα………………. ………………………………………336
Κεφάλαιο 3: Η Εκτίμηση του Heinrich για την Επιμέλεια των Μαρξικών
Χειρογράφων του Tρίτου Τόμου από τον Engels
3.1. Εισαγωγή………………………………………………………………………………………..339
3.2. Η θεωρητική σχέση των Marx και Engels…………………………………………..340
3.3. Οι αποφάσεις του Engels για την έκδοση και οι εκτιμήσεις του
για την κατάσταση των μαρξικών χειρογράφων………………………………344
3.4. Οι γενικές ενστάσεις του Heinrich ενάντια
στην επιμέλεια του Engels……………………………………………………………….348
3.5. Oι θεματικές που ξεχωρίζει ο Heinrich αναφορικά
με την επιμέλεια του Engels………………………………………………………….....355
Κεφάλαιο 4: Οι Παρεμβάσεις του Engels κατά την Επιμέλεια του Τρίτου
Τμήματος του Τρίτου Τόμου του Κεφαλαίου
4.1. Εισαγωγή……………………………………………………………………………….……….364
4.2. Η οργάνωση του υλικού του τρίτου κεφαλαίου του χειρογράφου
στο τρίτο Τμήμα του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου……………………….…..365
4.3. Προσθήκες του Engels στο τρίτο κεφάλαιο του χειρογράφου
του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου………………………………..……………………370
4.4. Σύγκριση του χειρογράφου και του κειμένου του τρίτου
κεφαλαίου του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου……………………………………373
4.5. Κάποια συμπεράσματα……………………………………………………………………379
- 6 -
Κεφάλαιο 5: Οι Παρεμβάσεις του Engels κατά την Επιμέλεια του Πέμπτου
Τμήματος του Τρίτου Τόμου του Κεφαλαίου
5.1. Εισαγωγή……………………………………………………………………..………..381
5.2. Η οργάνωση του υλικού του πέμπτου κεφαλαίου του
χειρογράφου στο πέμπτο Τμήμα του τρίτου τόμου
του Κεφαλαίου…………………………………………………………………..…..382
5.3. Προσθήκες του Engels στο τρίτο κεφάλαιο του
χειρογράφου του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου………………………..385
5.3.1. Το κεφάλαιο 21…………………………………………………..……….385
5.3.2. Το κεφάλαιο 22…………………………………………………..……….386
5.3.3. Το κεφάλαιο 23…………………………………………………..……….388
5.3.4. Το κεφάλαιο 24…………………………………………………..……….391
5.3.5. Το κεφάλαιο 25…………………………………………………..……….392
5.3.6. Το κεφάλαιο 26…………………………………………………...………394
5.3.7. Το κεφάλαιο 27…………………………………………………...………398
5.3.8. Το κεφάλαιο 28…………………………..…………….…………………398
5.3.9. Το κεφάλαιο 29………………………………….……….……………….401
5.3.10. Το κεφάλαιο 30…………………………………..……….………………402
5.3.11. Το κεφάλαιο 31…………………………..……….………………………405
5.3.12. Το κεφάλαιο 32………………………….………….…………………….409
5.3.13. Το κεφάλαιο 33………………………….………….…………………….412
5.3.14. Το κεφάλαιο 34…………………………….……….…………………….415
5.3.15. Το κεφάλαιο 35…………………………….…….……………………….416
5.3.16. Το κεφάλαιο 36…………………………………………………….……..417
5.4. Κάποια συμπεράσματα…………………………………………………………..420
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ………………………………………………………………………………………421
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ…………………………………………………………………………………………..430
- 7 -
Εισαγωγή
Βασικός στόχος της παρούσας διατριβής είναι η αξιοποίηση της έκδοσης
Marx-Engels-Gesamtausgabe (MEGA, Συνολική Έκδοση του έργου των Marx-
Engels) για την αρχειογραφική μελέτη μιας σειράς θεωρητικών ζητημάτων που
συνδέονται με το magnum opus του Marx, Το Κεφάλαιο. Πρόκειται για ζητήματα
τα οποία έχουν προκαλέσει μακρόχρονες και έντονες συζητήσεις στο πλαίσιο της
μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας.
Αυτές οι συζητήσεις έχουν φυσικά βαθιές ρίζες στο χρόνο αφού μπορούν
να εντοπιστούν στην περίοδο μετά την έκδοση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου
από τον Marx το 1867 και, με πολύ μεγαλύτερη ένταση, μετά την έκδοση του
δεύτερου και του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου από τον Engels το 1885 και το
1894 αντίστοιχα. Αυτή η συζήτηση, ωστόσο, προσέλαβε νέα οξύτητα και νέα
χαρακτηριστικά τις τελευταίες δεκαετίες αφού τροφοδοτήθηκε με νέο υλικό από
την πορεία έκδοσης ανέκδοτου μέχρι πρόσφατα αρχειογραφικού υλικού του
Κεφαλαίου στο πλαίσιο της δεύτερης ενότητας της έκδοσης MEGA (η οποία
περιλαμβάνει όλες τις εκδόσεις και τα χειρόγραφα που σχετίζονται με το
Κεφάλαιο). Μπορεί να γίνει κατανοητό, για παράδειγμα, το μέγεθος της
επίδρασης της έκδοσης του βασικού χειρογράφου του τρίτου τόμου του
Κεφαλαίου το 1992 αλλά και μιας σειράς ακόμα χειρογράφων σε αυτή τη μακρά
εκδοτική πορεία της δεύτερης ενότητας της MEGA που ολοκληρώθηκε το 2012.
Η σημασία της δημοσίευσης του υλικού που σχετίζεται με το Κεφαλαίο έχει
μεγάλη σημασία για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι με την
παρακολούθηση τόσο των μεταβολών στις διάφορες εκδόσεις του πρώτου τόμου
του Κεφαλαίου που επιμελήθηκε ο ίδιος ο Marx (οι δύο πρώτες γερμανικές
εκδόσεις καθώς και η γαλλική έκδοση) όσο και των διάφορων οικονομικών
χειρογράφων που συνδέονται άμεσα με το Κεφάλαιο (από τα χειρόγραφα της
περιόδου 1857-1858 που μετέπειτα εκδόθηκαν ως Grundrisse μέχρι τα τελευταία
χειρόγραφα του για τον μετέπειτα τρίτο τόμο το 1882) μπορούμε να
παρακολουθήσουμε την πορεία της θεωρητικής οικονομικής σκέψης του Marx. Ο
δεύτερος λόγος είναι ότι υπάρχει πια η δυνατότητα να μελετηθεί και να
αξιολογηθεί η επιμέλεια του Engels στα μαρξικά χειρόγραφα για το δεύτερο και
τρίτο Βιβλίο του Κεφαλαίου που οδήγησε στην έκδοση του δεύτερου και τρίτου
τόμου αντίστοιχα.
Στο πλαίσιο της διερεύνησης αυτών των ζητημάτων, αυτή η εργασία
επικεντρώνει στα εξής δύο συγκεκριμένα ερωτήματα: α) Υπήρξε μία σημαντική
μετατόπιση στην οικονομική σκέψη του Marx την τελευταία 15ετία της ζωής του
που τον οδήγησε στην αναθεώρηση θεμελιωδών θεωρητικών αποδοχών του
- 8 -
βασικού χειρόγραφου για το τρίτο Βιβλίο του Κεφαλαίου (1863-1865) και κυρίως
του νόμου της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει και του ρόλου της Πίστης
στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής; β) Αντανακλά η επιμέλεια του Engels
και η έκδοση από αυτόν του τρίτου («Ο νόμος της τάσης του ποσοστού κέρδους
να πέφτει») και του πέμπτου («Διάσπαση του κέρδους σε τόκο και σε
επιχειρηματικό κέρδος. Το τοκοφόρο κεφάλαιο») Τμήματος του τρίτου τόμου του
Κεφαλαίου το «γράμμα» και το «πνεύμα» των μαρξικών χειρογράφων;
Το επίδικο της θεωρητικής πραγμάτευσης αυτών των ζητημάτων είναι
εξαιρετικά μεγάλο για τη μαρξιστική πολιτική οικονομία. Με την ολοκλήρωση της
έκδοσης των σχετικών χειρογράφων από την έκδοση MEGA διανοίγεται
αντικειμενικά ένα νέο πεδίο συζήτησης το οποίο δεν περιορίζεται πια στο αν είναι
σωστή η ανάλυση του Marx στο Κεφάλαιο, αλλά επεκτείνεται και στο ποια
ακριβώς είναι αυτή η ανάλυση. Με άλλα λόγια, ένα μέρος της σχετικής
μαρξιστικής συζήτησης μετατοπίζεται αντικειμενικά από το ερώτημα «Eίχε ο
Marx δίκιο;» στο ερώτημα «Ποια ήταν η πραγματική θεωρία του Marx;». Η
βαρύτητα αυτού του επίδικου φαίνεται από το γεγονός ότι στη σχετική συζήτηση
εμφανίζονται μέχρι και απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες «η έκδοση του Engels δεν
μπορεί να θεωρείται πια ότι αποτελεί τον τόμο ΙΙΙ του ‘‘Κεφαλαίου’’ του Marx»
(Heinrich, 1996-1997).
Ο Michael Heinrich, στον οποίο ανήκει το παραπάνω απόσπασμα, είναι ο
βασικός σύγχρονος εκπρόσωπος του θεωρητικού ρεύματος της Νέας Ανάγνωσης
του Μαρξ. Πρόκειται για ένα ρεύμα σκέψης που αναπτύσσεται από τα μέσα της
δεκαετίας του 1960 κυρίως στις γερμανόφωνες χώρες και -εκμεταλλευόμενο το
σχετικό μονοπώλιο της γερμανικής γλώσσας στην οποία είναι γραμμένα (και
δημοσιευμένα στη MEGA) τα μαρξικά χειρόγραφα- επιστρατεύει σε πολύ μεγάλο
βαθμό την έκδοση MEGA για να υποστηρίξει μία θεωρητική ανάλυση η οποία έχει
σημαντικές διαφορές με αυτό που είναι γνωστό από τα τέλη του 19ου αιώνα ως η
μαρξική ανάλυση του Κεφαλαίου.
Ο Heinrich υποστηρίζει ότι υπήρξε μία σημαντική θεωρητική μετατόπιση
στην οικονομική σκέψη του Marx την τελευταία 15ετία της ζωής του που τον
οδήγησε να αναθεωρήσει κάποια στοιχεία της προηγούμενης ανάλυσης του.
Ταυτόχρονα, θέτει επιθετικά σε αμφισβήτηση τη θεωρητική-επιστημονική σχέση
ανάμεσα στον Marx και τον Engels, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι ο Engels
απέτυχε κατά την επιμέλεια του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου να αποδώσει το
«πνεύμα» και την κίνηση της μαρξικής οικονομικής σκέψης. Ως συνέπεια των
παραπάνω, υποστηρίζει ότι το θεωρητικό σύστημα που έχει μείνει γνωστό ως
«μαρξισμός» (τόσο στην οικονομική όσο και στη γενικότερη φιλοσοφική του
διάσταση) είναι στην ουσία «ενγκελσισμός».
- 9 -
Ακριβώς επειδή η Νέα Ανάγνωση του Μαρξ αποτελεί εκείνο το θεωρητικό
ρεύμα που στο μέγιστο βαθμό επικαλείται την έκδοση MEGA, η αρχειογραφική
διερεύνηση των ζητημάτων αντιπαράθεσης στο πλαίσιο της μαρξιστικής
πολιτικής οικονομίας γίνεται με τη μορφή παρουσίασης και σχολιασμού τόσο των
γενικών θεωρητικών θέσεων όσο και των συγκεκριμένων αρχειογραφικών
«υποστυλώσεων» των θέσεων αυτού του ρεύματος.
Από τη θεωρητική επιχειρηματολογία αυτού του ρεύματος απορρέει και η
επιλογή εκείνων των ζητημάτων της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας που
μπαίνουν στο επίκεντρο της θεωρητικής και αρχειογραφικής διερεύνησης αυτής
της εργασίας. Αυτά τα ζητήματα σχετίζονται κυρίως με την καπιταλιστική κρίση
και το ρόλο της Πίστης ενώ -ως βάση των προηγούμενων- μελετώνται θεωρητικά
(αλλά όχι στον ίδιο βαθμό και αρχειογραφικά) και κάποια ζητήματα της θεωρίας
της αξίας.
Αυτή η εργασία είναι δομημένη σε τρία Μέρη με το κάθε Μέρος να
αναπτύσσεται μέσω αντίστοιχων κεφαλαίων.
Το πρώτο Μέρος παρουσιάζει την ιστορία της μαρξιστικής αντιπαράθεσης
γύρω από το Κεφάλαιο από το θάνατο του Marx το 1883 μέχρι και την έκδοση του
βιβλίου του Sweezy Theory of Capitalist Development το 1942. Αυτή η χρονική
οριοθέτηση επιλέχθηκε ακριβώς επειδή σε αυτό το στάδιο της, η μαρξιστική
οικονομική συζήτηση επικεντρώνονταν –σε αντίθεση με την επόμενη περίοδο- σε
καθαυτό ζητήματα Πολιτικής Οικονομίας, δηλαδή στη διερεύνηση της
θεωρητικής συνοχής της ανάλυσης των τριών τόμων του Κεφαλαίου αλλά και της
ικανότητας αυτής της ανάλυσης να ερμηνεύει τη μεταβαλλόμενη
πραγματικότητα της καπιταλιστικής οικονομίας. Όσον αφορά τη θεματική
οριοθέτηση των ζητημάτων που παρουσιάζονται στο πρώτο Μέρος,
περιλαμβάνει πέραν της θεωρίας της αξίας, της καπιταλιστικής κρίσης και της
Πίστης και κάποια ζητήματα που συνδέθηκαν άμεσα με αυτά όπως ο
ιμπεριαλισμός.
Έτσι, στα επτά κεφάλαια αυτού του πρώτου Μέρους, παρουσιάζονται τα
θεμέλια της αντιπαράθεσης την περίοδο κατά την οποία ο Engels μετατράπηκε
από δεύτερο σε πρώτο «βιολί» του μαρξισμού (1883-1895), η επίδραση στη
σχετική συζήτηση της παρέμβασης μη μαρξιστών θεωρητικών όπως οι Böhm-
Bawerk και Bortkiewicz, η λεγόμενη ‘‘αναθεωρητική διαμάχη’’ που έλαβε χώρα
στη Γερμανία, η συζήτηση στην Ευρώπη για τον ιμπεριαλισμό σε συνδυασμό με
τις ιστορικές προοπτικές του καπιταλισμού, η ρωσική συζήτηση που –με
επίκεντρο την αντιπαράθεση για την προοπτική ανάπτυξης του καπιταλισμού
στην Ρωσία- έθιξε μια σειρά θεωρητικά ζητήματα που συνδέονται με το Κεφάλαιο,
η συμβολή του Grossmann με την οποία η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους
μπήκε για πρώτη φορά στο επίκεντρο της μαρξιστικής θεωρίας κρίσης και, τέλος,
- 10 -
η υποκαταναλωτική θεωρία του Sweezy που έθεσε τα θεμέλια της λεγόμενης
σχολής του Μονοπωλιακού Κεφαλαίου.
Στο δεύτερο Μέρος της εργασίας παρουσιάζεται η πορεία δημιουργίας της
Νέας Ανάγνωσης του Μαρξ και οι βασικές αντιλήψεις της. Οι απαρχές αυτής της
πορείας εντοπίζονται στον Μεσοπόλεμο και κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο
Πόλεμο, οπότε και έλαβε χώρα η σταδιακή μετατόπιση της έμφασης του
ενδιαφέροντος των μαρξιστών θεωρητικών στις καπιταλιστικές χώρες από τα
καθαυτό ζητήματα της μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας προς ζητήματα
φιλοσοφίας, μεθόδου και «επιστημολογίας» του μαρξισμού με παράλληλη
ενίσχυση των ιδεαλιστικών στοιχείων στις αναλύσεις τους.
Στα έξι κεφάλαια αυτού του Μέρους της εργασίας διερευνώνται οι
(κοινωνικές, ιστορικές και θεωρητικές) αιτίες καθώς και τα χαρακτηριστικά
αυτής της θεματικής μετατόπισης, η πορεία ανάπτυξης αυτού του ρεύματος
σκέψης από τις θεμελιακές παρεμβάσεις των Lukács, Korsch και –εν μέρει-
Gramsci μέχρι το «χεγκελιανό μαρξισμό» της Σχολής της Φρανκφούρτης και τον
«αντι-χεγκελιανό μαρξισμό» του Althusser, η εμφάνιση της Νέας Ανάγνωσης του
Μαρξ στο έδαφος αυτών των επιρροών και οι βασικές αποδοχές της και, τέλος, ο
συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο αποκρυσταλλώνεται η αντίληψη της Νέας
Ανάγνωσης του Μαρξ στη θεωρία του Michael Heinrich ως βασικού σύγχρονου
εκφραστή αυτού του ρεύματος.
Έχοντας προσδιορίσει το ιδιαίτερο στίγμα της θεωρίας του Heinrich, το
τρίτο Μέρος αυτής της εργασίας περιλαμβάνει στα πέντε κεφάλαια του την
αρχειογραφική εξέταση της επιχειρηματολογίας του μέσα από την έκδοση MEGA.
Αφότου παρουσιαστεί η ιστορία και ο χαρακτήρας της έκδοσης MEGA,
παρουσιάζεται και διερευνάται αρχειογραφικά η επιχειρηματολογία του Heinrich
περί σημαντικής θεωρητικής μετατόπισης του Marx τη δεκαετία του 1870 αλλά
και οι ισχυρισμοί του για την επιμέλεια των μαρξικών χειρογράφων του τρίτου
τόμου του Κεφαλαίου από τον Engels. Στα τελευταία δύο κεφάλαια αυτού του
Μέρους παρουσιάζονται και διερευνώνται οι συγκεκριμένες παρεμβάσεις του
Engels κατά την επιμέλεια των μαρξικών χειρογράφων για τη σύνταξη του τρίτου
και πέμπτου Τμήματος του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου.
Τελειώνοντας αυτή την εισαγωγή, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον
επιβλέποντα καθηγητή μου, Θανάση Μανιάτη, για την επιμονή, την καθοδήγηση
και το ενδιαφέρον που έδειξε καθ’ όλη την περίοδο εκπόνησης αυτής της
διατριβής. Τις θερμές μου ευχαριστίες και στους Θεοχαράκη Νίκο (Καθηγητής
ΕΚΠΑ) και Τσουλφίδη Λευτέρη (Καθηγητής Πα.Μακ.) για την τιμή να αποτελούν
μέλη της τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής μου καθώς στους Αργείτη
Γεώργιο (Καθηγητής ΕΚΠΑ), Κουντούρη Εμμανουήλ (Λέκτορας ΕΚΠΑ),
Μαυρουδέα Σταύρο (Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου) και Τσαλίκη
- 11 -
Περσεφόνη (Καθηγήτρια ΑΠΘ) για την τιμή να αποτελούν μέλη της επταμελούς
εξεταστικής επιτροπής μου. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω το Κομμουνιστικό
Κόμμα Ελλάδας τόσο για τη συμβολή του στην ανάπτυξη της θεωρητικής και
πολιτικής μου σκέψης όσο και για τη διάθεση των τόμων της έκδοσης MEGA,
χωρίς την οποία θα ήταν αδύνατη η εκπόνηση αυτής της διατριβής. Τέλος, θα
ήθελα να ευχαριστήσω τη σύντροφο μου Καραλή Νικολέτα για την κατανόηση
και τη στήριξη της το δύσκολο διάστημα της συγγραφής αυτής της διατριβής.
- 12 -
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Εισαγωγή
Η έκδοση της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (1859) και ιδιαίτερα του
πρώτου τόμου του Κεφαλαίου (1867) σηματοδότησαν την εμφάνιση μίας νέας,
ριζικά διαφορετικής οπτικής των οικονομικών ζητημάτων, θέτοντας τα θεμέλια
της δημιουργίας της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας. Οι εκδόσεις αυτές
εντάσσονταν σε ένα ευρύτερο, εξαιρετικά μεγαλεπήβολο αρχικό ερευνητικό
σχέδιο του Karl Marx, στο πλαίσιο του οποίου, όπως ο ίδιος σημειώνει στον
Πρόλογο της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, είχε τη φιλοδοξία να μελετήσει
το «σύστημα της αστικής οικονομίας» σε έξι βιβλία με την εξής διαδοχή:
«Κεφάλαιο, γαιοκτησία, μισθωτή εργασία· κράτος, εξωτερικό εμπόριο,
παγκόσμια αγορά» (Μαρξ, 2010: 15).
Αξίζει να σημειωθεί από την αρχή ο καθοριστικός ρόλος που έπαιξε στην
ανάπτυξη του θεωρητικού ενδιαφέροντος του φιλοσόφου Μαρξ για την πολιτική
οικονομία η εμβρίθεια του κειμένου του μετέπειτα συντρόφου και συνεργάτη
του, Friedrich Engels, με τίτλο «Περίγραμμα μίας Κριτικής της Πολιτικής
Οικονομίας» το 1844 (Μαρξ και Ένγκελς, 2019, 337-381). Σημαντικό ρόλο σε
αυτή την ανάπτυξη έπαιξε και η δημοσιογραφική δραστηριότητα του Marx τα έτη
1842-1843 στην εφημερίδα Rheinische Zeitung, κατά την οποία, όπως σημειώνει
ο ίδιος για τον εαυτό του, «βρέθηκα για πρώτη φορά στη δύσκολη θέση να πρέπει
να συμμετέχω στη συζήτηση για τα λεγόμενα υλικά συμφέροντα» (Μαρξ, 2010:
16).
Έτσι, την 1η Φλεβάρη 1845, λίγο πριν την απέλαση του από το Παρίσι, ο
Marx υπέγραψε συμβόλαιο με τον εκδότη Leske για μία έκδοση που θα έφερε τον
τίτλο Kritik der Politik und der Nationalökonomie (Κριτική της πολιτικής και της
πολιτικής οικονομίας). Ωστόσο, ενώ αρχικά σκόπευε να περιορίσει τη θεωρητική
ενασχόληση του με την πολιτική οικονομία σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό
διάστημα
1
, τελικά αποδείχτηκε ότι ολόκληρη η ζωή του δεν επαρκούσε για κάτι
1
Ενδεικτικό είναι ότι τον Απρίλη του 1851 έγραφε: «Έχω ήδη προχωρήσει τόσο
πολύ, που σε πέντε βδομάδες θα τελειώσω με όλες τις οικονομικές αηδίες (σ.σ.: εδώ
εννοούνται τα έργα των χυδαίων αστών οικονομολόγων που διάβαζε στη βιβλιοθήκη του
Βρετανικού Μουσείου και κρατούσε σημειώσεις). Et cela fait (μόλις ξεμπερδέψω με αυτό)
θα δουλέψω την Πολιτική Οικονομία στο σπίτι και στο Μουσείο θα ριχτώ σε κάποια άλλη
- 13 -
τέτοιο. Η θεωρητική ενασχόληση του με την πολιτική οικονομία αποδείχτηκε
πολύ πιο χρονοβόρα και απαιτητική με συνέπεια, τη στιγμή του θανάτου του, τo
Μάρτη του 1883, να μην έχει καταφέρει να εκδώσει το σύνολο των ερευνών του
ούτε καν για το Κεφάλαιο. Συγκεκριμένα, είχε προλάβει να επιμεληθεί μόνο τις
δύο πρώτες γερμανικές εκδόσεις του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου (1867) ενώ
από τις μεταφράσεις αυτού του τόμου είχε προλάβει να δει μόνο τη ρωσική
(1872) και τη γαλλική (1872-1875), με την οποία είχε ασχοληθεί πολύ και ο ίδιος
2
.
