Content uploaded by Yiannis Zaimakis
Author content
All content in this area was uploaded by Yiannis Zaimakis on Dec 06, 2018
Content may be subject to copyright.
2
Νεολαία, συλλογική μνήμη και οπαδισμός
στην Eλλάδα την περίοδο της Μεταπολίτευσης
Γιάννης Ζαϊμάκης
Η ζωή τότε ήταν περιορισμένη. Ζούσαμε όλη
την εβδομάδα με την αναμονή του παιχνι διού
της Κυριακής. Δεν ήταν τόσο το αγωνιστικό,
ήταν το παιχνίδι της κερκίδας.1
Η
συναισθηματική ένταση της προ-
σμονής του κυριακάτικου αθλητι-
κού συμβάντος σε μια κοινωνία με περι-
ορισμένες ευκαιρίες για συλλογική δρά-
ση και ψυχαγωγία είναι ένα συνηθισμένο
αφηγηματικό μοτίβο στα ρεπερτόρια της
κοινωνικής μνήμης νεαρών οπαδών που
έζησαν την ατμόσφαιρα του αναδυόμε-
νου οπαδισμού (fandom) της μεταπολι-
τευτικής περιόδου. Στα χρόνια αυτά, πυ-
ρήνες νεαρών οπαδών ιδιοποιούνται τα
πέταλα, τις κερκίδες πίσω από τα γκολ-
πόστ των γηπέδων, και διαμορφώνουν
μια πρωτόγνωρα παθιασμένη ατμόσφαι-
ρα στο γήπεδο: ανεμίζουν κασκόλ, υψώ-
νουν σημαίες και πανό, γράφουν γκρά-
φιτι, επινοούν τραγούδια και συνθήμα-
τα που χλευάζουν τους αντίπαλους οπα-
δούς ή παίκτες, χρησιμοποιούν ρυθμικά
χειροκροτήματα και ιαχές για να ανυψώ-
σουν την αγωνιστική διάθεση των ποδο-
σφαιριστών της ομάδας τους και απο-
δοκιμάζουν αποφάσεις των διαιτητών
που δεν τους είναι αρεστές. Οι εκδηλώ-
σεις των οπαδών έμελλε να αποτελέσουν
αναπόσπαστο μέρος τού αθλητικού θε-
άματος και της κοινωνικής καθημερινό-
τητας των δημοφιλών σπορ, κυρίως του
ποδοσφαίρου, στις επόμενες δεκαετίες.
Η εργασία αυτή προσπαθεί να ανα-
δείξει όψεις της διαδικασίας κοινωνιο-
γέννησης του φαινόμενου του οπαδι-
σμού των νέων στους κόσμους του αθλη-
τισμού στην Ελλάδα της Μεταπολίτευ-
σης μέσα από το πρίσμα μιας ιστορικά
OI απείθαρχοί: κείμενα γία την ίστορία τησ νεανίκησ αναίδείασ
40
προσανατολισμένης πολιτισμικής κοινωνιολογίας. Η μελέτη
αξιο ποιεί μεθοδολογικά και αναλυτικά εργαλεία από το νέο κύμα
μελετών για το ποδόσφαιρο, που αναδείχθηκαν από τα τέλη της
δεκαετίας του ’80, μεταφέροντας την εστίασή τους από ζητήμα-
τα βίας και παρέκκλισης που κυριαρχούσαν στο παρελθόν στην
κοινωνική ιστορία, την κουλτούρα και τους μετασχηματισμούς
των ταυτοτήτων των οπαδών, στο πλαίσιο ευρύτερων κοινωνι-
κών και οικονομικών αλλαγών της ύστερης νεωτερικότητας.2
Το πραγματολογικό υλικό της εργασίας προέρχεται από
έρευνα πεδίου του τμήματος κοινωνιολογίας του Πανεπιστημί-
ου Κρήτης (2008-2011), με επιστημονικό υπεύθυνο τον γράφο-
ντα και με τίτλο «Κοινότητες φανατικών οπαδών στην Ελλάδα:
κοινωνική συγκρότηση, ταυτότητες, αξίες και κοινωνικές δια-
μάχες». Παράλληλα, έχει αξιοποιηθεί εθνογραφικό υλικό που
προέρ χεται από παλαιότερες αλλά και πιο πρόσφατες περιστα-