Παρά τη μη ολοκλήρωση της προετοιμασίας τους για έκδοση, οι μελέτες των
μετέπειτα τόμων ΙΙ και ΙΙΙ είχαν προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό (με
συγκεκριμένες εξαιρέσεις που αναφέρονται από τον Engels κυρίως στον Πρόλογο
του τόμου ΙΙΙ), όπως φαίνεται από τα χειρόγραφα που άφησε ο Marx πίσω του
και τα οποία, μέσω της κόρης του, Eleanor, τα εμπιστεύτηκε στον Engels, ως το
μόνο κατάλληλο να επιμεληθεί την έκδοση τους (Μαρξ, 1979: 4, Μαρξ και
Ένγκελς, 2020: 330-1).
Ως κληρονόμους του θεωρητικού του έργου, ο Engels, ο Διόσκουρος του
Marx, όπως χαρακτηρίζεται σε μία επιστολή του τελευταίου (Μαρξ και Ένγκελς,
2019: 246), επωμίστηκε το καθήκον της έκδοσης των ανέκδοτων χειρόγραφων
του Κεφαλαίου αλλά και το καθήκον της μετάφρασης και έκδοσης του πρώτου
τόμου στα αγγλικά. Ταυτόχρονα, βέβαια, όπως θα δούμε και στη συνέχεια
ανέλαβε και πολλά άλλα εκδοτικά και όχι μόνο καθήκοντα που συνδέονται με το
μαρξικό έργο.
Σε αυτό το πρώτο μέρος, θα παρουσιάσουμε βασικά σημεία της
αντιπαράθεσης που συνδέονται με θεωρητικά ζητήματα του Κεφαλαίου το
διάστημα από το θάνατο του Marx μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η
χρονική οριοθέτηση του πρώτου μέρους οφείλεται στο γεγονός ότι σε αυτή την
περίοδο, η αντιπαράθεση γύρω από αυτά τα ζητήματα στους μαρξιστικούς
κύκλους εστίαζε στην ίδια την Πολιτική Οικονομία, ενώ τη μεταπολεμική περίοδο
το περιεχόμενο αυτής της αντιπαράθεσης απέκτησε –σε βάρος της εστίασης στην
πολιτική οικονομία- πολύ μεγαλύτερο εύρος.
επιστήμη» (Μαρξ και Ένγκελς, 2019: 64). Αντίστοιχα, σε μια άλλη επιστολή του τον Ιούνη
του 1851 γράφει «Βρίσκομαι συνήθως στο Βρετανικό Μουσείο από τις 9 το πρωί μέχρι
τις 7 το βράδυ. Το υλικό που δουλεύω είναι τόσο διαβολικά εκτεταμένο, που, παρά την
κοπιώδη προσπάθεια, δεν θα καταφέρω να τελειώσω τη δουλειά πριν από 6-8 βδομάδες.
Επιπλέον, προκύπτουν συνέχεια κάθε είδους πρακτικά εμπόδια, που είναι αναπόφευκτα
στις άθλιες συνθήκες στις οποίες φυτοζωούμε εδώ. Όμως, ‘‘παρόλ’ αυτά και όλ’ αυτά’’, η
δουλειά προχωράει γρήγορα προς το τέλος» (Μαρξ και Ένγκελς, 2019: 65).
2
Ο ίδιος ο Marx αναφέρεται επανειλημμένα στις επιστολές του στον υπερβολικά
πολύ χρόνο και κόπο που αναγκάστηκε να ξοδέψει ο ίδιος για τη γαλλική μετάφραση
αλλά και στις αλλαγές που ενσωμάτωσε σε αυτήν σε σχέση με την πρώτη γερμανική
έκδοση, βλ. Μαρξ και Ένγκελς, 2020: 164-166, 168, 170, 181-182, 203, 244-5 και 333.
- 14 -
Όπως είναι ευνόητο, η παρουσίαση που ακολουθεί δεν είναι εξαντλητική,
αλλά φιλοδοξεί να παρουσιάσει όλες εκείνες τις παρεμβάσεις που έθεσαν τις
συντεταγμένες της συζήτησης και με αυτή την έννοια επηρέασαν καθοριστικά και
τις παρεμβάσεις που δεν περιλαμβάνονται σε αυτήν. Όσον αφορά τους
συγγραφείς, των οποίων οι παρεμβάσεις θα παρουσιαστούν, είτε έχουν άμεση
αναφορά στο μαρξικό έργο είτε επηρέασαν καθοριστικά τη μαρξιστική συζήτηση
παρόλο που βρίσκονταν σε άλλη –ή κάποιες φορές στην εντελώς απέναντι-
θεωρητική «όχθη» (π.χ. Böhm-Bawerk, Bortkiewicz).
Εξαντλητική δεν μπορεί να είναι, φυσικά, ούτε η θεματική με την οποία θα
ασχοληθεί αυτή η παρουσίαση. Έχει γίνει προσπάθεια να περιοριστούμε σε
εκείνα τα ζητήματα τα οποία, όπως θα δούμε και στα δύο επόμενα μέρη,
απασχολούν σε μεγαλύτερο βαθμό τους συγγραφείς που επικαλούνται την
έκδοση MEGA για να υποστηρίξουν τόσο μία ουσιαστική μεταβολή στη σκέψη του
Marx τη δεκαετία του 1870 όσο και μία αναντιστοιχία ανάμεσα στα μαρξικά
χειρόγραφα που περιλαμβάνονται στην MEGA και στην επιμέλεια τους από τον
Engels, όπως αυτή αποτυπώθηκε στις μετέπειτα εκδόσεις των τόμων ΙΙ και ΙΙΙ του
Κεφαλαίου. Έτσι, η επικέντρωση της παρουσίασης θα αφορά τη θεωρητική
αντιπαράθεση για τη θεωρία της αξίας, το ρόλο της Πίστης και (κυρίως) τη
θεωρία της κρίσης. Φυσικά, αυτά τα ζητήματα έχουν και μια σειρά προεκτάσεις
που απαιτείται να παρουσιαστούν, έστω σε κάποιο βαθμό. Για παράδειγμα, σε
πολλούς συγγραφείς τα ζητήματα του ιμπεριαλισμού είναι άμεσα συνδεδεμένα με
την ανάλυση τους για την κρίση ή με την αντίληψη τους για το ρόλο της Πίστης
στον πλέον αναπτυγμένο καπιταλισμό.
Στις περισσότερες παρεμβάσεις δεν γίνεται δικός μας σχολιασμός, ωστόσο
αυτός εμφιλοχωρεί στην παρουσίαση σε κάποια σημεία που κρίνεται
απαραίτητος.
- 15 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗΣ:
Ο ENGELS ΩΣ «ΠΡΩΤΟ ΒΙΟΛΙ» ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ (1883-1895)
1.1. Εισαγωγή
Τα θεμέλια της αντιπαράθεσης γύρω από το Κεφάλαιο τέθηκαν στα 12
χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στο θάνατο του Marx το 1883 και το θάνατο
του Engels το 1895.
Σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο τόμος ΙΙΙ του
Κεφαλαίου, ο οποίος ασχολείται με το «συνολικό προτσές της κεφαλαιοκρατικής
παραγωγής», δεν ήταν διαθέσιμος αφού αυτός εκδόθηκε από τον Engels μόλις το
1894
3
. Συνεπώς, μεγάλο μέρος της σχετικής συζήτησης επικεντρώθηκε γύρω από
τον ενδεχόμενο τρόπο ολοκλήρωσης της μαρξικής ανάλυσης στη βάση του
πρώτου τόμου του Κεφαλαίου. Επίσης, τον έναν σχεδόν χρόνο που μεσολάβησε
από την έκδοση του τόμου ΙΙΙ και του θανάτου του Engels μεγάλο μέρος της
συζήτησης επικεντρώθηκε γύρω από την κριτική ή επιδοκιμαστική πρόσληψη
των απαντήσεων που περιλαμβάνονται σε αυτόν. Ένα ιδιαίτερο στοιχείο αυτής
της περιόδου είναι ότι η συζήτηση σχεδόν μονοπωλήθηκε από τους Γερμανούς ή
τους γερμανόγλωσσους αφού ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου μεταφράστηκε στα
αγγλικά μόλις το 1887 ενώ o καθοριστικός τόμος ΙΙΙ ούτε καν είχε αρχίσει να
μεταφράζεται αυτή την περίοδο.
Εκείνη την περίοδο, ο Engels αποτελούσε αυτονόητα την αδιαμφισβήτητη
αυθεντία της σκέψης του Marx τόσο συνολικά όσο και στα ζητήματα της
πολιτικής οικονομίας. Όπως σημείωνε άλλωστε και ο ίδιος ο Engels (MECW 47:
202) στην επιστολή του προς τον Becker στις 15 Οκτώβρη 1884, μετά το θάνατο
του Marx από «δεύτερο βιολί» μετατράπηκε στο «πρώτο βιολί» ή, όπως
σημειώνει εύστοχα ο Βρετανός ιστορικός Otto Henderson (1976: 657) σε
«διευθυντή της ορχήστρας» του διεθνούς μαρξισμού και σοσιαλισμού. Πέρα από
τα δικά του πολυποίκιλα ερευνητικά και πολιτικά καθήκοντα
4
, μετά το θάνατο
3
Ο τόμος ΙΙ είχε εκδοθεί από τον Engels το 1885.
4
Εκείνη την περίοδο, ο Engels ολοκλήρωσε και εξέδωσε τις μελέτες του για την
Καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους (1884), εξέδωσε το
φιλοσοφικό του έργο Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής
φιλοσοφίας (1886), επιμελήθηκε την αγγλική μετάφραση του πρώτου τόμου του
Κεφαλαίου (1887), παρακολουθούσε την «κολοσσιαία αύξηση της διεθνούς
- 16 -
του Marx, ο Engels έθεσε στον εαυτό του -στην μεγάλη, ιδιαίτερα για τα δεδομένα
της εποχής, ηλικία των 63 ετών- και τεράστια καθήκοντα που συνδέονταν με τη
θεωρητική κληρονομιά του επιστήθιου φίλου και συντρόφου του. Κλήθηκε από
τη μία να πάρει μια σειρά αποφάσεις που συνδέονται με την αξιοποίηση των
χειρόγραφων που άφησε ανολοκλήρωτα ο Marx και από την άλλη να συμμετέχει
στη συζήτηση για το έργο του Marx περιφρουρώντας την ουσία της σκέψης του
η οποία άλλωστε διαμορφώθηκε σε σημαντικό βαθμό σε αλληλεπίδραση μαζί του.
Αναφορικά με το πρώτο, ο Engels ιεράρχησε την επιμέλεια και έκδοση των
χειρόγραφων του Κεφαλαίου θεωρώντας τα το πιο σημαντικό όπλο στην πάλη
της εργατικής τάξης. Αναφορικά με το δεύτερο, ο Engels ενεπλάκη στη διαπάλη
γύρω από μια σειρά συζητήσεις που τροφοδότησε η πρώτη (γερμανική) έκδοση
του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου το 1867. Ο συνδυασμός της ύπαρξης του
πρώτου τόμου και της απουσίας της συνέχειας και ολοκλήρωσης της ανάλυσης
με τον μετέπειτα τρίτο τόμο έθετε αντικειμενικά μια σειρά ερωτήματα σαν τα
εξής:
Ποιες προεκτάσεις έχουν όσα γράφονται στον πρώτο τόμο για την
ερμηνεία των φαινομένων που εμφανίζονται στη επιφάνεια της οικονομικής
ζωής; Ποιες ήταν οι συνεπαγωγές τους για τη διακλαδική και την ενδοκλαδική
κίνηση κεφαλαίων; Μέσω ποιων ενδιάμεσων θεωρητικών κρίκων συνδέεται η
θεωρία της αξίας με τη διαμόρφωση των πραγματικών τιμών στη αγορά; Πώς
συνδυάζονταν οι διακλαδικές διαφορές στην οργανική σύνθεση κεφαλαίου με το
εμπειρικά διαπιστωμένο γεγονός της τάσης διαμόρφωσης ενός γενικού
ποσοστού κέρδους; Πώς ερμηνεύεται στη βάση της θεωρίας της αξίας η εμπειρικά
διαπιστωμένη -ήδη από τους Smith και Ricardo- τάση μείωσης του γενικού
ποσοστού κέρδους;
Οι απαντήσεις του Engels στις -συκοφαντικές ή απλά θεωρητικές-
επιθέσεις ενάντια στον Marx και το Κεφάλαιο καθώς και στις διάφορες
θεωρητικές απόπειρες ολοκλήρωσης του θεωρητικού εγχειρήματος του Marx
απαντιούνται από τον Engels κυρίως στην αλληλογραφία του και στους
σοσιαλιστικής φιλολογίας», όπως έγραφε στον Πρόλογο του τρίτου τόμου του
Κεφαλαίου, έγραψε δεκάδες άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά και Προλόγους σε
κείμενα του Μαρξ ενώ είχε σταθερή επαφή δια αλληλογραφίας και δια ζώσης για
πολιτικά και θεωρητικά ζητήματα με τους Liebknecht, Bebel, Bernstein, Kautsky στη
Γερμανία, τον Adler στην Αυστρία, τον Lafargue στη Γαλλία, τον Turatti στην Ιταλία, την
Eleanor Marx και τον Aveling στην Αγγλία και τους Plekhanov, Danielson και Vera
Zasulich στη Ρωσία (Henderson, 1976: 657). Την ίδια περίοδο, ο Engels επιμελήθηκε τις
προσαρμογές στην τρίτη και τέταρτη γερμανική έκδοση του πρώτου τόμου του
Κεφαλαίου, την αγγλική μετάφραση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου καθώς και μια
σειρά μικρότερες εκδόσεις του έργου του Marx, όπως το Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο
και τη γερμανική έκδοση της Αθλιότητας της Φιλοφοφίας.
- 17 -
Προλόγους του στο δεύτερο και στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου και γι’ αυτό δεν
θα παρουσιάσουμε αναλυτικά τη σχετική συζήτηση. Αξίζει όμως να δώσουμε τις
βασικές γραμμές της, έτσι ώστε να εντοπίσουμε ποια ζητήματα ήταν υπό
διαπραγμάτευση δεδομένου ότι αυτά συνδέονται και με την αντιπαράθεση για το
Κεφάλαιο μετά το θάνατο του Engels.
1.2. Η επίθεση του Rodbertus στον Marx πριν την έκδοση
του δεύτερου τόμου
Η πρώτη επίθεση απέναντι στον Marx και στον πρώτο τόμο του
Κεφαλαίου -η οποία είχε κυρίως συκοφαντικό χαρακτήρα- ήρθε από τον
σοσιαλιστή οικονομολόγο Rodbertus. Ο Rodbertus είχε ψηλαφήσει μία θεωρία
της αξίας και της εκμετάλλευσης την οποία μάλιστα ο εκπρόσωπος της
Αυστριακής Σχολής, Böhm-Bawerk, χαρακτήριζε ανώτερη του Marx (Böhm-
Bawerk, 1890: 323). Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ωστόσο, της πολεμικής του
Rodbertus δεν ήταν τα χαρακτηριστικά (και οι αδυναμίες) αυτής της θεωρίας
αλλά το γεγονός ότι αυτός όσο και άλλοι γύρω από αυτόν (όπως ο μαθητής του,
R. Meyer) ισχυρίζονταν ότι ο Marx έκλεψε στην ουσία τη θεωρία της αξίας και της
υπεραξίας από τη θεωρία της αξίας του Rodbertus.
Ταυτόχρονα, η επιτακτικότητα της αντιπαράθεσης με τον Rodbertus
αυξάνονταν και από το γεγονός ότι η επιρροή του στο Σοσιαλιστικό Εργατικό
Κόμμα Γερμανίας, το μετέπειτα Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD),
αυξάνονταν εις βάρος των μαρξιστικών θέσεων. Αυτό είχε ιδιαίτερα επικίνδυνες
θεωρητικές και πολιτικές προεκτάσεις αφού ο Rodbertus αρνούνταν την ανάγκη
ανατροπής του καπιταλισμού και κατανοούσε το σοσιαλισμό ως αυξημένη
κρατική παρέμβαση στην (καπιταλιστική) οικονομία. Το γεγονός, μάλιστα, ότι
μετά τη συγκρότηση του πρώτου ενιαίου γερμανικού έθνους-κράτους το 1871
υπό τον Bismarck, αυτή η αυξημένη κρατική παρέμβαση (την οποία ο Bismarck
χαρακτήριζε ως κρατικό σοσιαλισμό, ‘‘Staatssozialismus’’) αποτελούσε βασικό
συστατικό της πολιτικής του γερμανικού αστικού κράτους, έκανε τον Engels να
δει πολύ σύντομα ότι πέρα από την περιφρούρηση της επιστημονικής τιμής του
Marx, έπρεπε να πολεμήσει σφοδρά την αυξανόμενη επιρροή του Rodbertus στη
γερμανική σοσιαλδημοκρατία αν ήθελε να την προφυλάξει από τον κίνδυνο να
μετατραπεί σε πολιτική «ουρά» του μπισμαρκικού κράτους
5
.
5
Πέραν της θεωρητικής παρουσίασης του αστικού κράτους ως οργάνου ταξικής
κυριαρχίας της αστικής τάξης (πρώτα απ’ όλα στην Καταγωγή της οικογένειας, της
ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους), ο Engels τοποθετείται σε μία σειρά επιστολές με
πιο συγκεκριμένο τρόπο στο ζήτημα της κρατικοποίησης στο πλαίσιο του αστικού
κράτους, αναδεικνύοντας ότι αυτή καμία σχέση δεν έχει με το σοσιαλισμό. Για
- 18 -
Γι’ αυτό, o Engels αφιέρωσε σε αυτήν την πολεμική τον Πρόλογο της
γερμανικής έκδοσης του έργου του Marx Η αθλιότητα της φιλοσοφίας
6
όσο και
τον Πρόλογο του δεύτερου τόμου του Κεφαλαίου ενώ ταυτόχρονα προσπάθησε
μέσα από μια σειρά επιστολές να βοηθήσει τα στελέχη του γερμανικού
σοσιαλδημοκρατικού κόμματος να διεξάγουν με επάρκεια αυτήν την
αντιπαράθεση
7
.
Ο Engels σημειώνει καταρχάς ότι ο Marx ήδη είχε παρουσιάσει τις βασικές
γραμμές της οικονομικής θεωρίας του στην Αθλιότητα της φιλοσοφίας το 1847
και στις διαλέξεις που έδωσε το ίδιο έτος για τη μισθωτή εργασία και το κεφάλαιο
πριν καν ακούσει για πρώτη φορά το όνομα του Rodbertus. Ταυτόχρονα,
αναδεικνύει το μη πρωτότυπο της γενικόλογης θεωρίας του Rodbertus για την
αξία (αφού τα περισσότερα από τα στοιχεία της είχαν διατυπωθεί από τους Smith
και Ricardo) και τις αδυναμίες της θεωρίας του για τη γαιοπρόσοδο και το κέρδος
(τα οποία συνένωνε αδιαφοροποίητα κάτω από τη λέξη «πρόσοδος»)
σημειώνοντας ότι, μένοντας δέσμιος των οικονομικών κατηγοριών, δεν μπόρεσε
να ανακαλύψει πίσω από αυτές τις κατηγορίες τον κοινό παρονομαστή της
υπεραξίας και κατ’ επέκταση και τους νόμους με τους οποίους η υπεραξία
μετατρέπεται στις ιδιαίτερες παραλλαγμένες μορφές του κέρδους και της
γαιοπροσόδου (Μαρξ, 1979: 5-18).
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η θεωρία του Rodbertus ήταν από τη μία
πολύ αφηρημένη θεωρητικά αδυνατώντας να ερμηνεύσει τα οικονομικά
φαινόμενα ενώ ταυτόχρονα, από την άλλη, ήταν πολύ συγκεκριμένη όσον αφορά
τις έννοιες και τις κατηγορίες που χρησιμοποιούσε αδυνατώντας έτσι να πάει
πέρα από τα όρια της άμεσης εμπειρίας της οικονομικής ζωής στον καπιταλισμό.
παράδειγμα, στην επιστολή του προς τον Openheim στις 24 Μάρτη του 1891 γράφει: «Το
πρόβλημα βρίσκεται ακριβώς στο ότι όσο οι πλούσιες τάξεις παραμένουν στην εξουσία
κάθε κρατικοποίηση δεν αποτελεί κατάργηση, αλλά απλώς αλλαγή της μορφής της
εκμετάλλευσης (Μαρξ και Ένγκελς, 2020: 432). Μία δεκαετία σχεδόν νωρίτερα, στην
επιστολή του προς τον Bebel στις 16 Μάη του 1882, επιτίθονταν «σ’ εκείνους που στην
κρατικοποίηση του οτιδήποτε βλέπουν ένα ημι-σοσιαλιστικό ή τουλάχιστον προ-
σοσιαλιστικό μέτρο» (Μαρξ και Ένγκελς, 2020: 298). Αντίστοιχο περιεχόμενο έχουν και
οι σχετικές αναφορές του στο Μαρξ και Ένγκελς, 2020: 250, 286 και 310.
6
Αυτό το έργο, το οποίο είχε γραφτεί από τον Marx το 1847 στα γαλλικά,
μεταφράστηκε στα γερμανικά μόλις το 1885 από τους Bernstein και Kautsky, οι οποίοι
μετά το θάνατο του Engels θα πρωταγωνιστούσαν στην αντιπαράθεση γύρω από το
Κεφάλαιο.
7
Βλ. επιστολές του Engels στον A. Bebel στις 22 Δεκέμβρη 1882 και στον Kautsky στις
16 Φλεβάρη 1884, στις 23 Μάη 1884 και στις 26 Ιούνη 1884 (Μαρξ και Ένγκελς, 2020:
304, 341, 352 και 355-358 αντίστοιχα). Σε αυτήν την τελευταία επιστολή, ο Engels
περιλαμβάνει τις διορθώσεις του στο προσχέδιο για το άρθρο «Το Κεφάλαιο του
Rodbertus» που του είχε στείλει ο Kautsky στις 23 Ιούνη. Το άρθρο του Kautsky ενάντια
στον Rodbertus δημοσιεύτηκε με αυτό τον τίτλο στα τεύχη 8 και 9 του 1884 του
περιοδικού Die Neue Zeit.
- 19 -
Ιδιαίτερα για τη θεωρία της αξίας, η αδυναμία της αντίληψης του φαίνεται και
από τον ηθικό χαρακτήρα που αυτή προσλαμβάνει με αυτόν να συνίσταται,
σύμφωνα με τον Engels, στην επίκληση «να παρθούν τα μέτρα εκείνα που χάρη
σε αυτά τα εμπορεύματα θα ανταλλάζονται πάντα, παρ’ όλα τα εμπόδια, μόνο
σύμφωνα με την αξία εργασίας που αντιπροσωπεύουν» (Μαρξ, χ.η.: 15).
Σχολιάζοντας, μάλιστα, αυτή την επίκληση, ο Engels σημειώνει: «Για τον
Ροντμπέρτους, τίποτα δεν είναι πιο απλό. Σαν καλός Πρώσος, απευθύνεται στο
κράτος. Ένα αναγκαστικό διάταγμα της εξουσίας επιβάλλει τη μεταρρύθμιση».
Ο Rodbertus φαντάζεται ένα νόμο της αξίας ο οποίος θα επιβάλλεται όχι
από το νόμο του ανταγωνισμού αλλά από το νόμο του κράτους. Και πέρα από τη
λαθεμένη ερμηνεία του ίδιου του νόμου της αξίας, αυτός εντοπίζει τη λύση όχι
στην κατάργηση του νόμου της αξίας και της κεφαλαιοκρατικής εμπορευματικής
παραγωγής αλλά στην πλήρη και δίκαιη εφαρμογή του. Στη δική του αντίληψη,
μάλιστα, της δίκαιης εφαρμογής του νόμου της αξίας περιλαμβάνεται –και αυτό
είναι κάτι που τον διαχωρίζει αρνητικά από τους άλλους ουτοπιστές της λογικής
του «εργασιακού χρήματος» όπως οι Proudhon, Gray, Bray- η διατήρηση του
τρέχοντος ποσοστού εκμετάλλευσης των εργαζομένων, το οποίο ο ίδιος
υπολογίζει στο 200%, αφού, όπως λέει, οι ώρες εργασίας που θα πιστοποιούνται
στον εργάτη δεν θα είναι οι ώρες που έχει δουλέψει, αλλά οι ώρες που
αντιστοιχούν στη διατήρηση –αλλά, αλίμονο, όχι την αύξηση- αυτού του
ποσοστού (Μαρξ, χ.η.: 21-2).
Επίσης, ο Rodbertus, όπως και ο Ricardo, είδε αλλά δεν έλυσε την
αντίφαση ανάμεσα στο ότι, σύμφωνα με τη θεωρία της αξίας, δύο κεφάλαια που
χρησιμοποιούν διαφορετικές ποσότητες ζωντανής εργασίας παράγουν ceteris
paribus διαφορετικά μεγέθη υπεραξίας και στο εμπειρικά διαπιστωμένο γεγονός
ότι υπάρχει μία τάση εξίσωσης των ποσοστών κέρδους ανεξάρτητα από την
ποσότητα ζωντανής εργασίας που αξιοποιείται στην παραγωγή.
Ο Engels μετέτρεψε μάλιστα την θεωρητική κατανόηση αυτής της
αντίφασης σε μία μεγάλη πρόκληση προς όποιον ήθελε να δοκιμάσει τις
θεωρητικές του ικανότητες. Έτσι, μετά την κριτική του στον Rodbertus στον
Πρόλογο στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου καταλήγει στην εξής πρόκληση:
«Ως την έκδοση του [τρίτου τόμου του Κεφαλαίου – Χ.Μ.] θα περάσουν
ακόμα κάμποσοι μήνες. Επομένως, οι οικονομολόγοι που βλέπουν στον
Ροντμπέρτους τη μυστική πηγή και έναν ανώτερο πρόδρομο του Μαρξ, έχουν εδώ
μία ευκαιρία να δείξουν τι μπορεί να προσφέρει η ροντμπερτιανή οικονομολογία.
Αν αποδείξουν πώς μπορεί και πρέπει να διαμορφώνεται ένα ίσο μέσο ποσοστό
κέρδους όχι μόνο χωρίς να παραβιάζεται ο νόμος της αξίας, αλλά αντίθετα πάνω
στη βάση του νόμου αυτού, τότε θα τα ξαναπούμε μαζί τους. Στο μεταξύ ας
ευαρεστηθούν να βιαστούν» (Mαρξ, 1979: 17-18).
- 20 -
Αυτό το ερώτημα θα αποτελούσε τον πυρήνα της αντιπαράθεσης την
περίοδο που μεσολάβησε ανάμεσα στην έκδοση του δεύτερου και του τρίτου
τόμου του Κεφαλαίου (1885 και 1894 αντίστοιχα), η οποία πήρε τον τίτλο ‘‘prize
essay competition’’. Πολλοί συγγραφείς «σήκωσαν το γάντι» που πέταξε ο Engels.
Η θεωρητική πρόκληση που έθετε ο Engels έμπαινε αντικειμενικά σε συνθήκες
όπου ο Marx είχε διατυπώσει στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου τα θεμέλια της
οικονομικής του θεωρίας χωρίς όμως ακόμα να έχει διατυπώσει τις απολήξεις
αυτών των θεμελίων στην ερμηνεία των φαινομένων όπως παρουσιάζονται στην
επιφάνεια της οικονομικής ζωής. Και σε τελευταία ανάλυση, γι’ αυτά τα τελευταία
ήταν που υπήρχε η μεγάλη ανάγκη θεωρητικής ερμηνείας. Συνεχίζοντας την
παραπάνω σκέψη του, ο Engels σημειώνει:
«Οι λαμπρές έρευνες τούτου του ΙΙ Βιβλίου και τα ολότελα καινούργια
συμπεράσματα τους σε σχεδόν απάτητα ως τώρα πεδία είναι απλώς
προεισαγωγές στο περιεχόμενο του ΙΙΙ Βιβλίου που αναπτύσσει τα τελικά
συμπεράσματα της περιγραφής από τον Μαρξ του κοινωνικού προτσές
αναπαραγωγής πάνω σε κεφαλαιοκρατική βάση. Όταν εκδοθεί αυτό το ΙΙΙ Βιβλίο
λίγος λόγος θα γίνεται πια για κάποιον οικονομολόγο Ροντμπέρτους» (Mαρξ,
1979: 18).
1.3. Η αντιπαράθεση μετά τη δημοσίευση του δεύτερου και πριν τη
δημοσίευση του τρίτου τόμου
Η έκδοση του δεύτερου τόμου του Κεφαλαίου το 1885 σε συνδυασμό με
την προσμονή του τρίτου τόμου (ο οποίος τελικά χρειάστηκε άλλα εννέα χρόνια
για να εκδοθεί) τροφοδότησαν την ανάπτυξη της συζήτησης γύρω από τα
σχετικά θεωρητικά ζητήματα. Την περίοδο 1885-1894, η συζήτηση γύρω από το
Κεφάλαιο κερδίζει συνεχώς έδαφος στους χώρους της μαρξιστικής οικονομικής
σκέψης ενώ το εύρος της επιρροής του αποδεικνύεται και από τη διεισδυτικότητα
που αποκτά ακόμα και σε κύκλους της αστικής οικονομικής σκέψης ή πιο σωστά
από την ανάγκη της τελευταίας να απαντήσει στο μαρξισμό ή τουλάχιστον να
προσπαθήσει να τον φέρει στα μέτρα της, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Εξάλλου,
παρά το γεγονός ότι η δημοσίευση του δεύτερου τόμου του Κεφαλαίου προσέθετε
κάποια ακόμα κομμάτια στο «παζλ» της εκκολαπτόμενης μαρξιστικής πολιτικής
οικονομίας, η απουσία του καθοριστικού τρίτου τόμου διατηρούσε ακόμα το
θεωρητικό κενό που αντικειμενικά υπήρχε ανάμεσα στα θεμέλια της μαρξιστικής
πολιτικής οικονομίας και στην ερμηνεία των πολυποίκιλων οικονομικών
φαινομένων, όπως αυτά εμφανίζονται στην καθημερινότητα.
Σε αυτή τη δεκαετία υπήρξαν παρεμβάσεις οι οποίες προσπάθησαν -
περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένα- να καλύψουν αυτό το κενό με νέα
- 21 -
πρωτότυπη σκέψη αλλά και παρεμβάσεις οι οποίες επικαλούμενες αυτό το κενό
οδηγήθηκαν στην ανοιχτή απόρριψη της ανάλυσης του θεμελιακού πρώτου
τόμου του Κεφαλαίου. Αρχικά, θα αναφερθούμε στην προσπάθεια κάλυψης αυτού
του θεωρητικού κενού από συγγραφείς που είχαν αναφορά στον Marx και στη
συνέχεια θα περάσουμε και σε συγγραφείς που κινούνταν θεωρητικά σε εντελώς
άλλη κατεύθυνση από αυτόν. Δεν θα σταθούμε αναλυτικά σε όλες τις σχετικές
παρεμβάσεις πρώτον γιατί θα ξεστρατίζαμε από τον κύριο άξονα της ανάλυσης
μας και δεύτερον γιατί αυτές οι παρεμβάσεις παρουσιάζονται και απαντιούνται
από τον Ένγκελς στον Πρόλογο του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου.
Οι Howard και King (1989: 25-35) χωρίζουν τη σχετική συζήτηση σε δύο
γύρους. Ο πρώτος γύρος περιλαμβάνει τις παρεμβάσεις του καθηγητή W. Lexis
(1885), του Conrad Schmidt (1889 και 1892) και του G. Stiebeling (1890) ενώ ο
δεύτερος γύρος από τις παρεμβάσεις του Wolf (1891), του Loria (1890) και του
Fireman (1892).
Ας ξεκινήσουμε με τον πρώτο γύρο. Ο αυτοχαρακτηριζόμενος ως
«αγοραίος οικονομολόγος» Lexis (1885) είδε -σε μία βιβλιοκρισία του δεύτερου
τόμου του Κεφαλαίου- την ανάγκη διάκρισης ανάμεσα στις αξίες και τις τιμές έτσι
ώστε, από τη μία, να υπάρχουν μεταφορές αξίας ανάμεσα σε κεφάλαια με
διαφορετική οργανική σύνθεση κεφαλαίου και, από την άλλη, το σύνολο των
αξιών να ισούται με το σύνολο των τιμών. Γι’ αυτή του τη συμβολή κέρδισε τα
εύσημα του Engels ο οποίος σημείωσε ότι «το ζήτημα δεν έχει εδώ καθόλου λυθεί,
ωστόσο όμως έχει τεθεί γενικά σωστά, αν και με χαλαρό και επιφανειακό τρόπο»
(Μαρξ, 1978: 22). Ταυτόχρονα, ο Engels ασκεί κριτική στην επιφανειακή θεωρία
του Lexis για το κέρδος, η οποία βασίζεται στην εκτίμηση ότι ενώ οι
κεφαλαιοκράτες βγάζουν κέρδος πουλώντας ακριβότερα απ’ ότι αγοράζουν, οι
εργάτες δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να πουλήσουν την εργασία τους ακριβώς
όσο τους στοιχίζει, δηλαδή ακριβώς όσο κοστίζουν τα αναγκαία μέσα
συντήρησης, με συνέπεια οι αυξήσεις των τιμών των καπιταλιστών να έχουν ως
αποτέλεσμα τη μεταβίβαση μέρους της αξίας του συνολικού προϊόντος στην τάξη
των κεφαλαιοκρατών (Μαρξ, 1978: 22-23).
Αφότου, λοιπόν, σύμφωνα με τον Engels, με τον Lexis το ζήτημα «έχει τεθεί
γενικά σωστά», ήρθε η σειρά του Conrad Schmidt για τον οποίο σημείωνε ότι είναι
«ο πρώτος που προσπάθησε πραγματικά ν’ απαντήσει το ζήτημα». Ο Schmidt
8
δημοσίευσε το 1889 ένα βιβλίο με τίτλο Die Durchschnittsprofitrate auf Grundlage
8
Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ αρχικά ο Conrad Schmidt ανήκε στην αριστερή
πτέρυγα του SPD και μάλιστα από το 1890 που δημιουργήθηκε η ομάδα ‘‘Die Jungen’’ –η
οποία ασκούσε κριτική «από τα αριστερά» στην ηγεσία του SPD- εντάχθηκε σε αυτήν,
προς τα τέλη της δεκαετίας του 1890 έγινε υποστηρικτής του ηγέτη της ‘‘αναθεωρητικής
ομάδας’’ στο SPD, Eduard Bernstein.
- 22 -
des Marx’schen Werthgesetzes (Το μέσο ποσοστό κέρδους στη βάση του μαρξικού
νόμου της αξίας) στο οποίο «προσπαθεί να εναρμονίσει τις λεπτομέρειες του
σχηματισμού της αγοραίας τιμής και με το νόμο της αξίας και με το μέσο ποσοστό
κέρδους» (Μαρξ, 1978: 23). Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια αποτυγχάνει. Ο Schmidt
θεωρεί ότι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος, στη βάση του οποίου ανταλλάσσονται
τα εμπορεύματα σύμφωνα με το νόμο της αξίας, είναι η εργασία που είναι
υλοποιημένη στο κεφάλαιο που προκαταβάλλουν οι κεφαλαιοκράτες, δηλαδή το
άθροισμα του σταθερού και του μεταβλητού κεφαλαίου. Συνεπώς, τα
εμπορεύματα ανταλλάσσονται όχι ανάλογα με την εργασία που είναι κοινωνικά
αναγκαία για την παραγωγή τους, αλλά ανάλογα με την εργασία που είναι
συσσωρευμένη στα κεφάλαια που απαιτήθηκαν για την παραγωγή τους. Από τη
στιγμή, άλλωστε, που αυτά τα κεφάλαια (και η αντίστοιχη εργασία) είναι
αναγκαία για την παραγωγή του υπερπροϊόντος, είναι λογικό η ποσότητα
υπεραξίας που αναλογεί στην κάθε ξεχωριστή μονάδα κεφαλαίου να καθορίζεται
από τη διαίρεση του συνόλου της υπεραξίας στην οικονομία με το σύνολο των
κεφαλαίων που απαιτήθηκαν για την παραγωγή αυτής της υπεραξίας. Παρόλο
που αυτή η συλλογιστική φτάνει στο σωστό συμπέρασμα, δηλαδή στο ότι
κεφάλαια ίσου μεγέθους ιδιοποιούνται ίδια μάζα υπεραξίας, το κάνει αυτό με το
λάθος τρόπο, ανατρέποντας δηλαδή τη μαρξική θεωρία της αξίας και πιο
συγκεκριμένα το περιεχόμενο που προσέδωσε ο Μαρξ στην έννοια «κοινωνικά
αναγκαίος χρόνος εργασίας». Ο Engels σχολιάζει και μία δεύτερη απόπειρα του
Schmidt να λύσει το πρόβλημα με ένα άρθρο (Schmidt, 1893) του, στο οποίο
ισχυρίζεται ότι η εξίσωση των κερδών μέσω του ανταγωνισμού επιτυγχάνεται
επειδή μειώνεται η τιμή πώλησης των εμπορευμάτων που έχουν παραχθεί σε
ποσότητα μεγαλύτερη της ζήτησης κατά το μέρος εκείνο της τιμής που
υπερβαίνει εκείνο το μέγεθος αξίας που μπορεί να πληρώσει γι’ αυτά η κοινωνία
με βάση το νόμο της αξίας. Όπως είναι εύκολα κατανοητό, πρόκειται για μία λύση
που και πάλι αναιρεί τη μαρξική θεωρία της αξίας (Μαρξ, 1978: 23-26).
Ο George C. Stiebeling, Γερμανο-Αμερικανός σοσιαλιστής γιατρός,
δημοσίευσε την περίοδο 1890-1894 τρεις σχετικές μπροσούρες. Ο Stiebeling
(1890) ισχυρίζονταν ότι ίσα κεφάλαια με διαφορετική οργανική σύνθεση
κεφαλαίου παράγουν ίσα ποσά αξίας και υπεραξίας γιατί τα κεφάλαια με την
ψηλότερη οργανική σύνθεση έχουν ψηλότερη παραγωγικότητα και συνεπώς
μεγαλύτερο βαθμό εκμετάλλευσης. Στην ουσία, ο Stiebeling ισχυριζόταν ότι η τιμή
του προϊόντος κάθε εμπορεύματος είναι άμεσα (και όχι έμμεσα, δηλαδή μέσω των
μεταφορών αξίας) ταυτόσημη με την αξία η οποία με τη σειρά της εκφράζει άμεσα
το μέσο ποσοστό κέρδους (Μαρξ, 1978: 33-35). Όπως εύστοχα παρατηρούν οι
Howard και King (1989: 29), με την ταύτιση αξιών και τιμών «o Stiebeling δεν
λύνει το πρόβλημα του μετασχηματισμού αλλά το καταργεί».
- 23 -
Ο δεύτερος γύρος των παρεμβάσεων στο πλαίσιο του «prize essay
competition» αποτελείται από αυτές των Wolf, Loria και Fireman. O καθηγητής
οικονομικών στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης Julian Wolf (1891) προσπαθεί να
λύσει το ζήτημα στη βάση επιχειρηματολογίας που μοιάζει πολύ με αυτή του
Stiebeling. Ισχυρίζεται ότι η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου
συνεπάγεται την αύξηση της παραγωγικότητας ενώ η αξία των εμπορευμάτων
(συμπεριλαμβανομένου του εμπορεύματος εργατική δύναμη) σχετίζεται
αντιστρόφως ανάλογα με την παραγωγικότητα της εργασίας και το μέγεθος της
υπεραξίας ευθέως ανάλογα με την ποσότητα της παραγόμενης υπεραξίας.
Ωστόσο, η κριτική αποφυγής του προβλήματος που εκτοξεύτηκε στον Stiebeling
ισχύει στο ακέραιο και για τον Wolf (Μαρξ, 1978: 28-29).
Ο Ιταλός Loria είναι αυτός που συγκέντρωσε τα περισσότερα πυρά από
τον Engels. Ο λόγος ήταν ότι πέρα από την όποια επιστημονική ανεπάρκεια, ο
Loria έκανε ανοιχτή συκοφαντική επίθεση στον Marx κατηγορώντας τον για
πλαστογραφία (της ζωής και του έργου του), για λογοκλοπή (ισχυριζόμενος ότι
ο ίδιος, και όχι ο Marx το 1845, ανακάλυψε την προτεραιότητα της οικονομίας
έναντι της πολιτικής) όσο και για κοροϊδία (κατηγορώντας τον ότι ποτέ δεν
σκόπευε να εκδώσει τον επόμενο τόμο του Κεφαλαίου κραδαίνοντας τον μόνο για
να αποφύγει την επίθεση στις αντιφάσεις του πρώτου τόμου). Το
«κατηγορητήριο» του Engels ήταν μεγάλο όπως και η οργή του απέναντι σε αυτόν
τον Ιταλό καθηγητή πανεπιστημίου
9
. Όσον αφορά την κριτική του στο Κεφάλαιο,
ενώ το 1884, πριν την έκδοση του δεύτερου τόμου, έλεγε ότι δεν υπάρχει καν
θεωρητικό ζήτημα αφού είναι προφανές ότι η θεωρία του Marx, σύμφωνα με την
οποία η υπεραξία παράγεται και εξαρτάται μόνο από το μεταβλητό κεφάλαιο
αντιφάσκει με την πραγματικότητα της εξάρτησης του κέρδους από το συνολικό
κεφάλαιο, το 1890 δοκίμασε ο ίδιος να βρει μία λύση αυτού του ... «ανύπαρκτου»
ζητήματος. Υποθέτοντας διαφορετική οργανική σύνθεση κεφαλαίων και ίσο
ποσοστό εκμετάλλευσης ανάμεσα σε τρία κεφάλαια, καταλήγει στο αρχικό
συμπέρασμα των διαφορετικών ποσοστών κέρδους, τα οποία όμως εξισώνονται
σε δεύτερη φάση λόγω του γεγονότος ότι όσο πιο χαμηλή οργανική σύνθεση (και
συνεπώς καταρχάς μεγαλύτερο ποσοστό κέρδος) έχει ένα κεφάλαιο τόσο
μεγαλύτερα δανεικά κεφάλαια αξιοποιεί και συνεπώς τόσο περισσότερους
9
Χαρακτηριστικό της οργής του Engels για τον Loria είναι το εξής απόσπασμα:
«Ένα πράγμα μάθαμε λοιπόν: κατά τον κ. Λόρια η θεωρία της υπεραξίας του Μαρξ είναι
απολύτως ασυμβίβαστη με το γεγονός του γενικού ίσου ποσοστού κέρδους. Εκδόθηκε
όμως το δεύτερο βιβλίο και μαζί του δημοσιεύθηκε το πρόβλημα σχετικά μ’ αυτό το
σημείο, που το έχω θέσει δημόσια. Αν ο κ. Λόρια, ήταν ένας από μας τους κουτούς
γερμανούς θα περιερχόταν σε κάποια αμηχανία. Είναι όμως ένας θρασύς
νοτιοευρωπαίος, προέρχεται από ένα θερμό κλίμα, όπου, όπως μπορεί να ισχυρίζεται, η
αυθάδεια αποτελεί κατά κάποιο τρόπο φυσικό όρο» (Μαρξ, 1978: 31).
- 24 -
τόκους πληρώνει, με συνέπεια το τελικό ποσοστό κέρδους των βιομηχάνων να
είναι ίσο (Howard and King, 1989: 30-32).
Πέρα από τον Lexis, αρκετά θετικά σχόλια είχε ο Engels (Marx, 1978: 27-
8) και για την απόπειρα του -χημικού στο επάγγελμα- Ρωσοαμερικάνου, P.
Fireman (1892). Καταρχάς, ο Fireman διακρίνει και αναδεικνύει τα σημεία στα
οποία κάποιες προηγούμενες απόπειρες απάντησης στην πρόκληση του Engels
αντιφάσκουν με τη θεωρία της αξίας που διατυπώνει ο Marx στον πρώτο τόμο
του Kεφαλαίου. Πιο συγκεκριμένα, στον Schmidt αναδεικνύει ότι θεωρεί ότι ο
νόμος της αξίας δεν ισχύει για το υπερπροϊόν και στον Wolf ότι θεωρεί ότι η
ποσότητα της αξίας αυξάνεται -αντί να πέφτει όπως ισχυρίζεται ο Marx- με την
άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας (Howard and King, 1989: 33). Στη
συνέχεια, ο Fireman αναδεικνύει ότι το «κλειδί» της απάντησης είναι η διάκριση
ανάμεσα στην αξία και την τιμή και το γεγονός ότι η τιμή κυμαίνεται πάνω ή κάτω
από την αξία των παραγόμενων εμπορευμάτων (ανάλογα με το αν μιλάμε για
κλάδους με χαμηλότερη ή ψηλότερη της μέσης οργανική σύνθεση κεφαλαίου)
δρώντας με αυτό τον τρόπο αναδιανεμητικά για την παραγόμενη υπεραξία με
τρόπο όμως που το άθροισμα των αξιών ισούται με το άθροισμα των τιμών, με
τρόπο δηλαδή που διατηρείται στο ακέραιο η ισχύς του μαρξικού νόμου της αξίας.
Παρά τον εντοπισμό των σωστών θεμελίων της απάντησης, η απάντηση του
Fireman έχει ακόμα αρκετά κενά, όπως τον ακριβή προσδιορισμό της σχέσης
ανάμεσα στο ποσοστό του κέρδους και το μέγεθος του απασχολούμενου
κεφαλαίου και του τρόπου με τον οποίο μπαίνει στην όλη ιστορία το κέρδος του
εμπόρου, του τραπεζίτη και του γαιοκτήμονα (παρόλο που έκανε μια πρώτη
προσπάθεια για την πρόσοδο). Ο Engels συμπυκνώνει στον Πρόλογο του τρίτου
τόμου του Κεφαλαίου (Μαρξ, 1978: 27) τόσο τη συνεισφορά όσο και τις
αδυναμίες της λύσης του Fireman:
«Αρκεί να συγκρίνει κανείς τα αντίστοιχα σημεία του ΙΧ κεφ. Και θα δει ότι
ο Φάιρμαν έθιξε πραγματικά εδώ το αποφασιστικό σημείο. Πόσοι όμως
ενδιάμεσοι κρίκοι απαιτούνταν ακόμα κι ύστερα απ’ αυτή την ανακάλυψη, για να
κατορθώσει ο Φάιρμαν να επεξεργαστεί την ολοκληρωμένη χειροπιαστή λύση
του προβλήματος, το αποδείχνει η άδικα ψυχρή υποδοχή που έγινε στο τόσο
σημαντικό άρθρο του».
H τελευταία συμβολή στο ‘‘prize essay competition’’ στην οποία θα
αναφερθούμε πέρασε απαρατήρητη από τον Engels αλλά θα παρουσιαστεί εν
συντομία γιατί συνδέονται με μετέπειτα συνεισφορές στο λεγόμενο ‘‘πρόβλημα
του μετασχηματισμού’’ (transformation problem). O -μη μαρξιστής και
αυτοχαρακτηριζόμενος ως «χυδαίος οικονομολόγος»- J. Lehr (1892) άσκησε
στους Schmidt και Wolf κριτική αντίστοιχη με του Fireman αλλά αυτό που έχει το
μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο άρθρο του είναι η αλγεβρική απεικόνιση του
- 25 -
προβλήματος η οποία είχε πολλά κοινά στοιχεία με τις μετέπειτα απεικονίσεις
των Dmitriev και Bortkiewicz. Η αλγεβρική του διατύπωση του προβλήματος -
που μοιάζει πολύ με αυτή του Bortkiewicz (αν και προχώρησε πολύ λιγότερο στην
επίλυση της)- καταλήγει σε ένα μοντέλο με n+1 εξισώσεις και n+1 αγνώστους
(Howard and King, 1978: 35). Στην ουσία, ο τρόπος που αποτυπώνεται το
πρόβλημα μπορεί να θεωρηθεί και ο θεμέλιος λίθος του μετέπειτα ‘‘προβλήματος
του μετασχηματισμού’'.
1.4. Η αντιπαράθεση μετά τη δημοσίευση του τρίτου τόμου και μέχρι το
θάνατο του Engels
Η παραπάνω συζήτηση όξυνε την προσμονή για την απάντηση του ίδιου
του Marx στο ζήτημα. Η απάντηση αυτή ήρθε όταν, μετά από πολυετή
επεξεργασία των σχετικών μαρξικών χειρογράφων από τον Engels, εκδόθηκε το
1894 ο τρίτος τόμος του Κεφαλαίου. Πιο συγκεκριμένα, στο δεύτερο Τμήμα αυτού
του τόμου που φέρει τον τίτλο «Η μετατροπή του κέρδους σε μέσο κέρδος»
παρουσιάζεται ο τρόπος μετατροπής των αξιών των εμπορευμάτων σε τιμές
παραγωγής για να ακολουθήσει η παρουσίαση των νόμων με τους οποίους
διαμορφώνεται το εμπορικό και τραπεζικό κέρδος αλλά και η γαιοπρόσοδος ενώ
στο τρίτο Τμήμα αυτού του τόμου παρουσιάζεται «ο νόμος της τάσης του
ποσοστού κέρδους να πέφτει». Με αυτό τον τρόπο ολοκληρώνεται η σύνδεση
ανάμεσα στη θεωρία της αξίας του πρώτου τόμου και της ερμηνείας της τάσης
διαμόρφωσης ενός γενικού-μέσου ποσοστού κέρδους, η σύνδεση ανάμεσα στην
υπεραξία και τις συγκεκριμένες μορφές που αυτή παίρνει αλλά και
αναδεικνύονται οι μακροχρόνιες τάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας. Η θεωρία
της αξίας όχι μόνο δεν έρχεται σε αντίφαση με μια σειρά φαινόμενα που γίνονται
αντιληπτά στην επιφάνεια της οικονομικής ζωής, αλλά αποτελεί τη βάση της
ερμηνείας τους.
Ωστόσο, αυτή η έκδοση δεν σταμάτησε τη συζήτηση αλλά, απ’ ότι φάνηκε
στη συνέχεια, έριξε κι άλλο «λάδι στη φωτιά» τροφοδοτώντας ακόμα
περισσότερα ερωτήματα, όπως τα εξής: Είναι σωστή και λογικά συνεκτική η
απάντηση του Marx; Υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα η αξία ως τέτοια, δηλαδή
χωρίς την τροποποίηση της σε τιμή παραγωγής; Είναι σωστός θεωρητικά και
εμπειρικά ο νόμος της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει, όπως
διατυπώνεται στον τρίτο τόμο;
Με αυτά τα ζητήματα καταπιάστηκε ο Engels τους λίγους μήνες που
μεσολάβησαν από την έκδοση του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου τον Οκτώβρη του
1894 μέχρι το θάνατο του τον Αύγουστο του 1895. Αυτό αποτυπώνεται τόσο
- 26 -
στην αλληλογραφία του με τους Werner Sombart και Conrad Schmidt
10
όσο και
στο σημείωμα που ενσωματώθηκε μετέπειτα στον τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου με τον
τίτλο «Συμπλήρωμα και επίλογος στο ΙΙΙ βιβλίο του ‘Κεφαλαίου’»
11
, το οποίο
περιλαμβάνει και το σχετικό κείμενο με τίτλο «Νόμος της αξίας και ποσοστό του
κέρδους».
Ο Sombart (1894) έθεσε στη βιβλιοκρισία του τόμου ΙΙΙ του Κεφαλαίου το
ζήτημα ότι ο Marx δεν ξεκαθάριζε αν η αξία είχε συγκεκριμένο εμπειρικό ή καθαρά
αναλυτικό-θεωρητικό χαρακτήρα με τον ίδιο τον Sombart να υποστηρίζει το
δεύτερο ισχυριζόμενος ότι «η αξία δεν υπάρχει στον κόσμο των φαινομένων (...)
η αξία δεν είναι ένα εμπειρικό αλλά ένα νοερό γεγονός (...) η έννοια της αξίας είναι
ένα εργαλείο της σκέψης μας το οποίο χρησιμοποιούμε για να κατανοούμε τα
φαινόμενα της οικονομικής ζωής· είναι ένα νοερό γεγονός (...) Η αξία των
εμπορευμάτων είναι η ειδικά ιστορική μορφή με την οποία επιβάλλεται
καθοριστικά η παραγωγική δύναμη της εργασίας που σε τελευταία ανάλυση
εξουσιάζει όλα τα οικονομικά προτσές» (Day and Gaido, 2018: 163).
Ο Sombart συμπληρώνει ότι στα βαθμό που ο Marx ισχυρίζεται ότι η
υπεραξία στις διάφορες σφαίρες παραγωγής με διαφορετική οργανική σύνθεση
κεφαλαίου, αποτελεί όχι μόνο τη λογική αλλά και την εμπειρική-ιστορική
αφετηρία της διαδικασίας εξίσωσης του ποσοστού κέρδους, δηλαδή στο βαθμό
που ο Marx στο κεφάλαιο 10 του τρίτου τόμου υπονοεί -αν και όχι καθαρά,
σύμφωνα με τον Sombart- ότι υπάρχει εμπειρική-ιστορική κίνηση από το
ποσοστό της υπεραξίας στο ποσοστό του κέρδους, τότε βασίζεται «σε ένα μεγάλο
λάθος», τόσο θεωρητικό όσο και εμπειρικό. Θεωρητικά είναι λάθος γιατί «θα
αποτελούσε πραγματική ρήξη με όλες τις βασικές ιδέες του ‘Κεφαλαίου’ να βάλει
μαζί το κοινωνικό γεγονός της παραγωγής υπεραξίας και το ατομικό γεγονός της
διαμόρφωσης του κόστους» ενώ εμπειρικά θα ήταν λάθος γιατί τόσο στις πρώτες
βιομηχανίες όσο και στην εποχή του τα ψηλότερα ποσοστά κέρδους βρίσκονταν
10
Βλ. ενδεικτικά επιστολές του Engels στον Werner Sombart στις 11 Μάρτη 1895
ή στον Conrad Schmidt στις 12 Μάρτη 1895 και στις 6 Απρίλη 1895 (Μαρξ και Ένγκελς,
2020: 488-492, 492-500 και 504-505 αντίστοιχα).
11
Το κείμενο αυτό γράφτηκε μετά από την έκδοση του τόμου ΙΙΙ ως απάντηση σε
μια σειρά ζητήματα που προστέθηκαν στη σχετική συζήτηση μετά από αυτή την έκδοση.
Όπως γίνεται φανερό από την επιστολή του Engels προς τον Kautsky στις 21 Μάη 1895
(Μαρξ και Ένγκελς, 2020: 508), οι συμπληρώσεις και προσθήκες στον τρίτο τόμο του
Κεφαλαίου θα δημοσιευόντουσαν με τη μορφή δύο άρθρων στο περιοδικό Die Neue Zeit.
Το πρώτο άρθρο με τίτλο «Νόμος της αξίας και ποσοστό του κέρδους» δημοσιεύτηκε
πράγματι στο Die Neue Zeit, αριθμ. 1 και 2, 1895/1896, σελ. 37-44, αλλά λίγο μετά το
θάνατο του Engels. Το δεύτερο άρθρο, από το οποίο ο Engels πρόλαβε να γράψει μόνο
ένα περίγραμμα, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά με τον τίτλο «Το χρηματιστήριο.
Συμπληρωματικές παρατηρήσεις στον 3ο τόμο του ‘Κεφαλαίου’» σε ρωσική γλώσσα στο
περιοδικό Bolschevik, αριθμ. 23-24, 1932. Και τα δύο περιλαμβάνονται στην ελληνική
έκδοση του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου (Μαρξ, 1978: 1089-1117).
- 27 -
σε κλάδους με ψηλή και όχι χαμηλή οργανική σύνθεση κεφαλαίου (Day and Gaido,
2018: 199-201).
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Schmidt ο οποίος σε μία επιστολή
του προς τον Engels σημειώνει ότι «ο νόμος της αξίας (αν θεωρηθεί ως ένας νόμος
που ρυθμίζει την ανταλλαγή και όχι ως απλός ορισμός της αξίας) φαίνεται σε μένα
να αποτελεί επινόημα, αν και φυσικά όχι λανθασμένο. Αντίθετα, ένα αναγκαίο
επινόημα, δηλαδή μία υπόθεση την οποία πρέπει απαραιτήτως να κάνουμε για να
φτάσουμε σε ανέφικτα αλλιώς αποτελέσματα» (Howard and King, 1989: 47).
Αντίστοιχο περιεχόμενο είχε και η παρέμβαση του Lexis (1895), η οποία
δημοσιεύτηκε λίγους μήνες μετά το θάνατο του Engels και γι’ αυτό δεν
σχολιάζεται στο «Συμπλήρωμα». Σε αυτήν, ο Lexis θεωρεί τον τρόπο με τον οποίο
ο Marx πηγαίνει από το κλαδικό ποσοστό κέρδους (που σχηματίζεται στη βάση
της οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου) στο γενικό-μέσο ποσοστό κέρδους ως
«εντελώς μη ικανοποιητικό». Αυτό το συμπέρασμα το θεμελιώνει όταν
ισχυρίζεται ότι το μέσο ποσοστό κέρδους εμφανίζεται μαζί με τον καπιταλισμό
και «δεν έχει υπάρξει ποτέ καμία κοινωνική κατάσταση στην οποία να υπήρξαν
δίπλα δίπλα οι καπιταλιστικοί μέθοδοι παραγωγής και η ανισότητα των
ποσοστών κέρδους ως προϊόν των διαφορετικών συνθέσεων του κεφαλαίου». Ο
Lexis φτάνει μάλιστα να κάνει λόγο για φανταστική και μη πραγματική αντίληψη
της αξίας από τον Marx.
Στο σημείο αυτό θα κάνουμε μία σύντομη παρέκβαση γιατί στο παραπάνω
άρθρο του Lexis περιλαμβάνεται –μόλις έναν χρόνο μετά την έκδοση του τρίτου
τόμου- και η πρώτη κριτική του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού
κέρδους. Αφότου παρουσιάσει το νόμο και τις αντεπιδρώσες τάσεις, ο Lexis
διατυπώνει για πρώτη φορά ένα επιχείρημα που θα επανέλθει πολλές φορές στο
μέλλον και θα μας απασχολήσει και στα επόμενα Μέρη της εργασίας μας: «Αυτές
οι λέξεις γράφτηκαν γύρω στα 1865. Ακόμα και τότε ήταν σε αντίθεση με μία
σαφώς διακριτή τάση στην κοινωνική ανάπτυξη. Σήμερα αποτελούν απλώς
αναχρονισμό» (Lexis, 1895: 15). O Lexis ψέγει τον Marx γιατί δεν έδωσε έμφαση
στην προφανή «ασυνέπεια», σύμφωνα με την οποία ενώ η εργασία είναι η μόνη η
οποία παράγει αξία, παρόλ’ αυτά αυτή αντικαθίσταται από μηχανήματα τα οποία
δεν παράγουν καθόλου αξία. Πρόκειται στην ουσία για το θεμέλιο λίθο της
συζήτησης που θα οδηγήσει το 1961 στο λεγόμενο θεώρημα Okishio
12
. Πέρα από
την εσωτερική λογική του νόμου, ο Lexis επιτέθηκε και στη δυνατότητα δράσης
των αντεπιδρώντων παραγόντων στη σύγχρονη του κοινωνία, δηλαδή 30 χρόνια
12
Σύμφωνα με το Θεώρημα του Okishio, αν οι καπιταλιστές αυξάνουν τα κέρδη
τους μέσω της εισαγωγής νέων τεχνικών που μειώνουν το κόστος τους, τότε -με
σταθερούς τους πραγματικούς μισθούς- το γενικό ποσοστό κέρδους όχι μόνο δεν θα
μειωθεί, αλλά θα αυξηθεί.
- 28 -
μετά από τότε που διατυπώθηκαν ως τέτοιοι. Έτσι, αμφισβητεί τη δυνατότητα
αύξησης της εντατικότητας της εργασίας αφού «σε όλους τους κλάδους και σε
όλες τις χώρες η εργάσιμη ημέρα έχει μειωθεί αισθητά (...) Η εργασία των παιδιών
στα εργοστάσια έχει περιοριστεί πάρα πολύ νομικά σε όλες τις χώρες» (Lexis,
1895: 16). Επίσης, αμφισβητεί τη δυνατότητα αύξησης του ποσοστού της
υπεραξίας μέσω μείωσης των μισθών αφού «υπό κανονικές συνθήκες, οι μειώσεις
των μισθών είναι στις μέρες μας σχεδόν αδύνατες» (Lexis, 1895: 16). Αντίστοιχα,
ισχυρίζεται ότι η αύξηση του κεφαλαίου των μετοχικών εταιρειών όχι μόνο δεν
αποτελεί αντεπιδρώσα τάση αλλά τη βασική αιτία της πτωτικής τάσης του
ποσοστού κέρδους γιατί μέσω αυτής οι μετοχικές επιχειρήσεις σταματούν τη
λειτουργία τους σε πολύ πιο χαμηλά ποσοστά κέρδους σε σχέση με την
επιχείρηση ενός ατομικού καπιταλιστή.
Επιστρέφοντας στην παρουσίαση μας για την εμπειρική διάσταση της
τάσης εξίσωσης των ποσοστών κέρδους, σημειώνουμε ότι οι παραπάνω
παρεμβάσεις αποτελούν τη βάση της μεγάλης συζήτησης που συνεχίζεται μέχρι
τις μέρες μας σχετικά με το αν η μέθοδος του Marx στο Κεφάλαιο είναι η λογική ή
η ιστορική. Ο Engels εμπλέκεται ανοιχτά σε αυτή τη συζήτηση. Καταρχάς, και
αφού επαινεί τους Sombart και Schmidt για την ουσιαστική κατανόηση της
θεωρίας του Marx, σημειώνει στο «Συμπλήρωμα»:
«Και ο Ζόμπαρτ και ο Σμιτ -τον διάσημο Λόρια τον αναφέρω μόνο σαν
φαιδρό εκπρόσωπο της αγοραίας οικονομολογίας- δεν παίρνουν αρκετά υπόψη
ότι εδώ δεν πρόκειται μόνο για ένα καθαρά λογικό προτσές, αλλά για ένα ιστορικό
προτσές και για το διασαφηνιστικό αντικαθρέφτισμα του στη σκέψη, για τη
λογική παρακολούθηση των εσωτερικών του συναρτήσεων.» (Μαρξ, 1978:
1099).
Παράλληλα παραθέτει αποσπάσματα του ίδιου του Marx από τον τρίτο
τόμο του Κεφαλαίου που συνηγορούν στο ότι ο Marx
13
ήταν αυτής της άποψης.
13
Το πιο χαρακτηριστικό ίσως σχετικό απόσπασμα του Marx είναι το εξής: «Η
ανταλλαγή εμπορευμάτων στις αξίες τους, ή περίπου στις αξίες τους, απαιτεί λοιπόν μία
πολύ πιο χαμηλή βαθμίδα ανάπτυξης από ό,τι η ανταλλαγή σε τιμές παραγωγής, για την
οποία χρειάζεται ένα καθορισμένο ύψος κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης (...) Και αν ακόμα
δεν παρθεί υπόψη, ότι ο νόμος της αξίας εξουσιάζει τις τιμές και την κίνηση των τιμών,
είναι λοιπόν πέρα για πέρα σωστό να θεωρούνται οι αξίες των εμπορευμάτων, όχι μόνο
θεωρητικά αλλά και ιστορικά σαν το prius των τιμών παραγωγής. Αυτό ισχύει για τις
καταστάσεις εκείνες στις οποίες τα μέσα παραγωγής ανήκουν στον εργάτη, κι αυτή η
κατάσταση υπάρχει και στον αρχαίο, και στο σύγχρονο κόσμο, στον αγρότη που ζει από
τη δουλειά του και είναι κάτοχος της γης του και στον βιοτέχνη. Αυτό είναι σύμφωνο με
την άποψη που εκφράσαμε προηγούμενα, ότι η εξέλιξη των προϊόντων σε εμπορεύματα
προέρχεται από την ανταλλαγή ανάμεσα σε διάφορες κοινότητες και όχι ανάμεσα στα
μέλη μίας και της αυτής κοινότητας. Αυτά ισχύουν τόσο για την πρωτόγονη αυτή
κατάσταση, όσο και για τις μετέπειτα κοινωνικές καταστάσεις που βασίζονται στη
δουλεία και στην δουλοπαροικία καθώς και για τη συντεχνιακή οργάνωση της
- 29 -
Σε αντιστοιχία με τις θέσεις του Marx, ο Engels προχωράει σε μία ιστορική
ανάλυση που συμπυκνώνεται στο συμπέρασμα ότι η ανταλλαγή των
εμπορευμάτων στη βάση της αξίας τους λαμβάνει χώρα από τότε που
εμφανίζεται η απλή εμπορευματική παραγωγή μέχρι την εμφάνιση της
κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, δηλαδή «κατά τη διάρκεια μίας περιόδου πέντε
ως εφτά χιλιετηρίδων» (Μαρξ, 1978: 1105)
14
, ενώ με την ανάπτυξη της
κεφαλαιοκρατικής παραγωγής τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται μεταξύ τους
στη βάση των τιμών παραγωγής
15
.
Ιδιαίτερα σχετικά με την άποψη του Schmidt για την αξία ως επινόημα
(Fiktion), o Engels γράφει στην επιστολή του προς αυτόν στις 12 Μάρτη 1895:
«Επειδή μία έννοια, σύμφωνα με την ίδια τη βασική φύση του όρου, δεν
ταυτίζεται αυτόματα και prima facie (με την πρώτη ματιά) με την
πραγματικότητα από την οποία έπρεπε πρώτα να συνοψιστεί, γι’ αυτό η έννοια
είναι πάντα κάτι περισσότερο από ένα επινόημα, εκτός αν θεωρείτε όλα τα
προϊόντα της σκέψης επινοήματα επειδή η πραγματικότητα αντιστοιχεί σ’ αυτά
μόνο μ’ έναν πολύ πλάγιο τρόπο, και ακόμα και τότε μόνο ως ασυμπτωματική
προσέγγιση (…) θα παρερμηνεύαμε χονδροειδώς τη φύση του ποσοστού κέρδους
και γενικά των οικονομικών νόμων, οι οποίοι δεν γνωρίζουν καμία άλλη
πραγματικότητα παρά μόνο ως προσέγγιση, ως τάση, ως μέσο όρο, αλλά όχι ως
άμεση πραγματικότητα» (Μαρξ και Ένγκελς, 2020: 495-6).
Όσον αφορά το ποσοστό κέρδους, ο Engels (Μαρξ, 1978: 1092-1115)
παρουσιάζει την ιστορική πορεία από το πολύ ψηλό ποσοστό κέρδους των
πρώτων -βενετσιάνικων, γενοβέζικων κλπ- εμπορικών συνεταιρισμών του 14ου
και 15ου αιώνα και τη σταδιακή εξίσωση του στο πλαίσιο του κάθε «έθνους» στην
εξίσωση των ποσοστών του κέρδους των εμπόρων «ανάμεσα στα διάφορα
έθνη»· από εκεί στο πέρασμα, αρχικά των εμπόρων ως εργολάβων (Verleger),
στην παραγωγική δραστηριότητα και στη συνέχεια τη δημιουργία των
μανιφακτούρων και τη σταδιακή εξίσωση των ποσοστών κέρδους τους· επόμενο
χειροτεχνίας, όσον καιρό τα μέσα παραγωγής που έχουν καθοριστεί για τον κάθε κλάδο,
μόνο με δυσκολία μπορούν να μεταβιβάζονται από τη μία σφαίρα στην άλλη, και γι’ αυτό
οι διάφορες σφαίρες παραγωγής σχετίζονται μεταξύ τους μέσα σε ορισμένα όρια, όπως
σχετίζονται μεταξύ τους ξένες χώρες ή κομμουνιστικές κοινότητες» (Μαρξ, 1978: 223-
224).
14
Τόσο σε αυτό όσο και σε όλα τα άλλα αποσπάσματα που παρατίθενται έχει διατηρηθεί
αυτούσιο το λεξιλόγιο και η ορθογραφία.
15
Ο ίδιος ο Marx αναφέρει σχετικά ότι «(...) είναι στην αρχή πολύ διαφορετικά τα
ποσοστά κέρδους, που επικρατούν σε διαφορετικούς κλάδους παραγωγής. Αυτά τα
διαφορετικά ποσοστά κέρδους εξισώνονται με το συναγωνισμό σε ένα γενικό ποσοστό
κέρδους (...)» (Marx, 1978: 199) καθώς και ότι η εξίσωση των κερδών στο γενικό
ποσοστό κέρδους «είναι ένα αποτέλεσμα και δεν μπορεί να είναι ένα σημείο αφετηρίας»
(Marx, 1978: 220).
- 30 -
βήμα, η μεγάλη βιομηχανία και τα αρχικά διαφορετικά ποσοστά κέρδους τα οποία
στην πορεία τείνουν προς εξίσωση όχι μόνο στο πλαίσιο της βιομηχανίας αλλά και
ανάμεσα σε εμπόριο και βιομηχανία σχηματίζοντας ένα γενικό ποσοστό κέρδους
και μέσω αυτού τη μετατροπή των αξιών σε τιμές παραγωγής.
Όσον αφορά το ερώτημα «ιστορική ή λογική μέθοδος» του Κεφαλαίου, ο
Engels απαντάει δια της αναίρεσης του ίδιου του τρόπου με τον οποίο τέθηκε το
ερώτημα, θεωρώντας εντελώς λανθασμένη και μη διαλεκτική την αντιπαράθεση
της ιστορικής και της λογικής μεθόδου:
«Η κριτική της πολιτικής οικονομίας, ακόμα και σύμφωνα με την
καινούργια μέθοδο, μπορούσε να γίνει με δύο διαφορετικούς τρόπους: Ιστορικά
ή λογικά (...) Η ιστορία προχωράει συχνά με άλματα και με ζικ-ζακ και, αν θα
έπρεπε να την παρακολουθεί κανείς παντού, θα ήταν υποχρεωμένος να
συμπεριλάβει όχι μόνο πολύ υλικό δευτερεύουσας σημασίας, αλλά έπρεπε να
διακόπτει συχνά την πορεία της σκέψης του (...) Έτσι, ο μόνος τρόπος
προσέγγισης του ζητήματος που έχει τη θέση του εδώ είναι ο λογικός. Αυτός όμως
στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο ιστορικός τρόπος
απαλλαγμένος από την ιστορική μορφή και από τις ενοχλητικές συμπτώσεις. Με
ό,τι αρχίζει αυτή η ιστορία, μ’ αυτό πρέπει ν’ αρχίσει και η πορεία της σκέψης και
η παραπέρα συνέχιση της δε θα είναι τίποτε άλλο, από το καθρέφτισμα της
ιστορικής πορείας σε αφηρημένη και θεωρητικά συνεπή μορφή. Ένα διορθωμένο
καθρέφτισμα, διορθωμένο όμως σύμφωνα με τους νόμους που μας προσφέρει η
ίδια η πραγματική ιστορική πορεία, όπου το καθένα μπορεί να εξεταστεί στο
σημείο ανάπτυξης της πλήρους ωριμότητας του, της κλασικής του μορφής».
(Μαρξ, 2010: 370-1)
16
.
16
Αυτό το απόσπασμα περιλαμβάνεται σε μία βιβλιοκρισία του Engels για την Κριτικής
της Πολιτικής Οικονομίας την οποία παρήγγειλε επίμονα με δύο απανωτές επιστολές του
ο ίδιος ο Marx από τον Engels (Μαρξ και Ένγκελς, 2019: 153 και 154) με τον Engels να
του τη στέλνει στη συνέχεια για έλεγχο (Μαρξ και Ένγκελς, 2019: 155) χωρίς να φαίνεται
από κάποια πηγή στη συνέχεια ότι ο Marx προχώρησε στην οποιαδήποτε διόρθωση.
- 31 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
«ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ»:
ΟΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΤΩΝ BÖHM-BAWERK ΚΑΙ BORTKIEWICZ
2.1. Εισαγωγή
Σε αυτό το κεφάλαιο, θα σταθούμε σε δύο συγγραφείς που σημάδεψαν τη
μαρξιστική θεωρητική αντιπαράθεση γύρω από πλευρές της θεωρίας της αξίας
μετά το θάνατο του Engels (παρόλο που κάποιες παρεμβάσεις τους έγιναν πριν
το θάνατο του) χωρίς καν να ανήκουν στο μαρξιστικό «στρατόπεδο». Δεδομένου,
μάλιστα, ότι ο ένας από αυτούς ήταν παθιασμένος πολέμιος του μαρξισμού και ο
άλλος δηλωμένος θεωρητικός αντίπαλος του, η τεράστια διεισδυτικότητα
πλευρών της κριτικής τους στο Κεφάλαιο μέσα στις γραμμές του μαρξισμού
αποτελεί στην ουσία επιτυχές πέρασμα «πίσω από τις γραμμές του εχθρού» που
τους δίνει τη δυνατότητα ενός αποτελεσματικού θεωρητικού «σαμποτάζ» στα
«μετόπισθεν» του. Οι παρεμβάσεις στις οποίες αναφερόμαστε είναι αυτή του
εκπροσώπου της αυστριακής οικονομικής σχολής, Eugen Böhm-Bawerk, και του
Ρώσου οικονομολόγου Ladislaus von Bortkiewicz, ο οποίος έζησε τη μισή ζωή του
στη Γερμανία, όπου και έκανε ολόκληρο το επιστημονικό του έργο
17
.
2.2. Ο Böhm-Bawerk και οι κατηγορίες για αντίφαση ανάμεσα στον
πρώτο και τρίτο τόμο του Κεφαλαίου
Ο Böhm-Bawerk ξεκίνησε την επίθεση του στο οικονομικό έργο του Marx
ήδη από τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Στο έργο του Capital and Interest (1890:
381) γράφει για τη θεωρία της αξίας του Marx: «λίγες φορές έχω διαβάσει κάτι
που να τη φτάνει σε κακή αιτιολόγηση και επιπολαιότητα στην άντληση
συμπερασμάτων».
Η κριτική του συνίσταται, στην ουσία, στον ισχυρισμό ότι στον καθορισμό
της αξίας ενός εμπορεύματος δεν παίζει ρόλο μόνο η εργασία που χρειάστηκε για
την παραγωγή του αλλά και παράγοντες όπως η σπανιότητα του, η ιδιαιτερότητα
της αξίας χρήσης του, η σχέση προσφοράς και ζήτησης, το αν αποτελούν προϊόντα
της φύσης ή του ανθρώπου. Έτσι, η εργασιακή θεωρία της αξίας δεν ισχύει ως
καθοριστική των τιμών για τα σπάνια εμπορεύματα, για τα εμπορεύματα που
17
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Bortkiewicz ξεκίνησε ως μαθητής του Lexis, στον οποίο
ήδη έχουμε αναφερθεί.
- 32 -
παράγονται από ειδικευμένη –και όχι από την κοινή- εργασία (αρνούμενος τον
τρόπο με τον οποίο ο Marx αναφέρεται στην αναγωγή της σύνθετης εργασίας σε
απλή), για τα προϊόντα που παράγονται με εργασία με εξαιρετικά χαμηλό μισθό
σε σχέση με το μισθό μιας κοινής εργασίας. Ακόμα και στα λίγα εμπορεύματα,
όμως, που φαίνεται να παραμένουν υπό την κυριαρχία του νόμου της αξίας
(δηλαδή για τα εμπορεύματα που δεν έχουν περιορισμούς στην παραγωγή τους
και απαιτούν μόνο απλή εργασία για την παραγωγή τους), «ο νόμος της
εργασιακής αξίας δεν κυριαρχεί απόλυτα» αφού η σχέση προσφοράς και ζήτησης
μπορεί να ανεβάσει την ανταλλακτική αξία πάνω ή κάτω από το επίπεδο που
αντιστοιχεί στην εργασία για την παραγωγή τους και αφού με ίδιες εισροές
εργασίας η ανταλλακτική αξία είναι μεγαλύτερη εκεί όπου απαιτείται «η
μεγαλύτερη προκαταβολή ‘περασμένης’ εργασίας» (Böhm-Bawerk 1890: 382-
387).
Στο ίδιο βιβλίο, ο Böhm-Bawerk ισχυρίζεται ότι πέρα από την εργασιακή
θεωρία της αξίας, η εμπειρία αποδεικνύει ότι είναι λάθος και η θεωρία της
υπεραξίας του Marx, η θέση δηλαδή ότι η υπεραξία παράγεται μόνο από το
μεταβλητό κεφάλαιο. Η εμπειρία δείχνει ότι «η ποσότητα της υπεραξίας που
αντλείται βρίσκεται παντού σε άμεση συνάρτηση με την ποσότητα του συνολικού
κεφαλαίου -μεταβλητού και σταθερού- που έχει ξοδευτεί» (Böhm-Bawerk 1890:
390). Φυσικά -σε αντίθεση με την άρνηση της θεωρίας της αξίας, της οποίας η
ανάλυση δείχνει άγνοια του περιεχομένου του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου- ο
Böhm-Bawerk μπορεί εν μέρει να δικαιολογηθεί εδώ αφού το ζήτημα που θέτει
αποτελεί πράγματι μία θεωρητική πρόκληση η οποία απλώς τίθεται άρρητα,
χωρίς όμως να απαντιέται, σε αυτό τον πρώτο τόμο. Έτσι κι αλλιώς, η σχέση
ανάμεσα στην εργασιακή θεωρία της αξίας από τη μία και την εμπειρικά
διαπιστωμένη τάση εξίσωσης των ποσοστών κέρδους από την άλλη βρίσκεται
στο επίκεντρο της θεωρητικής συζήτησης από την εποχή που διατυπώθηκε από
τον Ricardo. Αυτό όμως που δεν δικαιολογείται είναι η κακόβουλη στάση που
δείχνει απέναντι στον Marx όταν δηλώνει ότι είδε αυτή την αντίφαση και
υποσχέθηκε να τη λύσει αργότερα αλλά «η υπόσχεση δεν τηρήθηκε ποτέ και
πράγματι δεν θα μπορούσε να τηρηθεί» (Böhm- Bawerk 1890: 390). Ανεξαρτήτως
του βαθμού ικανοποίησης του από τον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, η δημοσίευση
του λίγα χρόνια αργότερα από τον Engels και φυσικά η αποδεδειγμένη ύπαρξη
των ίδιων των μαρξικών χειρόγραφων στη βάση των οποίων έγινε η έκδοση, δεν
μπορούν παρά να θεωρηθούν μία πραγματοποίηση αυτής της υπόσχεσης του
Marx και μία έμπρακτη απόρριψη των κακόβουλων σχολίων του Böhm- Bawerk.
Ωστόσο, ο Böhm-Bawerk επανήλθε στο ζήτημα της αντίφασης ανάμεσα
στη θεωρία της αξίας και της υπεραξίας, από τη μία, και το γεγονός ότι το κέρδος
είναι ανάλογο του μεγέθους του συνολικού (και όχι του μεταβλητού) κεφαλαίου,
- 33 -
από την άλλη, με ένα άρθρο του το 1896. Αυτό το άρθρο θεωρείται, μάλιστα, ως
ο θεμέλιος λίθος της διατύπωσης του ‘‘προβλήματος του μετασχηματισμού’’ στο
έργο του Marx παρόλο που η πλήρης διατύπωση του ως ‘‘πρόβλημα’’ γίνεται λίγο
αργότερα από τον Bortkiewicz. Σε αντίθεση όμως με τον Bortkiewicz, ο οποίος,
όπως θα δούμε, επικέντρωνε το ενδιαφέρον τους στις «αντιφάσεις» και τα «κενά»
της λύσης του Marx σε αυτό το ζήτημα, ο Böhm-Bawerk δεν είδε καμία αντίφαση
στην ανάλυση του Marx για το σχηματισμό του γενικού ποσοστού κέρδους. Ίσα
ίσα σημείωνε ότι «Κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι απολύτως αληθές ότι η
συνολική τιμή που πληρώνεται για το συνολικό εθνικό προϊόν συμπίπτει
επακριβώς με τη συνολική ποσότητα της αξίας ή της εργασίας που είναι
ενσωματωμένη σε αυτό» (Böhm-Bawerk, 1949: 36). Αντίθετα, ο Böhm- Bawerk
εντόπισε την αντίφαση συνολικά ανάμεσα στον πρώτο και τον τρίτο τόμο του
Κεφαλαίου. Έτσι, μετά την παρουσίαση της σχετικής ανάλυσης του Marx στον
τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, αναφέρει: «δεν βλέπω εδώ καμία εξήγηση ή
συμφιλίωση μίας αντίφασης, αλλά την ίδια τη γυμνή αντίφαση. Ο τρίτος τόμος
του Μαρξ αντιφάσκει με τον πρώτο. Η θεωρία του μέσου ποσοστού κέρδους και
των τιμών παραγωγής είναι ασύμβατη με τη θεωρία της αξίας». Ακριβώς μετά,
παρουσιάζει επιδοκιμαστικά τους χαρακτηρισμούς του Loria -τον οποίο ο Engels
χαρακτηρίζει ως «φαιδρό εκπρόσωπο της αγοραίας οικονομολογίας» (Marx,
1978: 1099)- γι’ αυτή τη λύση, σύμφωνα με τους οποίους ο Marx «αντί για λύση
προσέφερε μία μυστικοποίηση». Στη βάση των παραπάνω, συμπεραίνει ότι ο
τρίτος τόμος του Κεφαλαίου χαρακτηρίζεται ως «πλήρης θεωρητική χρεωκοπία»,
«επιστημονική αυτοκτονία» και άλλα παρόμοια (Böhm-Bawerk, 1949: 30) την
ίδια στιγμή που ο ίδιος προτάσσει μία υποκειμενική θεωρία της αξίας.
Ο Böhm-Bawerk ισχυρίζεται ότι με δεδομένη την αντίφαση ανάμεσα στις
αξίες και τις τιμές παραγωγής, ο Marx καταφεύγει σε τέσσερα βασικά
επιχειρήματα υπεράσπισης του γεγονότος ότι σε τελευταία ανάλυση ο νόμος της
αξίας καθορίζει την κίνηση των τιμών, τα οποία φυσικά και απορρίπτει (Böhm-
Bawerk, 1949: 32-63). Το πρώτο επιχείρημα -σύμφωνα με το οποίο παρά τις
διακυμάνσεις στα ατομικά εμπορεύματα, το σύνολο των αξιών σε μία οικονομία
ισούται με το σύνολο των τιμών- το απορρίπτει σημειώνοντας ότι ο σκοπός του
νόμου της αξίας είναι να ερμηνεύσει τις σχετικές τιμές των ξεχωριστών
εμπορευμάτων, κάτι στο οποίο καθόλου δεν βοηθάει η ισότητα συνολικών αξιών
και συνολικών τιμών. Στην ουσία, εδώ ο Böhm Bawerk δείχνει ότι ο λόγος για τον
οποίο θεώρησε ότι παραμένει η αντίφαση ανάμεσα στο νόμο της αξίας και τις
πραγματικές τιμές είναι ότι εστίασε λαθεμένα στην απόκλιση των αξιών από τις
τιμές θεωρώντας ότι μόνο αυτό μετράει αφού το «απόλυτα σωστό», με τα δικά
του λόγια, γεγονός της ισότητας ανάμεσα στις συνολικές τιμές και τη συνολική
- 34 -
αξία δεν λέει τίποτα για τις σχέσεις με τις οποίες ανταλλάσσονται τα
εμπορεύματα.
Ωστόσο, ο Marx δεν περιορίζεται στην αναγνώριση της ισότητας
συνολικών αξιών και τιμών αλλά μέσω του σχηματισμού του γενικού ποσοστού
κέρδους προσδιορίζει και τον τρόπο καθορισμού των τιμών παραγωγής, γύρω
από τις οποίες κυμαίνονται οι τιμές αγοράς. Επίσης, από τον πρώτο κιόλας τόμο,
άλλωστε, ο Marx (2002: 179, υποσ. 37) ξεκαθάριζε ότι:
«Πώς μπορεί να δημιουργηθεί κεφάλαιο όταν οι τιμές ρυθμίζονται από τη
μέση τιμή, δηλ. σε τελευταία ανάλυση από την αξία του εμπορεύματος; Λέω ‘‘σε
τελευταία ανάλυση’’ γιατί οι μέσες τιμές δεν συμπέφτουν άμεσα με τα αξιακά
μεγέθη των εμπορευμάτων, όπως νομίζουν οι Α. Σμιθ, Ρικάρντο κλπ»
18
.
Το δεύτερο επιχείρημα -σύμφωνα με το οποίο ο νόμος της αξίας ρυθμίζει
την κίνηση των τιμών σε αναλογία με την εργασία που απαιτείται για την
παραγωγή τους- το απορρίπτει ως λογικό λάθος ή μάλλον ως ταυτολογία αφού
αν υποθέσεις όλους τους άλλους παράγοντες σταθερούς και αν μεταβληθεί μόνο
η ποσότητα εργασίας, τότε αυτονόητα αυτός ο παράγοντας μόνο θα βρίσκεται
πίσω από την κίνηση των τιμών.
Το τρίτο επιχείρημα -σύμφωνα με το οποίο ο νόμος της αξίας ρυθμίζει
άμεσα τις σχέσεις ανταλλαγής των εμπορευμάτων σε κάποια πρώιμα στάδια της
ανθρωπότητας- o Böhm-Bawerk το αντικρούει με το επιχείρημα ότι ο Marx λέει
σε ποιες αναλογίες θα λάμβαναν χώρα οι ανταλλαγές στην πρωτόγονη κοινωνία
αν ίσχυε ο μαρξικός νόμος της αξίας αλλά δεν αποδεικνύει σε καμία περίπτωση
γιατί θα έπρεπε να ισχύει αυτός ο νόμος. Επίσης, ισχυρίζεται ότι στην
πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να ισχύει αφού οι διαφορές ανάμεσα στο
χρόνο που οι παραγωγοί των διάφορων κλάδων πρέπει να περιμένουν για να
εισπράξουν την αμοιβή για την εργασία τους (δηλαδή οι διακλαδικές διαφορές
στη χρονική διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας) δεν μπορούν παρά να
παίζουν ρόλο στις τιμές, στον ανταγωνισμό και τις μετακινήσεις ανάμεσα στους
διάφορους κλάδους παραγωγής.
Το τέταρτο επιχείρημα -σύμφωνα με το οποίο ο νόμος της αξίας καθορίζει
μέσω του σχηματισμού του γενικού μέσου ποσοστού κέρδους από τη συνολική
υπεραξία τις τιμές παραγωγής- απορρίπτεται (αφότου ο Böhm-Bawerk έχει
διαπράξει το λάθος να αναγάγει à la Smith όλο το σταθερό κεφάλαιο σε μισθούς)
με το επιχείρημα ότι οι μεταβολές των μισθών με σταθερή την ενσωματωμένη
εργασία προκαλούν μεταβολές των τιμών ισορροπίας.
18
Σε άλλο σημείο του ίδιου τόμου σημειώνει στο ίδιο πνεύμα: «Οι υπολογισμοί που
αναφέρθηκαν χρησιμεύουν μόνο για να δώσουν μία εικόνα. Υποθέτουμε δηλ. ότι οι
τιμές=με τις αξίες. Στο Βιβλίο ΙΙΙ θα δούμε ότι αυτή η εξίσωση δεν γίνεται μ’ αυτό τον
απλό τρόπο, ακόμα και για τις μέσες τιμές» (Μαρξ, 2002: 232, υποσ. 31α).
- 35 -
Τέλος, o Böhm-Bawerk ισχυρίζεται ότι ο τρόπος με τον οποίο αναφέρεται
ο Marx στην αναγωγή της σύνθετης εργασίας σε απλή αποτελεί ένα εντελώς
κυκλικό επιχείρημα αφού προσπαθεί να εξηγήσει την αγοραία ανταλλακτική
σχέση ανάμεσα σε ένα προϊόν απλής και σε ένα προϊόν σύνθετης εργασίας μέσω
της προσφυγής στην ίδια την αγορά (Böhm-Bawerk, 1949: 83)
Πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση των απόψεων του Bortkiewicz,
αξίζει να αναφερθούμε στην πιο γνωστή απάντηση στον Böhm-Bawerk εκείνη
την εποχή, η οποία προήλθε το 1904 από τον συμπατριώτη του, και στέλεχος του
Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD), Rudolf Hilferding. Ο Hilferding
χαρακτηρίζει τον Böhm-Bawerk ως εκπρόσωπο της «αστικής οικονομικής
επιστήμης» και «ηγέτη της ψυχολογικής σχολής» (Hilferding, 1949: 125).
Όσον αφορά το ζήτημα της αξίας χρήσης ως έναν από τους παράγοντες
που επηρεάζουν την αξία, ο Hilferding απαντά ότι η αξία χρήσης εκφράζει την
υποκειμενική σχέση του ανθρώπου με ένα πράγμα και γι’ αυτό δεν μπορεί να
αξιοποιηθεί για τον καθορισμό της αξίας, η οποία εκφράζει μία αντικειμενική
κοινωνική σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους, εν προκειμένω στους
εμπορευματοπαραγωγούς
19
. Όσον αφορά τη σπανιότητα του εμπορεύματος ως
καθοριστική της αξίας, αντιτάσσει ότι αυτή αποτελεί αντικειμενικά, δηλαδή από
την οπτική της κοινωνίας, έναν παράγοντα του κόστους εργασίας (και
εκφράζεται ποσοτικά σε αυτό) και όχι ζήτημα υποκειμενικής εκτίμησης. Όσον
αφορά το παράδειγμα του Böhm-Bawerk για τη γη η οποία έχει αξία παρόλο που
δεν είναι προϊόν εργασίας, ο Hilferding σημειώνει ότι -ακριβώς επειδή ο Böhm-
Bawerk «μπερδεύει συνεχώς το φυσικό με το κοινωνικό»- αποδίδει αξία στη γη
ως τέτοια, ως φυσική κατάσταση, αδυνατώντας να δει ότι οι έννοιες «αξία της
γης» ή «τιμή της γης» αποτελούν παράλογες έννοιες που αποκρύβουν την
πραγματική κοινωνική σχέση η οποία αποκαλύπτεται κατά την παραγωγή που
ενσωματώνει τη γη ως υλική προϋπόθεση της (Hilferding, 1949: 132-135).
Όσον αφορά το επιχείρημα του Böhm-Bawerk ότι στην αναγωγή της
σύνθετης εργασίας σε απλή μέσω της αγοράς καταρρέει ο νόμος της αξίας, ο
Hilferding σημειώνει -αφότου αναγνωρίσει ότι υπάρχει πράγματι ένα κενό στην
εξήγηση του Marx το οποίο είδαν ήδη και οι Bernstein, Schmidt και Kautsky- ότι
ακόμα και με αυτό το κενό η θεωρία της αξίας δεν χάνει την ισχύ της αφού σκοπός
της θεωρίας της αξίας είναι η ερμηνεία της κίνησης των τιμών (π.χ. ότι πέφτει στο
μισό η αξία όταν διπλασιάζεται η παραγωγικότητα της εργασίας) και όχι το
απόλυτο μέγεθος τους. Παράλληλα, σημειώνει ότι αυτό το κενό καλύπτεται αν
19
Παράλληλα σημειώνει ότι «είναι, λοιπόν, επειδή η εργασία αποτελεί τον
κοινωνικό δεσμό που συνενώνει μία ατομικοποιημένη κοινωνία και όχι επειδή η εργασία
αποτελεί τον περισσότερο σχετικό τεχνικά παράγοντα που η εργασία αποτελεί την αρχή
της αξίας» (Hilferding, 1949: 133-4).
- 36 -
συμπληρωθεί ότι, από την άποψη της κοινωνίας, στην εργασία του ειδικευμένου
εργάτη συμπυκνώνονται οι εργασίες πολλών λιγότερο ή καθόλου ειδικευμένων
εργατών και έτσι όταν δρα η ειδικευμένη εργασία δρουν ουσιαστικά όλες αυτές
οι εργασίες παράγοντας αξία αντίστοιχη με αυτήν που θα παρήγαγαν αν δρούσαν
κατά μόνας, παράγουν δηλαδή συνολικά πολλαπλάσια αξία από αυτήν που θα
παρήγαγε μία ατομική ανειδίκευτη εργασία. Έτσι η αξία που παράγει η
ειδικευμένη εργασία είναι θεωρητικά μετρήσιμη αλλά όχι και πρακτικά, όπως
υπονοεί ο Böhm-Bawerk (Hilferding, 1949: 144-146).
O Hilferding αντικρούει και το επιχείρημα του Böhm-Bawerk περί ύπαρξης
αντίθεσης ανάμεσα στον πρώτο και τον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου. Στον πρώτο
τόμο, ο Marx αναφέρει ότι τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται στις αξίες τους σε
εκείνη την ιστορική περίοδο όπου αυτά ανταλλάσσονταν ως προϊόντα της
εργασίας εμπορευματοπαραγωγών ενώ η ανταλλαγή των εμπορευμάτων στις
τιμές παραγωγής τους αντιστοιχεί στην εποχή που αυτά ανταλλάσσονται ως
προϊόντα του κεφαλαίου
20
. Ακριβώς επειδή ο Böhm-Bawerk συγχέει την αξία με
την τιμή, του φαίνεται αδιανόητη μία μόνιμη απόκλιση ατομικών αξιών και τιμών
σαν αυτή που παρατηρείται κατά τη διαμόρφωση των τιμών παραγωγής και
αδυνατεί να δει ότι ο μετασχηματισμός των αξιών σε τιμές παραγωγής γίνεται
ακριβώς πάνω στη βάση του νόμου της αξίας. Όσον αφορά το επιχείρημα του
Böhm-Bawerk ότι ποτέ τα εμπορεύματα δεν ανταλλάσσονταν στις αξίες τους
γιατί έτσι θα δημιουργούνταν διαφορετικά ποσοστά κέρδους, ο Hilferding
σημειώνει ότι ακριβώς επειδή μιλάμε για προ-καπιταλιστικές συνθήκες δεν
υπήρχε η δυνατότητα διακλαδικών μετακινήσεων και κατ’ επέκταση τα
διαφορετικά ποσοστά κέρδους ήταν απολύτως λογικά. Επίσης, οι σημαντικές
διαφορές στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου που υποθέτει ο Böhm-Bawerk
στα παραδείγματα του μάλλον αναδεικνύουν ότι μπερδεύει την
προκαπιταλιστική και την καπιταλιστική εποχή αφού στην πρώτη η «νεκρή»
εργασία παίζει σχετικά ασήμαντο ρόλο συγκριτικά με τη «ζωντανή» (Hilferding,
1949: 166-169).
Όσον αφορά τη συζήτηση για τον ιστορικό ή μη χαρακτήρα της πορείας
από τις αξίες στις τιμές παραγωγής, ο Hilferding απορρίπτει την άρνηση του
ιστορικού χαρακτήρα την οποία επικαλούνται τόσο ο Böhm-Bawerk όσο και ο
Sombart στη βάση του επιχειρήματος ότι –σε αντίθεση με την άρρητη πρόβλεψη
της μαρξικής θεωρίας- οι απαρχές του καπιταλιστικού κέρδους δεν ήταν στην
πραγματικότητα στους κλάδους με χαμηλή οργανική σύνθεση κεφαλαίου (και
κατ’ επέκταση ψηλότερο αναμενόμενο ποσοστό κέρδους) αλλά σε κλάδους με
20
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι ο Hilferding αποδέχεται την άποψη του Engels περί
ιστορικού -πέρα από λογικού- χαρακτήρα της παρουσίασης του Marx στο Κεφάλαιο.
- 37 -
ψηλή οργανική σύνθεση όπως οι εξορύξεις. Ο Hilferding ισχυρίζεται ότι αρχικά ο
έμπορος -και όχι κάποιος καθαυτό βιομήχανος- τοποθετούσε στη μεταποίηση ένα
μέρος των κερδών του διασφαλίζοντας έτσι την έγκαιρη και επαρκή ποσότητα
εμπορευμάτων. Αυτή η τοποθέτηση γινόταν ακόμα κι αν το μέρος του κεφαλαίου
του που επενδύονταν στη μεταποίηση ήταν σχετικά μικρό αφού αυτό που
μετρούσε ήταν το συνολικό του κέρδος. Στη συνέχεια, το κέρδος στη βιομηχανία
αυξήθηκε με την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών που είχε ως συνέπεια την
παραγωγή φτηνών προϊόντων, πολύ πιο ανταγωνιστικών από τα αντίστοιχα
προϊόντα της χειροτεχνίας και κατ’ επέκταση την ιδιοποίηση πρόσθετου κέρδους.
Παράλληλα, οι τεχνολογικές καινοτομίες προστατεύονταν από μια σειρά ειδικά
μονοπώλια μειώνοντας τη σημασία των διαφορών στην οργανική σύνθεση του
κεφαλαίου. Η εξίσωση των ποσοστών κέρδους άρχισε να λαμβάνει χώρα μόνο
όταν άρθηκαν οι μονοπωλιακοί φραγμοί και έγινε ελεύθερη η διακλαδική
μετακίνηση κεφαλαίων. Όσον αφορά τα ψηλότερα ποσοστά κέρδους στους
κλάδους με ψηλότερη οργανική σύνθεση κεφαλαίου, αυτό οφείλεται στο γεγονός
ότι μια σειρά κλάδοι με ψηλή οργανική σύνθεση κεφαλαίου προστατεύονταν με
νομικούς περιορισμούς, δημιουργώντας μονοπώλια, π.χ. στην εξόρυξη, κάτι που
τους έδινε τη δυνατότητα να πουλούν πάνω από την αξία τους. Από τη στιγμή,
όμως, που διαμορφώνεται το γενικό-μέσο ποσοστό κέρδους, αυτό το κέρδος
θεωρείται αφετηριακός υπολογισμός του κάθε καπιταλιστή όσον αφορά την
επένδυση κεφαλαίου και σε νέους κλάδους (Hilferding, 1949:170-172).
2.3. Ο Bortkiewicz και το ‘‘πρόβλημα του μετασχηματισμού’’
στον τρίτο τόμο
Το όνομα του Bortkiewicz είναι ταυτισμένο στη μαρξιστική βιβλιογραφία
με τη συζήτηση γύρω από το ‘‘πρόβλημα του μετασχηματισμού των εργασιακών
αξιών σε τιμές παραγωγής’’, παρότι, όπως θα δούμε, η ανάλυση του έχει
σημαντικές προεκτάσεις σε όλα τα ζητήματα της μαρξιστικής πολιτικής
οικονομίας, συμπεριλαμβανομένου του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού
κέρδους.
Βασιζόμενος στην ανάλυση του επίσης Ρώσου Dmitriev (Dmitriev, 1974)
το 1897, o Bortkiewicz (1952, 1984) ήταν ο πρώτος που τοποθέτησε ρητά το
1906-1907 το ζήτημα ως τέτοιο, δηλαδή ως «πρόβλημα» εσωτερικής ασυνέπειας
του τρόπου με τον οποίο ο Marx μετατρέπει τις «εργασιακές αξίες» σε τιμές
παραγωγής. Έχει μεγάλη σημασία να σημειωθεί ότι κανένας εκ των Dmitriev και
Bortkiewicz δεν ήταν μαρξιστής, αντίθετα, έχοντας και οι δύο ρίζες στην κλασική
αστική πολιτική οικονομία, συνεπάρθηκαν από την «οριακή επανάσταση» και τα
νεοκλασικά οικονομικά, κάτι που αποτυπώνεται και στο έργο τους, δουλεύοντας
- 38 -
σε όλη τους τη ζωή με στόχο το συμβιβασμό της κλασικής και της νεοκλασικής
θεωρίας της αξίας υπό την επικυριαρχία της μεθόδου και της θεωρίας των
νεοκλασικών οικονομικών (Howard and King, 1989: 57).
O Sweezy (1949: xxv) αναφέρει ότι ο Schumpeter είχε πει ότι ο Bortkiewicz
«κήρυττε το ‘‘μαρσαλιανό δόγμα’’» σχολιάζοντας ωστόσο παράλληλα ότι «αυτό
πιθανώς αναφέρεται στην ύστερη περίοδο της ζωής του και περισσότερο στη
διδασκαλία του παρά στα γραπτά του». Ωστόσο, οι Freeman and Carchedi (1995:
xx, n. 11) σημειώνουν ότι ο Bortkiewicz ήταν σε όλη του τη ζωή θαυμαστής του
Walras και αλληλογραφούσε μαζί του από την ηλικία των 19 ετών ενώ στην
πρώτη του επιστολή προς αυτόν σε αυτήν ακριβώς την πρώιμη ηλικία (και
συγκεκριμένα στις 9 Νοέμβρη 1887), ο Bortkiewicz γράφει: «Τα γραπτά σας,
κύριε, έχουν ξυπνήσει σε μένα ένα ζωηρό ενδιαφέρον στην εφαρμογή των
μαθηματικών στην πολιτική οικονομία και μου έδειξαν το δρόμο να ταξιδέψω με
τις έρευνες μου στη μεθοδολογία της οικονομικής επιστήμης». Ενδεικτικό για τη
σχέση ανάμεσα στον Marx από τη μία και τους Dmitriev και Bortkiewicz από την
άλλη είναι και το γεγονός ότι ο νεορικαρντιανός Ian Steedman (1977: 28, n. 19)
αναρωτιόταν αν οι τίτλοι «O Marx μετά τον Dmitriev» ή «O Marx μετά τον
Bortkiewicz» ήταν καλοί τίτλοι για το βιβλίο του που τελικά πήρε τον τίτλο «O
Marx μετά τον Sraffa».
Στο δεύτερο σχετικό του άρθρο το 1907 (το πρώτο είχε δημοσιευτεί το
1906), που έφερε τον τίτλο «On the Correction of Marx’s Fundamental Theoretical
Construction in the Third Volume of Capital», ο Bortkiewicz σημειώνει ότι «Είναι
παρόλ’ αυτά ενδιαφέρον να δείξουμε ότι ο Marx έκανε λάθος, και να αναδείξουμε
με ποιο τρόπο το έκανε, χωρίς να αντιστρέψουμε [όμως] το δικό του τρόπο
τοποθέτησης του ζητήματος» (Bortkiewicz, 1949: 199).
Ο Bortkiewicz επιχείρησε να λύσει το «πρόβλημα» εντός του πλαισίου της
ανάλυσης εισροών-εκροών
21
, στο οποίο οι μηχανές, οι πρώτες ύλες και οι μισθοί
αποτελούν τις εισροές ενώ τα παραγμένα προϊόντα με τις τιμές παραγωγής τους
αποτελούν τις εκροές. Είναι λογικό ο Bortkiewicz να θεωρεί ότι οι εισροές θα
έπρεπε να υπολογίζονται και αυτές στις τιμές παραγωγής και όχι στις αξίες τους
(αφού οι τιμές αγοράς κυμαίνονται γύρω από τις τιμές παραγωγής και όχι γύρω
από τις αξίες). Φυσικά, και ο ίδιος ο Marx αναγνωρίζει ότι οι εισροές αγοράζονται
στις τιμές παραγωγής και όχι στις αξίες τους (Μαρξ 1978: 202), αλλά καταλήγει
σε τελείως διαφορετικά συμπεράσματα από αυτά του Bortkiewicz αφού την ίδια
στιγμή αναγνωρίζει ότι η πιθανή απόκλιση αυτών των τιμών παραγωγής από τις
αξίες των μέσων παραγωγής δεν έχει καμία σημασία για τον καπιταλιστή:
21
Σημειώνεται ότι ο «πατέρας» της ανάλυσης εισροών-εκροών, Wassili Leontief,
ήταν μαθητής του Bortkiewicz.
- 39 -
«(…) όσο και να παρεκκλίνει η τιμή κόστους του εμπορεύματος από την
αξία των μέσων παραγωγής, που έχουν καταναλωθεί σε αυτό, για τον
καπιταλιστή δεν έχει καμία σημασία αυτή η παρωχημένη πλάνη
22
. Η τιμή κόστους
ενός εμπορεύματος είναι κάτι το δοσμένο, είναι μία προϋπόθεση, ανεξάρτητη από
την παραγωγή του κεφαλαιοκράτη, ενώ το αποτέλεσμα της παραγωγής του είναι
ένα εμπόρευμα, που περιέχει υπεραξία, ένα περίσσευμα αξίας πάνω από την τιμή
κόστους του» (Μαρξ, 1978: 208)
23
.
Απ’ ότι φαίνεται, ο Bortkiewicz δεν πείστηκε από τη διαβεβαίωση του
Marx ότι «δεν έχει καμία σημασία αυτή η παρωχημένη πλάνη» και επεξεργάστηκε
μία λύση σε αυτό το «πρόβλημα». Η λύση που έδωσε ο Bortkiewicz συνίσταται
στο ότι πήρε τις τιμές παραγωγής και τις έβαλε στην εξίσωση στην πλευρά των
εισροών. Στη συνέχεια, διαπίστωσε ότι από τις 3 ισότητες που προβλέπει η λύση
του Marx, δηλαδή την ισότητα συνολικών τιμών και συνολικών αξιών, την
ισότητα του χρηματικού ποσοστού κέρδους με το αξιακό ποσοστό κέρδους και
την ισότητα συνολικών κερδών και συνολικής υπεραξίας, διατηρείται μόνο η
τελευταία.
Ωστόσο, κατά τη γνώμη μας, αυτό το αδιέξοδο προκύπτει από το γεγονός
ότι ο Bortkiewicz επέλεξε να βάλει τις τιμές των εκροών ως τιμές εισροών της
ίδιας περιόδου, υποθέτοντας άρρητα ότι αυτές οι δύο καθορίζονται ταυτόχρονα
22
Παρά τη μικρή διαφορά στην απόδοση στα ελληνικά, λόγω της σημασίας αυτού
του αποσπάσματος στη σχετική αντιπαράθεση αξίζει να σημειωθεί ότι αντί της φράσης
«δεν έχει καμία σημασία αυτή η παρωχημένη πλάνη», η φράση «δεν έχει καμία σημασία
αυτό το λάθος του παρελθόντος» αποδίδει, μάλλον, καλύτερα τη φράση «ist dieser
vergangne Irrtum gleichgültig» (MEW, 25: 175) του γερμανικού κειμένου.
23
Συνήθως, οι προτάσεις που προηγούνται αυτού του αποσπάσματος
παρατίθενται ως απόδειξη της αναγνώρισης από τον ίδιο τον Marx του ανολοκλήρωτου
της παρουσιαζόμενης μετατροπής των αξιών σε τιμές παραγωγής. Αυτές οι προτάσεις
είναι οι εξής: «Στην αρχή δεχθήκαμε ότι η τιμή κόστους ενός εμπορεύματος είναι ίση με
την αξία των εμπορευμάτων που καταναλώθηκαν στην παραγωγή του (…) [ωστόσο –
Χ.Μ.] επειδή η τιμή παραγωγής μπορεί να αποκλίνει από την αξία του εμπορεύματος,
μπορεί επίσης η τιμή κόστους ενός εμπορεύματος, στο οποίο περιλαβαίνεται αυτή η τιμή
παραγωγής ενός άλλου εμπορεύματος, να βρίσκεται πάνω ή κάτω από το μέρος εκείνο
της συνολικής του αξίας, που σχηματίζεται από την αξία των μέσων παραγωγής που
μπαίνουν σ’ αυτό. Είναι ανάγκη να θυμάται κανείς αυτή την τροποποιημένη σημασία και
γι’ αυτό πρέπει να θυμάται, ότι πάντα είναι δυνατό να γίνει κάποιο λάθος, αν σε μία
ξεχωριστή σφαίρα παραγωγής η τιμή κόστους του εμπορεύματος υπολογίζεται ίση με
την αξία των μέσων παραγωγής που έχουν καταναλωθεί στην παραγωγή του. Για την
τωρινή μας έρευνα δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε διεξοδικά με το σημείο αυτό» (Μαρξ,
1978: 208). Κατά τη γνώμη μας, ο Marx δεν προχωρά εδώ σε αναγνώριση λάθους ή κενού
αλλά στην ανάδειξη του ενδεχομένου της διαφοράς ανάμεσα στην αξία των μέσων
παραγωγής και το άθροισμα της αξίας που προκαταβάλλεται ως κεφάλαιο, η οποία,
ωστόσο, όπως φαίνεται και από το σχετικό απόσπασμα που ακολουθεί αμέσως μετά στο
Κεφάλαιο (και παραθέσαμε στο κείμενο), είναι μία «παρωχημένη πλάνη» που δεν
επηρεάζει την υπεραξία που προκύπτει ως «περίσσευμα αξίας πάνω από την τιμή
κόστους».
- 40 -
και συνεπώς είναι ίσες. Αυτό συνεπάγεται ότι οι τιμές των εισροών που
εισέρχονται σε μία παραγωγική διαδικασία και οι τιμές των εκροών που θα
προέλθουν μετά από κάποιους μήνες ή κάποια χρόνια θα έχουν ακριβώς την ίδια
τιμή ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε ενδιάμεσες μεταβολές στην
παραγωγικότητα της εργασίας. Κατά τη γνώμη μας, οι τιμές παραγωγής της μίας
περιόδου εισέρχονται ως εισροές στην επόμενη περίοδο παραγωγής και όχι σε
αυτήν που μόλις έχει τελειώσει. Στην ουσία, με αυτό τον τρόπο αναιρείται
ολόκληρη η δράση του νόμου της αξίας και ο ίδιος ο καθορισμός της αξίας στη
βάση του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας που απαιτείται για την
παραγωγή ενός προϊόντος στην κάθε δεδομένη χρονική στιγμή.
Αυτός ο ταυτοχρονισμός των Dmitriev και Bortkiewicz συνεπάγεται τον
φυσικαλισμό της προσέγγισης τους, το γεγονός δηλαδή ότι καταλήγουν να
θεωρούν ως καθοριστικούς των τιμών των εμπορευμάτων τους τεχνολογικούς
όρους παραγωγής τους, συμπέρασμα που αντικειμενικά τους συνδέει με το πολύ
πιο ύστερο νεορικαρντιανό ρεύμα. Θεωρώντας ίσες τις τιμές των εισροών και
εκροών και αποκλείοντας από την ανάλυση τις συνέπειες της παραγωγικότητας
στην αξία κατά τη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας, δεν μπορούν παρά να
καταλήγουν στην εξής ανάγνωση του Marx:
«Ακριβώς όπως ο Marx, το μοντέλο του Dmitriev δείχνει ως τελικούς και
αποκλειστικούς παράγοντες της τιμής τις τεχνολογικές συνθήκες παραγωγής
των εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών συνθηκών παραγωγής
του εμπορεύματος εργασία, οι οποίες εκφράζονται σε ένα δεδομένο ύψος
πραγματικού μισθού» (Bortkiewicz, 1952: 22).
Η αποδοχή του φυσικαλισμού οδηγεί τον Bortkiewicz -μέσω της άρνησης
της λογικής προτεραιότητας των αξιών έναντι των τιμών- στον άρρητο
χαρακτηρισμό της μαρξικής θεωρίας ως περιττής (ένας χαρακτηρισμός που θα
επαναληφθεί αργότερα εμφατικά από τους νεορικαρντιανούς οικονομολόγους):
«Γιατί όχι μόνο μπορούν να αναχθούν οι αμοιβαίες σχέσεις τιμών, μισθών
και ποσοστού κέρδους στη σωστή μαθηματική έκφραση τους χωρίς την ανάγκη
να ξεκινάμε με μεγέθη αξίας και υπεραξίας, αλλά αυτά τα τελευταία μεγέθη δεν
εμφανίζονται καν στον υπολογισμό αν κάποιος αξιοποιήσει τους ακριβείς τύπους.
Η post factum νομιμοποίηση της αξίας (με τη μαρξική έννοια) ως μίας βοηθητικής
ποσότητας αποτυγχάνει γιατί οι προς μελέτη ποσοτικές σχέσεις είναι πολύ
περίπλοκες για να διακριθούν από το κάπως τραχύ και βίαιο μέσο του μαρξικού
νόμου της αξίας» (Bortkiewicz 1952: 54).
Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι ότι σε κάποια σημεία ο Bortkiewicz
συνειδητοποιεί ότι με την ταυτοχρονική προσέγγιση του ζητήματος
διαφοροποιείται από τον «διαδοχισμό του μαρξικού συστήματος», απέναντι στον
οποίο αντιπαραβάλλει εγκωμιαστικά τον ταυτοχρονισμό των νεοκλασικών
- 41 -
οικονομικών. Έτσι, μετά την παράθεση των διαφορών ανάμεσα στον Marx και
τον Dmitriev σημειώνει:
«(...) στο καθαυτό μοντέλο για το σχηματισμό των τιμών και των
εισοδημάτων, [ο Marx – X.M.] υποστήριζε, ωστόσο, ακράδαντα την άποψη ότι τα
σχετικά στοιχεία πρέπει να θεωρούνται ως ένα είδος αιτιακής αλυσίδας, στην
οποία κάθε κρίκος καθορίζεται, στη σύνθεση και το μέγεθος του, μόνο από τους
προηγούμενους κρίκους. Ακολουθώντας τα λόγια του Marshall, θα μπορούσαμε
να χαρακτηρίσουμε αυτό το γνώρισμα του μαρξικού συστήματος ως διαδοχισμό.
Τα σύγχρονα οικονομικά αρχίζουν να απελευθερώνονται σταδιακά από αυτή τη
διαδοχιστική προκατάληψη και αυτό οφείλεται κυρίως στη μαθηματική σχολή
της οποίας ηγείται ο Léon Walras. Η μαθηματική, ιδιαίτερα η αλγεβρική μέθοδος
παρουσίασης φαίνεται καθαρά ότι αποτελεί την ικανοποιητική έκφραση αυτής
της ανώτερης οπτικής που είναι αντάξια του ιδιαίτερου χαρακτήρα των
οικονομικών σχέσεων» (Bortkiewicz 1952: 24).
Η παραπάνω αποδοχή του Bortkiewicz και η διαπίστωση του
«απελευθερωτικού» ρόλου της –χαρακτηριζόμενης από τον Marx- χυδαίας
αστικής πολιτικής οικονομίας επί της μαρξικής θεωρίας είναι ενδεικτική των
θεωρητικών αφετηριακών αρχών του. Σε κάθε περίπτωση, η απόρριψη της
«διαδοχιστικής» μεθόδου του Marx είναι έμφυτη σε όλες τις «διορθώσεις» της
μαρξικής θεωρίας που έλκουν την καταγωγή τους από τη «λύση» του Bortkiewicz.
Στον Bortkiewicz (1984) έχει, κατά τη γνώμη μας, τη ρίζα του και μία
συγκεκριμένη αντίληψη της μαρξικής σχέσης ανάμεσα στις αξίες και τις τιμές η
οποία κυριαρχεί σε πολλές «διορθώσεις» του Μαρξ. Υποθέτοντας δύο παράλληλα
και ποτέ τεμνόμενα συστήματα αξιών και τιμών –υποθέτοντας δηλαδή ένα
σύστημα στο οποίο οι αξίες των εκροών εξαρτώνται από τις αξίες των εισροών
και ένα σύστημα στο οποίο οι τιμές των εκροών εξαρτώνται από τις τιμές των
εκροών- η αντίληψη αυτή ισχυρίζεται ότι οι τιμές καθορίζονται ανεξάρτητα από
τις αξίες και οι αξίες καθορίζονται ανεξάρτητα από τις τιμές. Επίσης, ο
Bortkiewicz αποδέχεται ότι υπάρχουν και δύο τιμές κόστους, μία αξιακή και μία
χρηματική, με πολλούς από τους μετέπειτα εμπλεκόμενους στο ‘‘πρόβλημα του
μετασχηματισμού’’ να σημειώνουν και ότι ο Marx αναγνώρισε μόνος του το λάθος
να θεωρήσει μία μόνο τιμή κόστους. Παρόλ’ αυτά, ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να
γίνει στο γεγονός ότι την ίδια στιγμή που ο Bortkiewicz αποδέχεται την ύπαρξη
δύο διακριτών συστημάτων αξιών και τιμών, αναγνωρίζει ρητά ότι «ο Marx
κατανοούσε τις αξίες και τις τιμές σε όρους χρήματος» (Bortkiewicz, 1952: 11).
Όπως σημειώνει και ο Kliman (2007: 32), το πρόβλημα με αυτή την
αντίληψη δεν είναι ότι υπάρχουν δύο διακριτά συστήματα -ένα σύστημα στο
οποίο όλα τα μεγέθη (σταθερό κεφάλαιο, μεταβλητό κεφάλαιο, αξία, τιμή,
υπεραξία, κέρδος) μετριούνται σε χρήμα και ένα σύστημα στο οποίο τα ίδια
- 42 -
μεγέθη μετριούνται σε εργασιακές ώρες
24
, αλλά ο ισχυρισμός ότι οι αξίες και οι
τιμές αποτελούν διακριτά συστήματα όταν μετριούνται με τις ίδιες μονάδες
(χρηματικές μονάδες ή ώρες εργασίας), π.χ. όταν υποτίθεται ότι η χρηματική αξία
των χρησιμοποιημένων εισροών είναι μέρος της χρηματικής αξίας της εκροής,
ενώ η χρηματική τιμή των χρησιμοποιημένων εισροών είναι μέρος της
χρηματικής τιμής της εκροής. Αυτή η αντίληψη οδηγεί στην αποδοχή της ύπαρξης
δύο μεταβλητών κεφαλαίων (και όχι ενός και του ίδιου μεγέθους το οποίο μπορεί
να μετριέται είτε σε ώρες εργασίας είτε σε χρηματικές μονάδες), ενός πρώτου
(της αξίας της εργατικής δύναμης) που καθορίζεται από τις αξίες των αξιών
χρήσης που χρειάζεται ο εργάτης και ενός δεύτερου (της τιμής της εργατικής
δύναμης) που καθορίζεται από τις τιμές των αξιών χρήσης που χρειάζεται ο
εργάτης. Και αντίστοιχα, αυτή η αντίληψη της σχέσης αξίας-τιμής οδηγεί στην
αποδοχή της ύπαρξης δύο διακριτών και άνισων γενικών ποσοστών κέρδους,
ενός αξιακού και ένα τιμιακού.
Στην ανάλυση της ύπαρξης δύο εντελώς διακριτών συστημάτων αξιών και
τιμών βασίζεται και η διατύπωση της ανάγκης επανυπολογισμού των εισροών σε
(ταυτοχρονικές) τιμές παραγωγής, έτσι ώστε να είναι σε αντιστοιχία με τις τιμές
παραγωγής των εκροών. Αν π.χ. τα μεγέθη του σταθερού και του μεταβλητού
κεφαλαίου που υπάρχουν στο γνωστό παράδειγμα του Marx (1978: 198)
εκφράζουν το άθροισμα των αξιών των μέσων παραγωγής και συντήρησης και
όχι το μέγεθος των αξιών που καταβλήθηκε για την αγορά τους, τότε είναι
προφανές ότι οι εισροές του σχετικού πίνακα πρέπει να αλλάξουν και να
μετατραπούν σε τιμές (παραγωγής)
25
. Άλλο τρόπο έκφρασης του ίδιου
ζητήματος αποτελούν οι εστιάσεις ότι υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην έκφραση
των εκροών σε χρηματικούς όρους (τιμές παραγωγής) και των εισροών σε ώρες
εργασίας (αξίες). Ωστόσο, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η αποδοχή ότι, σύμφωνα
24
Ο Marx κάνει, άλλωστε, λόγο για εσωτερικό (ώρες εργασίας) και εξωτερικό
(τιμή) μέτρο της αξίας του εμπορεύματος: «Το χρήμα σαν μέτρο της αξίας είναι η
αναγκαία μορφή εμφάνισης του μέτρου της αξίας, του χρόνου εργασίας, που ενυπάρχει
στα εμπορεύματα» (Μαρξ, 1978: 107). Συνεπώς, τόσο οι αξίες όσο και οι τιμές μπορούν
να μετρηθούν τόσο σε όρους χρηματικών μονάδων όσο και σε όρους εργασιακών ωρών.
Μία μερίδα μαρξιστών οικονομολόγων (π.χ. Ramos-Martinez, 2004) υποστηρίζει ότι
αυτή η αμοιβαία μετατροπή μπορεί να γίνει μέσω ενός συντελεστή που έχουν ονομάσει
«χρηματική έκφραση του χρόνου εργασίας» (monetary expression of labour time, MELT).
25
Όπως σημειώνει με εύστοχο τρόπο ο Freeman (1995): «Ο αντιδιαδοχισμός του
Bortkiewicz επέβαλε μία έννοια ξένη στον Marx, ότι οι αξίες και οι τιμές συνιστούσαν δύο
διακριτά καθορισμένα συστήματα. Το ‘‘πρόβλημα του μετασχηματισμού’’
επαναδιατυπώθηκε πλήρως. Το ερώτημα του Marx ήταν αυτό: ποια είναι η σχέση
ανάμεσα στις αξίες και τις τιμές στην ίδια οικονομία σε δύο σημεία στο χρόνο; Το
ερώτημα του Bortkiewicz ήταν αυτό: ποια είναι η σχέση ανάμεσα στις τιμές σε δύο
διαφορετικές οικονομίες στο ίδιο σημείο στο χρόνο;».
- 43 -
με τον Marx, αξίες=ώρες εργασίας και τιμές=χρήμα δεν ισχύει αφού, υπάρχουν
δύο τρόποι μέτρησης της αξίας, σε ώρες εργασίας και σε τιμές.
Τέλος, εξαιρετικά σημαντικές είναι οι συνέπειες των ταυτοχρονικών και
φυσικαλιστικών αποδοχών του Bortkiewicz στη συζήτηση για την πτωτική τάση
του ποσοστού κέρδους. Δεν θα ήταν υπερβολή, θεωρούμε, να σημειώσουμε ότι
αυτές αποτελούν τη μεθοδολογική βάση όλων των επιθέσεων στο μαρξικό νόμο
καθώς και του ίδιου του εμβληματικού θεωρήματος του Okishio.
O Bortkiewicz αποκλείει ρητά την επίδραση της μεταβολής των αξιών και
των τιμών κατά την παραγωγική διαδικασία στην πορεία του ποσοστού του
κέρδους: «είναι λάθος να συνδέουμε μία μεταβολή στο ποσοστό του κέρδους με
μία μεταβολή στις τιμές αφού, όπως μπορεί να φανεί και από τον τύπο μας, οι
δυνητικές μεταβολές των τιμών επηρεάζουν στον ίδιο βαθμό το προϊόν του
καπιταλιστή και τα έξοδα του» (Bortkiewicz 1952: 40).
Ο Bortkiewicz ήταν ο πρώτος που συστηματοποίησε αυτές τις αποδοχές
παρόλο που δεν ήταν ο πρώτος που τις διατύπωσε. Για παράδειγμα, ο Tugan-
Baranovsky, στον οποίο θα αναφερθούμε αναλυτικά στη συνέχεια, έγραφε λίγα
χρόνια νωρίτερα:
«Η δημιουργία του κέρδους, όπως και γενικά όλων των εισοδημάτων που
δεν βασίζονται στην εργασία, εξηγείται από το γεγονός ότι το κοινωνικό προτσές
της παραγωγής οδηγεί στην αύξηση της μάζας των αγαθών που είναι διαθέσιμα
στην κοινότητα (...) το επίπεδο της κοινωνικής παραγωγικής τεχνικής επιτρέπει
να δημιουργείται μία μεγαλύτερη μάζα αγαθών από αυτήν που απαιτείται για την
τεχνική ανανέωση της κοινωνικής παραγωγής» (Tugan-Baranovsky, 1901: 221).
Βασιζόμενος σε αυτή τη φυσικαλιστική προσέγγιση του νόμου της αξίας,
ο Tugan-Baranovsky φτάνει να απορρίψει το νόμο της πτωτικής τάσης του
ποσοστού κέρδους με την εξής επιχειρηματολογία:
«αυτός ο φαντασιακός νόμος αποδεικνύεται όμως ως πλήρως αβάσιμος. Η
αβασιμότητα του είναι, μάλιστα, σχεδόν αυτονόητη. Αν ήταν σωστός ο νόμος,
τότε κάθε αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας θα έπρεπε να μειώνει το
κέρδος· η τάξη των καπιταλιστών δεν θα κέρδιζε συνεπώς από την αύξηση αλλά
από τη μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας» (Tugan-Baranovsky, 1901:
217).
Το ιδιαίτερο στοιχείο, όμως, του Tugan-Baranovsky είναι ότι ομολογεί την
απομάκρυνση του από τη μαρξική θεωρία της αξίας κατά τη μελέτη των
ζητημάτων του καπιταλιστικού κέρδους:
«Η θεωρία του κέρδους που αναπτύξαμε βρίσκεται σε συμφωνία τόσο με
την εργασιακή θεωρία της αξίας όσο και με τη θεωρία της οριακής χρησιμότητας.
Στην ανάλυση μας ξεκινήσαμε από την εργασιακή θεωρία της αξίας αλλά
φτάσαμε στο συμπέρασμα ότι στο προτσές της δημιουργίας του κέρδους η
- 44 -
ζωντανή εργασία παίζει τον ίδιο ρόλο με την παρελθούσα εργασία, με τα μέσα
παραγωγής. Το αποτέλεσμα βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με τη θεωρία της
οριακής χρησιμότητας. Απελευθερώσαμε λοιπόν τη θεωρία του κέρδους από την
εκάστοτε σχέση της με τη θεωρία της αξίας» (Tugan-Baranovsky, 1901: 226).
Ανάμεσα στον Tugan-Baranovsky και το εμβληματικό Θεώρημα Okishio,
μεσολαβούν και άλλες απορρίψεις του μαρξικού νόμου της πτωτικής τάσης του
ποσοστού κέρδους, όλες βασιζόμενες στη φυσικαλιστική προσέγγιση του
Bortkiewicz. Τέτοιες είναι του Benedetto Croce (1914), του Georg von Charasoff
(1910), της Natalie Moszkowska (1929), του Kei Shibata (1934) και του
Samuelson (1957). Ο Croce (1914: 155), μάλιστα, ισχυρίζεται -έκπληκτος από το
γεγονός ότι ο Marx δεν είδε τα λάθη της θεωρίας του γι’ αυτό το νόμο- ότι αυτά
μπορεί να οφείλονται στο γεγονός ότι η ανάλυση του Marx που δημοσιεύτηκε
μετά το θάνατο του από τον Engels βρίσκονταν σε πρώιμο στάδιο και αν την
ξανακοίταζε θα την τροποποιούσε ή θα την απέρριπτε ολοκληρωτικά. Πρόκειται
στην ουσία για το ίδιο επιχείρημα που θα διατυπωθεί αργότερα από τους
εκπροσώπους τη Νέας Ανάγνωσης του Μαρξ.
Επιστρέφοντας στο ‘‘πρόβλημα του μετασχηματισμού’’, σημειώνουμε ότι
οι θεωρητικές αποδοχές του Bortkiewicz αποτέλεσαν σε σημαντικό βαθμό τις
«ράγες» πάνω στις οποίες κινείται η σχετική μαρξιστική συζήτηση μέχρι τις μέρες
μας
26
, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1960 που φούντωσε και πάλι η σχετική
26
Ιδιαίτερη έμφαση στην κριτική στον Bortkiewicz και τις λύσεις του
«προβλήματος του μετασχηματισμού» που βασίζονται στη μέθοδο του, ασκεί από τη
δεκαετία του 1980 η Ερμηνεία του Χρονικού Ενιαίου Συστήματος (Temporal Single-
System Interpretation, εφεξής TSSI) η οποία υποστηρίζει: Πρώτον, ότι οι τιμές και οι αξίες
των εισροών δεν μπορούν να καθορίζονται ταυτόχρονα με τις τιμές και τις αξίες των
εκροών (καθώς και ότι αυτός ο ταυτόχρονος καθορισμός οδηγεί στην άρρητη αποδοχή
ότι οι τιμές και οι αξίες των εισροών και των εκροών είναι αναγκαστικά ίδιες) αφού
μεσολαβεί ο χρόνος και οι μεταβολές στην παραγωγικότητα της εργασίας (εξ ου και το
επίθετο «Χρονικό» στην TSSI). Δεύτερον ότι οι αξίες και οι τιμές αλληλοκαθορίζονται (εξ
ου και «ενιαίο σύστημα» στην TSSI). Συνέπεια αυτού του τελευταίου είναι ότι σύμφωνα
με την TSSI, οι τιμές παραγωγής και το μέσο κέρδος εξαρτώνται από το γενικό (αξιακό)
ποσοστό κέρδους ενώ και αντίστροφα, το σταθερό κεφάλαιο που προκαταβάλλεται και
συνεπώς η αξία που μεταφέρεται από αυτό στο έτοιμο προϊόν καθορίζονται από τις τιμές,
και όχι από τις αξίες, των μέσων παραγωγής. Σε αυτή την περίπτωση αυτό που μετρά
είναι η -εκφρασμένη σε χρήμα- ποσότητα της εργασίας που απαιτείται για την απόκτηση
των απαραίτητων μέσων παραγωγής, τα οποία αγοράζονται στην πραγματική τιμή τους
και όχι στην αξία τους (Kliman, 2007: 34). O Roberts (2016: 20) μάλιστα σημειώνει για
έναν από τους βασικούς εκπροσώπους αυτού του ρεύματος: «Η πιο καθαρή και πειστική
υπεράσπιση της λογικής βάσης της μαρξικής θεωρίας της αξίας και του νόμου της
κερδοφορίας έχει παρουσιαστεί από τον Andrew Kliman. Με αυτό που αποκαλείται
Ερμηνεία του Χρονικού Ενιαίου Συστήματος, ο Kliman παρουσιάζει μία ερμηνεία των
γραπτών του Marx που προσφέρει το καλύτερο ταίριασμα με αυτό που [πραγματικά –
Χ.Μ.] εννοούσε ο Marx και επιβεβαιώνει το λογικό δεσμό ανάμεσα στη θεωρία του για
την αξία και στο νόμο της κερδοφορίας».
- 45 -
συζήτηση. Όπως σημειώνει και ο Samuelson (1971) «όλοι οι συγγραφείς από το
1907 έλυσαν αυτό το λάθος με κάποια εκδοχή της διαδικασίας που προτείνεται
από τον Bortkiewicz». Γι’ αυτό και ο Freeman χαρακτηρίζει τις σχετικές
μαρξιστικές παρεμβάσεις ως «βαλρασιανό μαρξισμό» (Freeman and Carchedi,
1995: xxi). Για να καταλάβουμε μάλιστα την επιρροή αυτών των αποδοχών στο
μαρξιστικό «στρατόπεδο», αξίζει να σημειωθεί ότι ο Sweezy (1970: 123)
ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι η «διόρθωση» του Bortkiewicz αποτελεί την «τελική
δικαίωση της εργασιακής θεωρίας της αξίας, τη στέρεη θεμελίωση ολόκληρης της
θεωρητικής κατασκευής του».
- 46 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑΙ Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ
‘‘ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΜΑΧΗ’’
3.1. Εισαγωγή
Τα πρώτα χρόνια μετά τη δημοσίευση του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου, η
συζήτηση επικεντρωνόταν σε ζητήματα θεωρητικής ορθότητας του αλλά και
συνοχής ανάμεσα στους διάφορους τόμους ή μέρη του. Παράλληλα, όμως, το
Κεφάλαιο έπρεπε να αποδείξει και την ικανότητα ερμηνείας μιας σειράς νέων
φαινομένων που έκαναν την εμφάνιση τους εκείνη την περίοδο, και ακόμα πιο
διακριτά τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Έπρεπε, με άλλα λόγια, να
δικαιολογήσει ότι μπορεί να επιτελέσει το στόχο που ο ίδιος ο δημιουργός του
έθεσε γι’ αυτό στον Πρόλογο της πρώτης έκδοσης:
«Αυτό που έχω να ερευνήσω σε τούτο το έργο, είναι ο κεφαλαιοκρατικός
τρόπος παραγωγής κι οι σχέσεις παραγωγής και ανταλλαγής που αντιστοιχούν σ’
αυτόν (…) Εδώ δεν πρόκειται καθαυτό για τον υψηλότερο ή χαμηλότερο βαθμό
ανάπτυξης των κοινωνικών ανταγωνισμών, που ξεπηδάνε απ’ τους φυσικούς
νόμους της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Πρόκειται γι’ αυτούς τους ίδιους τους
νόμους, γι’ αυτές τις ίδιες τις τάσεις που δρουν κι επιβάλλονται με σιδερένια
αναγκαιότητα» (Μαρξ, 2002: 12).
Με βάση αυτή τη φιλοδοξία, Το Κεφάλαιο θα πρέπει να είναι σε θέση –
λαμβάνοντας φυσικά υπόψιν ότι αποτελεί θεωρητική, δηλαδή αφαιρετική,
νοητική αναπαράσταση των ουσιωδών φαινομένων της οικονομικής
πραγματικότητας- να ερμηνεύσει μια σειρά φαινόμενα που εμφανίστηκαν πιο
καθαρά στη στροφή προς τον 20ο αιώνα. Κοινά χαρακτηριστικά εκείνης της
περιόδου σε όλες τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες ήταν η σημαντική
αύξηση τόσο του αριθμού όσο και του μεγέθους των μετοχικών εταιρειών και
αντίστοιχα του ρόλου τους στην οικονομία, η τάση ανόδου των πραγματικών
μισθών των εργαζομένων, η άνοδος της σημασίας εξαγωγής κεφαλαίων έναντι
της εξαγωγής εμπορευμάτων, η αύξηση των μικροαστικών στρωμάτων, η
αυξανόμενη κρατική παρέμβαση στην οικονομία, η γενίκευση των
προστατευτικών δασμών κλπ.
Ιδιαίτερα στη Γερμανία, η οποία αποτελούσε, άλλωστε, τη μεγάλη μήτρα
του μαρξισμού και των σχετικών θεωρητικών συζητήσεων, η ταχύτητα αυτών
των αλλαγών ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Πρόκειται για την περίοδο στην οποία η
- 47 -
χώρα, ιδιαίτερα μετά τη συγκρότηση του πρώτου ενιαίου γερμανικού έθνους-
κράτους το 1871 υπό τον Bismarck, μετατράπηκε από μία κυρίως αγροτική χώρα
σε μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές δυνάμεις παγκοσμίως με αρκετή
αυτοπεποίθηση ώστε να διεκδικεί μερίδιο και από τις αποικίες των
παραδοσιακών αποικιοκρατικών καπιταλιστικών κρατών. Η διαδικασία
συγκεντροποίησης του κεφαλαίου «έτρεχε» με ταχύτατους ρυθμούς τόσο στη
βιομηχανία (και ιδίως στους κλάδους εξόρυξης και επεξεργασίας μεταλλευμάτων
στην περιοχή του Ρουρ) όσο και στις τράπεζες ενώ αναπτύσσονταν νέου είδους
σχέσεις μεταξύ τους. Την ίδια στιγμή, βέβαια, το βορειοανατολικό τμήμα της
χώρας παρέμενε σε σημαντικό βαθμό υπό τον έλεγχο των μεγάλων γαιοκτημόνων
που έμειναν γνωστοί με την ονομασία Γιούνκερς. Σε αυτό το πλαίσιο, το
γερμανικό κράτος αύξησε δραστικά την παρέμβαση του στην οικονομία τόσο με
την εισαγωγή προστατευτικών δασμών, όταν αυτό απαιτούσε η προστασία της
γερμανικής βιομηχανίας (κυρίως από την αγγλική και την αμερικανική), όσο και
με εκτεταμένες -για τα δεδομένα της εποχής- κρατικοποιήσεις σε μια σειρά
τομείς, ακόμα και με την ενίσχυση της νομοθεσίας στην κατεύθυνση αύξησης της
προστασίας των εργαζομένων (καθορισμός αδειών ασθένειας και ατυχήματος,
ασφάλεια γήρατος, καθορισμός ανώτατου ορίου ωρών εργασίας για γυναίκες και
παιδιά κλπ).
Σε πολιτικό επίπεδο, κυριαρχούσε η συμμαχία γαιοκτημόνων και
βιομηχάνων καπιταλιστών που έμεινε γνωστή ως «πρωσικός δρόμος» ανάπτυξης
του καπιταλισμού (σε αντιπαραβολή με τον «αμερικανικό δρόμο» που είχε ως
αφετηρία την ανάπτυξη «από τα κάτω» μιας πλατιάς μικρής κλίμακας
επιχειρηματικής δραστηριότητας). Στην άλλη πλευρά της ταξικής διελκυστίνδας,
η οργάνωση και δράση των εργαζομένων γνώριζε πρωτοφανή επίπεδα
ανάπτυξης ενώ το γερμανικό εργατικό πολιτικό κόμμα, το SPD (το οποίο δεν
πρέπει να ξεχνάμε ότι, παρά τις διαφοροποιήσεις τους μαζί του, ήταν το κόμμα
των Marx και Engels) αναπτύσσονταν ταχύτατα πυροδοτώντας τους φόβους της
αστικής τάξης και αποτελώντας το «φάρο» για ολόκληρο το διεθνές εργατικό
κίνημα. Η αντίδραση της αστικής τάξης πήρε τη μορφή των λεγόμενων «Αντι-
σοσιαλιστικών νόμων» (1878-1890) οι οποίοι έθεταν πολλά νομικά εμπόδια στην
πολιτική δραστηριότητα των σοσιαλδημοκρατών αλλά στην πράξη είχαν το
ακριβώς αντίθετο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα αφού η πολιτική και
εκλογική επιρροή του SPD εκτινάχτηκε μετά την άρση τους στα ύψη.
3.2. Το πλαίσιο της αντιπαράθεσης μέσα στο SPD
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η οικονομική συζήτηση δεν θα μπορούσε να έχει
ακαδημαϊκό χαρακτήρα αλλά ξεπηδούσε άμεσα από ερωτήματα που έθεταν οι
- 48 -
οικονομικές εξελίξεις στα εργατικά πολιτικά κόμματα της περιόδου και ιδιαίτερα
στο γερμανικό SPD. Γι’ αυτό και οι συμμετέχοντες στην αντιπαράθεση που
κυριάρχησε μετά το θάνατο του Engels και έμεινε γνωστή ως ‘‘αναθεωρητική
διαμάχη’’ (revisionism debate), ήταν στο σύνολο τους στελέχη αυτού του
κόμματος. Πιο συγκεκριμένα, τα δύο αντίπαλα «στρατόπεδα» ήταν αυτό των
«ορθόδοξων» με επικεφαλής τον Kautsky, από τη μία, και αυτό των
«αναθεωρητών» με επικεφαλής τον Bernstein, από την άλλη.
Ο τρόπος ερμηνείας και θεωρητικής γενίκευσης αυτών των ζητημάτων
συνδέονταν άμεσα με την αντίστοιχη προσαρμογή της πολιτικής παρέμβασης,
της στρατηγικής και της τακτικής των εργατικών κομμάτων. Έτσι, η θεωρητική
οικονομική ανάλυση γίνονταν υπό το πρίσμα πολιτικών ερωτημάτων όπως τα
εξής: Καθιστούσαν αυτά τα νέα οικονομικά φαινόμενα περισσότερο ή λιγότερο
σταθερό τον καπιταλισμό; Τον «έσπρωχναν» προς την καταστροφή ή προς τη
συνεχή σταδιακή βελτίωση με κατάληξη το σοσιαλισμό; Ποια καθήκοντα
απορρέουν για τους σοσιαλιστές από αυτή την ανάλυση; Και, φυσικά, συνέχιζε να
ισχύει στο ακέραιο η μαρξική ανάλυση της καπιταλιστικής οικονομίας στο
Κεφάλαιο σε αυτό το νέο περιβάλλον;
Το κομματικό πλαίσιο της αντιπαράθεσης τέθηκε από το Πρόγραμμα της
Ερφούρτης, το οποίο ψηφίστηκε από το Συνέδριο του SPD- στην ομώνυμη πόλη
το 1891. Το Πρόγραμμα αυτό αντικατέστησε, μόλις ένα χρόνο μετά την άρση των
«Αντι-σοσιαλιστικών Νόμων», το Πρόγραμμα της Γκότα
27
.
Το Πρόγραμμα της Ερφούρτης έμελλε να αποτελέσει το πρότυπο για όλα
τα κόμματα της Β’ Διεθνούς. Το Πρόγραμμα αυτό θεωρείται ιστορικό για δύο
λόγους, πρώτον επειδή σηματοδοτεί τη συζήτηση για τον τρόπο θεωρητικής
πρόσληψης κάποιων νέων φαινομένων και δεύτερον επειδή θεωρείται
θεμελιώδες στην οπορτουνιστική «στροφή» αναφορικά με το ζήτημα του
κράτους
28
. Όπως θα φαινόταν αργότερα, τα δύο αυτά ζητήματα βρίσκονταν σε
27
Το Πρόγραμμα της Γκότα είχε ψηφιστεί στην ομώνυμη πόλη το 1875, δηλαδή
πριν την ψήφιση των «Αντι-σοσιαλιστικών Νόμων». Σε αυτό το συνέδριο είχαν
συνενωθεί το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας (SDAP) και η λασαλική
Γενική Γερμανική Εργατική Ένωση (ADAV) για να σχηματίσουν το SAPD το οποίο το
1890 μετονομάστηκε σε SPD. Ως γνωστό, οι Marx και Engels αντιτάχθηκαν σφόδρα στη
συνένωση του SDAP με την οπορτουνιστική ADAV θεωρώντας ότι το πρώτο προχώρησε
σε απαράδεκτους συμβιβασμούς προς το δεύτερο στο όνομα της ενότητας (η οξεία
κριτική του Marx στο Πρόγραμμα αποτυπώνεται στο κείμενο του Κριτική στο Πρόγραμμα
της Γκότα). Το 1891 που συνήλθε το συνέδριο του SPD στην Ερφούρτη για την ψήφιση
νέου Προγράμματος, ο Engels συνέγραψε την «Κριτική στο σχέδιο του
σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος του 1891» (MECW 27: 217-234), η οποία
αποκρύφτηκε από την ηγεσία του κόμματος και δημοσιεύτηκε μόλις μία δεκαετία
αργότερα, έξι χρόνια μετά το θάνατο του Engels.
28
Ενώ στο τελικό Σχέδιο Προγράμματος (το οποίο κι αυτό μεταβλήθηκε στη
συνέχεια) έγιναν αποδεκτά κάποια στοιχεία από τις προτάσεις που είχε κάνει ο Engels
- 49 -
άμεση σύνδεση. Η πίεση προς την προσαρμογή στον καπιταλισμό και την
αποκλειστική χρήση των νόμιμων μέσων πάλης δεν ασκούνταν μόνο από την
τρομοκρατία των «Αντισοσιαλιστικών Νόμων» της περιόδου 1878-1890 αλλά και
από τον τρόπο ερμηνείας των νέων εξελίξεων του καπιταλισμού.
Στο ίδιο το κείμενο του Προγράμματος δεν φαίνονται μεγάλες διαφορές
σε σχέση π.χ. με τις εξελίξεις που περιγράφονται στο Μανιφέστο του
Κομμουνιστικού Κόμματος. Έτσι, σε αυτό αναφέρεται ότι «η οικονομική
ανάπτυξη της αστικής κοινωνίας» καταστρέφει τους μικρούς επιχειρηματίες,
διαχωρίζει τους εργάτες από τα μέσα παραγωγής τους μετατρέποντας τους σε
προλετάριους χωρίς ιδιοκτησία, και -εδώ υπάρχει μία διαφορά στην έμφαση-
δημιουργεί «κολοσσιαίες μεγάλες επιχειρήσεις» και οδηγεί στη «γιγαντιαία
αύξηση της παραγωγικότητας της ανθρώπινης εργασίας». Ταυτόχρονα, όμως, τα
οφέλη αυτών των εξελίξεων «μονοπωλούνται από τους καπιταλιστές και τους
γαιοκτήμονες» αφού για το προλεταριάτο και τα πιεζόμενα μεσαία στρώματα
έχουμε «αύξηση στην ανασφάλεια της ύπαρξης τους, της μιζέριας, της πίεσης, της
καταπίεσης, του ξεπεσμού, της εκμετάλλευσης». Τέλος, για τις κρίσεις αναφέρει:
«Το κενό ανάμεσα σε αυτούς που έχουν και σε αυτούς που δεν έχουν
περιουσία διευρύνεται περαιτέρω από τις κρίσεις που εδράζονται στη φύση του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, τις κρίσεις που γίνονται πιο πλατιές και πιο
καταστροφικές, που εξυψώνουν αυτή τη γενική αβεβαιότητα σε κανονική
κατάσταση της κοινωνίας και κομίζουν απόδειξη ότι οι δυνάμεις της
παραγωγικότητας έχουν φύγει από τον έλεγχο της κοινωνίας, ότι η ατομική
ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής έχει γίνει ασυμβίβαστη με την κατάλληλη
αξιοποίηση και την πλήρη ανάπτυξη τους» (Protokoll, 1891).
Ωστόσο, η αντιπαράθεση που είχε αρχίσει να σοβεί γύρω από την ερμηνεία
των νέων φαινομένων φαίνεται τόσο από τη συζήτηση που προηγήθηκε της
Απόφασης με τα διάφορα Σχέδια Προγράμματος και ακόμα περισσότερο μετά το
για το γενικό-θεωρητικό μέρος και για το μέρος για τα οικονομικά αιτήματα,
απορρίφθηκαν οι προτάσεις του για το μέρος με τα πολιτικά αιτήματα, στο οποίο ο
Engels τόνιζε, μεταξύ άλλων, την ανάγκη επαναστατικής κατάκτησης της πολιτικής
εξουσίας στη Γερμανία (για τη σύγκριση της «Κριτικής στο σχέδιο του
σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος» του 1891 και του τελικού Σχεδίου Προγράμματος
του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας, βλ. MECW 27: 595-597). Ο Engels κάνει
λόγο για «προσπάθειες να πείσει κανείς τον εαυτό του και το κόμμα ότι η ‘‘σημερινή
κοινωνία εξελίσσεται προς τον σοσιαλισμό’’ χωρίς να αναρωτιέται αν εξίσου αναγκαία
με αυτό δεν πρέπει να ξεπεράσει το παλιό κοινωνικό καθεστώς και να σπάσει αυτό το
παλιό κέλυφος με τη βία, όπως ένας κάβουρας σπάει το κέλυφος του, και επίσης αν,
επιπλέον, στη Γερμανία δεν θα πρέπει να συντρίψει και τα δεσμά του ημι-απολυταρχικού
και επιπλέον απερίγραπτα μπερδεμένου πολιτικού καθεστώτος» (MECW 27: 226).
- 50 -
Συνέδριο, με πιο χαρακτηριστικά ίσως τα σχετικά κείμενα υπεράσπισης και
εκλαΐκευσης του νέου Προγράμματος από τον Kautsky. Στο επίκεντρο αυτής της
συζήτησης βρίσκονταν όλα τα ζητήματα που θα εξελίσσονταν στην
‘‘αναθεωρητική διαμάχη’’.
3.3. Η παρέμβαση του Kautsky
Η συζήτηση φούντωσε μετά την ψήφιση του Προγράμματος. Η πρώτη
συνεκτική προσπάθεια εκλαΐκευσης των νέων δεδομένων του Προγράμματος
ήρθε από τον βασικό θεωρητικό του SPD, Karl Kautsky. O Kautsky, ο οποίος εκείνη
την περίοδο χαρακτηριζόταν ως «Πάπας του μαρξισμού»
29
, έγραψε το βιβλίο που
έμεινε γνωστό ως The Class Struggle
30
, το οποίο αποτέλεσε το βασικό κείμενο του
«μαρξισμού της Β’ Διεθνούς».
Όσον αφορά τις εξελίξεις στην εργατική τάξη, ο Kautsky υποστηρίζει ότι ο
σύγχρονος καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από τη μονιμοποίηση των μισθών
πείνας (Kautsky, 1910: 17), την αυξανόμενη αβεβαιότητα (Kautsky, 1910: 28), τη
μεγάλη αύξηση του αριθμού των μορφωμένων ανθρώπων αλλά και την
επιδείνωση της θέσης τους (Kautsky, 1910: 32-3). Από τις εξελίξεις στον πόλο της
αστικής τάξης, ξεχωρίζει ότι το τοκοφόρο κεφάλαιο –το «νεότερο» όπως λέει από
τα τρία «αδέρφια» του εμπορικού, βιομηχανικού και τοκοφόρου κεφαλαίου- είναι
αυτό που γνωρίζει την πιο γρήγορη ανάπτυξη και «έχει γίνει ένας γίγαντας που
τα έχει υποδουλώσει και τα έχει εξαναγκάσει να δουλεύουν στην υπηρεσία του»
(Kautsky, 1910: 36-7). Την αύξηση του ρόλου του πιστωτικού συστήματος τη
συνδέει με την αύξηση της ευαλωτότητας του καπιταλιστικού συστήματος στις
κρίσεις και τη μεταφορά της αβεβαιότητας στις γραμμές και των ίδιων των
καπιταλιστών (Kautsky, 1910: 40-41). Αποδέχεται την τάση μείωσης του
ποσοστού κέρδους συμπληρώνοντας όμως ότι αυτή δεν συνεπάγεται τη μείωση
της μάζας των κερδών (Kautsky, 1910: 52-53), αντίληψη που προφανώς κρύβεται
πίσω από το γεγονός ότι –ακολουθώντας τη γενική αντίληψη στις γραμμές των
μαρξιστών εκείνη την περίοδο- προσέγγιζε την τάση αυτή χωρίς σύνδεση με το
ζήτημα της οικονομικής κρίσης.
Την καπιταλιστική κρίση την προσεγγίζει με μία διπλή έννοια: Αρχικά,
τονίζει την άνοδο της σημασίας των κρίσεων στο σύγχρονο καπιταλισμό,
αναδεικνύοντας ως αιτία τους έναν συνδυασμό πλεονάζουσας σε σχέση με τη
29
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1918 ο Kautsky υποβιβάστηκε από Πάπας σε …
αποστάτη του μαρξισμού (με το έργο του Lenin Η προλεταριακή επανάσταση και ο
αποστάτης Κάουτσκι).
30
Ο πρωτότυπος γερμανικός τίτλος ήταν Das Erfurter Programm in seinem
grundsätzlichen Theil.
- 51 -
ζήτηση παραγωγής (υπερπαραγωγή) και αναρχίας της καπιταλιστικής
παραγωγής (Kautsky, 1910: 62-63). Στη συνέχεια κάνει λόγο για τη «χρόνια
υπερπαραγωγή», την οποία επίσης προσεγγίζει από υποκαταναλωτική σκοπιά
αφού τη συνδέει με τη μακροχρόνια τάση του καπιταλισμού να περιορίζει –λόγω
της μείωσης των μισθών των εργατών και της παρακμής της μικρής παραγωγής-
το εύρος της αγοράς. Σε αυτή τη βάση, τονίζει την ανάγκη επέκτασης του
καπιταλισμού πέρα από κάθε «τοπικό και εθνικό σύνορο» καθιστώντας
ολόκληρη τη γήινη σφαίρα αγορά του. Ωστόσο, και αυτό το όριο έχει εξαντληθεί
σε σημαντικό βαθμό από την επέκταση του καπιταλισμού και γι’ αυτό «πλησιάζει
η στιγμή που οι αγορές των βιομηχανικών χωρών δεν θα μπορούν πια να
επεκταθούν και θα αρχίσουν να συστέλλονται», κάτι που θα σήμαινε «τη
χρεοκοπία ολόκληρου του καπιταλιστικού συστήματος» (Kautsky, 1910: 71-74).
Για την παρατηρούμενη αύξηση της συγκεντροποίησης, ο Kautsky τονίζει
το γεγονός ότι «Η βιομηχανική ανάπτυξη οδηγεί σταθερά στη συγκεντροποίηση
όλο και περισσότερων καπιταλιστικών επιχειρήσεων σε ένα μόνο χέρι, είτε είναι
το χέρι του μεμονωμένου καπιταλιστή είτε ενός συνεταιρισμού καπιταλιστών
που νομικά αποτελούν ένα άτομο – το συνδικάτο, το τραστ (…) Κατά τη διάρκεια
των τελευταίων είκοσι χρόνων, ο αριθμός των τραστ, μέσω των οποίων
‘‘ρυθμίζεται’’ η τιμή και η παραγωγή συγκεκριμένων εμπορευμάτων, έχει αυξηθεί
πολύ» (Kautsky, 1910: 55-56). Παράλληλα, συνδέει την τάση αύξησης των
μετοχικών εταιρειών με την τάση μεταφοράς των λειτουργιών των καπιταλιστών
σε μισθωτούς υπαλλήλους και συνεπώς με το γεγονός ότι σταδιακά ο
καπιταλιστής καθίσταται παντελώς περιττός για την παραγωγή (Kautsky, 1910:
57-58).
Όσον αφορά τον τρόπο επίτευξης της σοσιαλιστικής κοινωνίας, η ανάλυση
του The Class Struggle αφήνει το ζήτημα εξίσου ανοιχτό με το Πρόγραμμα της
Ερφούρτης. Ωστόσο, είναι φανερό ότι στις αναλύσεις του Kautsky, αλλά και του
ετέρου διαπρύσιου εκπροσώπου των «ορθόδοξων», του Bebel, αρχίζει να
υποχωρεί η αναγκαιότητα επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού. Το
1893, άλλωστε, ο Kautsky όριζε το SPD ως «επαναστατικό κόμμα αλλά όχι κόμμα
που θα κάνει επανάσταση» (Howard and King, 1989: 72) ενώ άφηνε για το μέλλον
την απόφαση για το αν χρειάζεται πράγματι η δικτατορία του προλεταριάτου για
την εδραίωση της εξουσίας της εργατικής τάξης (Kautsky 1899: 172). Αντίστοιχα,
την ίδια περίοδο ο Bebel σημείωνε ότι «η αστική κοινωνία δουλεύει τόσο
ενεργητικά στην κατεύθυνση της καταστροφής της που το μόνο που χρειάζεται
είναι να περιμένει τη στιγμή που θα μπορεί να πάρει την εξουσία που θα έχει πέσει
από τα χέρια της» (Howard and King, 1989: 72).
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η κυρίαρχη θεωρητική αντίληψη
στο SPD τείνει –με ανεπαίσθητα βήματα και άρρητα στην αρχή- προς την άρνηση
- 52 -
της αναγκαιότητας επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού επικαλούμενη
κυρίως τη σταδιακή προσέγγιση του σοσιαλισμού λόγω των αντιθέσεων και των
ανισοτήτων του καπιταλισμού. Όπως θα δούμε, αμέσως, το αντίπαλο ρεύμα, αυτό
του οποίου ηγούταν ο Bernstein, έφτανε στην ίδια ακριβώς αποδοχή,
διατυπώνοντας την όμως ανοιχτά και όχι ντροπαλά και φτάνοντας σε αυτήν από
τον εντελώς αντίθετο δρόμο.
3.4. Η παρέμβαση του Bernstein
Η επίσημη έναρξη της «αναθεωρητικής διαμάχης» δεν ήρθε με τα κείμενα
του Kautsky αλλά με την απάντηση σε αυτά, λίγα χρόνια αργότερα, από τον E.
Bernstein. Με την ψήφιση των Αντισοσιαλιστικών-Νόμων, το 1878, ο Bernstein
κατέφυγε αρχικά στην Ελβετία και από το 1888 -μετά την εκδίωξη του από την
Ελβετία ύστερα από σχετικό αίτημα της Πρωσίας- στην Αγγλία όπου βρίσκονταν
σε στενή επαφή με τον Engels για να επιστρέψει στη Γερμανία το 1901 μετά την
άρση της εντολής σύλληψης του. Από την Αγγλία, ο Bernstein δημοσίευσε από το
1896 έως το 1898 μία σειρά άρθρων υπό τον τίτλο «Για την ιστορία και τη θεωρία
του Σοσιαλισμού» ενώ στη βάση αυτών των άρθρων εξέδωσε το 1899 το βιβλίο
Die Voraussetzungen des Sozialismus und die Aufgaben der Sozialdemokratie (Οι
προϋποθέσεις του σοσιαλισμού και τα καθήκοντα της Σοσιαλδημοκρατίας) -το
οποίο μεταφράστηκε στα αγγλικά με τον τίτλο Evolutionary Socialism- που
θεωρείται ο θεμέλιος θεωρητικός λίθος του ρεύματος του αναθεωρητισμού.
Εκεί, ο Bernstein προβάλλει τα «κενά και τις αντιφάσεις στη θεωρία» του
Marx και του Engels, ισχυριζόμενος ότι «η περαιτέρω ανάπτυξη και επεξεργασία
της μαρξιστικής θεωρίας πρέπει να ξεκινήσει με τη κριτική της» (Bernstein, 1907:
31). Υποστηρίζει τη θέση ότι ο αρχικός άκαμπτος υλισμός του Marx -με τη μεγάλη
του έμφαση στην οικονομία και την τάση του προς έναν καλβινιστικό
ντετερμινισμό- πρέπει να συμπληρωθεί με τις πιο εκλεπτυσμένες προσθήκες του
Engels και την πιο ύστερη σκέψη του Marx ενώ ταυτόχρονα σημειώνει ότι «το
επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης που έχει επιτευχθεί σήμερα αφήνει σε
ιδεολογικούς, και ιδιαίτερα σε ηθικούς, παράγοντες περισσότερο χώρο
ανεξάρτητης δράσης σε σχέση με παλαιότερα» (Bernstein, 1907: 23-4).
Αντίστοιχα, η αύξηση της παρέμβασης του κράτους στην οικονομία προβάλλεται
ως μείωση της εξάρτησης της κοινωνίας από την οικονομία και ως αύξηση της
δύναμης του κοινού συμφέροντος έναντι του ατομικού (Bernstein, 1907: 22).
Φιλοσοφικά, ο Bernstein επιτίθεται από την αρχή του βιβλίου του στον
διαλεκτικό υλισμό αλλά και τον Hegel ως μία από τις πηγές του, κατηγορώντας
τους ως μεταφυσικούς και συνεπώς αντιεπιστημονικούς. Στο τέλος του βιβλίου
του, δηλώνει ανοιχτά ότι η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να αντικαταστήσει το
- 53 -
διαλεκτικό υλισμό με την ανάλυση ενός Kant, ο οποίος «θα έκρινε την
παραδοσιακή σχολή σκέψης και θα την εξέταζε κριτικά με βαθιά οξύνοια», που
«θα μπορούσε να δείξει με πειστική οξύτητα τι αξίζει και τι προορίζεται να ζήσει
από τη δουλειά των μεγάλων πρωτοπόρων μας και τι πρέπει και μπορεί να
εξαφανιστεί» (Bernstein, 1907: 191).
Στη οικονομική ανάλυση, ο Bernstein άσκησε κριτική στη θεωρία της αξίας
και της υπεραξίας. Αρχικά, προβάλλει τις θεωρητικές αφαιρέσεις του ίδιου του
Marx στον πρώτο και τον τρίτο τόμο (π.χ. το γεγονός ότι δεν λαμβάνεται υπόψη
η αξία χρήσης των εμπορευμάτων για τον καθορισμό της αξίας τους και ότι τα
εμπορεύματα πωλούνται στις τιμές παραγωγής και όχι στις αξίες τους) ως
απόδειξη του γεγονότος ότι «όσον αφορά μεμονωμένα εμπορεύματα ή μία
κατηγορία εμπορευμάτων, η αξία χάνει κάθε συγκεκριμένη ποιότητα και
μετατρέπεται σε καθαρή αφηρημένη έννοια» (Bernstein, 1907: 34) με το ίδιο να
συμβαίνει –λόγω της μονομέρειας της- και με «την αξία της τελικής χρησιμότητας
της σχολής των Gossen, Jevons, Böhm-Bawerk» (Bernstein, 1907: 38). Επίσης,
προχωρά σε μία -πρόωρα κεϋνσιανή- κριτική, σύμφωνα με την οποία η θεωρία
της αξίας λαμβάνει υπόψιν μόνο τις συνθήκες παραγωγής των εμπορευμάτων και
όχι την «αποτελεσματική ζήτηση» τους (Bernstein, 1907: 38). Γενικά, ο Bernstein
προσπαθεί να συμβιβάσει τη μαρξική ανάλυση με τη θεωρία της οριακής
χρησιμότητας κάνοντας λόγο για δύο στοιχεία της αξίας, τη χρησιμότητα και το
εργασιακό περιεχόμενο των εμπορευμάτων, που το καθένα έχει τη σημασία του
ανάλογα με το εκάστοτε ερευνητικό ερώτημα.
Από τα παραπάνω συνάγει το εξής συμπέρασμα: «από τη στιγμή που η
εργασιακή αξία μπορεί να αξιώσει αποδοχή μόνο ως υποθετικός τύπος ή
επιστημονική υπόθεση, η υπεραξία θα μετατρέπονταν σε ακόμα μεγαλύτερο
βαθμό σε καθαρό τύπο, έναν τύπο που βασίζεται σε μία υπόθεση» (Bernstein,
1907: 34). Απορρίπτοντας την έννοια της υπεραξίας, αποδέχεται το «εμπειρικό
γεγονός» της ύπαρξης της υπερεργασίας, το οποίο κατανοεί με την έννοια ότι οι
εργάτες στην παραγωγή δημιουργούν πλούτο και εισοδήματα όχι μόνο γι’ αυτούς
αλλά και για όσους εργάζονται σε μη παραγωγικούς κλάδους ή δεν εργάζονται
καθόλου ενώ σημειώνει ότι «το αν η μαρξιστική θεωρία της αξίας είναι σωστή ή
όχι είναι εντελώς αδιάφορο για την απόδειξη της υπερεργασίας» (Bernstein,
1907: 39). Επίσης, ασκεί κριτική στο γεγονός ότι ο Marx αποκλείει την παραγωγή
αξίας και υπεραξίας στο εμπόριο και την Πίστη, παρά το γεγονός της σημασίας
αυτών των τομέων στην κοινωνική ζωή της σύγχρονης εποχής (Bernstein, 1907:
40).
Τι σημαίνουν όμως τα παραπάνω για την κατάσταση της εργατικής τάξης;
«Το υπερπροϊόν αυξάνεται παντού, αλλά ο λόγος της αύξησης του προς την
αύξηση του κεφαλαίου που πάει για μισθούς μειώνεται σήμερα στις πιο
- 54 -
αναπτυγμένες χώρες» (Bernstein, 1907: 39). Ο Bernstein υποστηρίζει ότι στη
εποχή του δεν ήταν σωστό το συμπέρασμα περί εξαθλίωσης της εργατικής τάξης
(Bernstein, 1907: 154) και ότι, αντίθετα, υπήρχαν πολλά περιθώρια βελτίωσης
της θέσης του εργάτη (Bernstein, 1907: 179). Έτσι, η θέση της εργατικής τάξης
στη σύγχρονη κοινωνία είναι αφόρητη όχι λόγω της εξαθλίωσης της αλλά λόγω
της αβεβαιότητας της ύπαρξης της μέσα σε ένα εξαιρετικά ασταθές περιβάλλον
στο οποίο «το μοναδικό σταθερό στοιχείο είναι η τάση του κεφαλαίου να αυξάνει
το βαθμό εκμετάλλευσης» (Bernstein, 1907: 135-136)
Όσον αφορά την τάση δημιουργίας μεγάλων μετοχικών εταιρειών, ο
Bernstein