σιακές ερευνητικές συνεργασίες με νέους ερευνητές/τριες και αρ-
χείο με αποδελτιωμένες πληροφορίες από τον αθλητικό Τύπο το
δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, που έχει συγκεντρωθεί από μέλη
της συλλογικότητας οπαδών Curvagreek.3
Η εργασία χωρίζεται σε τρεις ενότητες. Η πρώτη αξιοποιεί τη
διεθνή βιβλιογραφία και εξετάζει το εννοιολογικό περιεχόμενο
του οπαδισμού και των οπαδικών ταυτοτήτων στα συμφραζόμε-
να ευρύτερων κοινωνικών αλλαγών. Η δεύτερη διερευνά τους
παράγοντες που συνέβαλαν στην ανάδυση του φαινομένου στην
Ελλάδα και εξετάζει όψεις της κοινωνικής του οργάνωσης. Η
τρίτη μετατοπίζει το αναλυτικό ενδιαφέρον σε αφηγήσεις ζωής
οπαδών που έχουν βιώσει την ατμόσφαιρα του οπαδισμού στην
περίοδο της Μεταπολίτευσης, αναδεικνύοντας τρόπους με τους
οποίους τα δρώντα υποκείμενα ερμηνεύουν και αναπλάθουν στη
συλλογική μνήμη την οπαδική εμπειρία.
ΝεαΝικοι πολιτισμοι, οπαδισμοσ και συλλογική ταυτοτήτα
Ο οπαδισμός είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της λαϊκής κουλ-
τούρας στη νεωτερική κοινωνία. Παραπέμπει σε μια συλλογική
ταυτότητα που συγκροτείται με βάση τη νοηματική επένδυση
και την πρόσδεση των μελών μιας ομάδας σε ιδιαίτερα μορφώ-
ματα της λαϊκής κουλτούρας, όπως δημοφιλή μουσικά ρεύμα-
ΝΕΟΛΑΙΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΟΠΑΔΙΣΜΟΣ
41
τα ή αθλητικά σωματεία (Dittmer & Dodds 2008· Fiske 1992).
Σε σημαντικό βαθμό, η εμφάνιση του οπαδισμού συνδέεται με
την κρίση των ταυτοτήτων στις ανεπτυγμένες κοινωνίες. Με τις
ραγδαίες αλλαγές της σύγχρονης κοινωνίας, το νεωτερικό υπο-
κείμενο φαίνεται να μην περιορίζεται στα σταθερά και ασφαλή
πλαίσια αναφοράς και νοήματος που του έδιναν η πρόσδεσή του
στην κοινωνική τάξη, το φύλο, τη φυλή και το έθνος. Στο περι-
βάλλον της κοινωνίας της ύστερης νεωτερικότητας οι πολίτες
οργανώνουν ολοένα και περισσότερο τα σχέδια ζωής τους με
βάση την αυξανόμενη έκθεσή τους σε μια αδιάλειπτη ροή ερε-
θισμάτων από πολλαπλές πηγές, και συμμετέχουν στο κοινω-
νικό παιχνίδι των ρευστών και ευμετάβλητων ταυτοτήτων και
δια κρίσεων της κοινωνικής καθημερινότητας, μέρος των οποίων
συνδέονται με έναν κοινωνικό χωροχρόνο που έχει διαμορφωθεί
γύρω από δραστηριότητες σχόλης (Hall 1997· Bauman 2000).
Αυτή η αναζήτηση είναι ιδιαίτερα εμφανής στη νεολαία. Η
συγκρότηση της νεολαίας ως διακριτής κοινωνικής κατηγορίας
χρονολογείται κατά βάση στη μεταπολεμική περίοδο της οικο-
νομικής ευημερίας. Συνδέεται με την οικονομική ανάπτυξη των
δυτικών κοινωνιών και την προνοιακή-παρεμβατική πολιτική
του κοινωνικού κράτους, που επέτρεψε την παρατεταμένη εκ-
παίδευση της νέας γενιάς, και τη βοήθεια του κράτους στους νέ-
ους προκειμένου να αυτονομηθούν και να ενσωματωθούν στην
κοινωνία των ενηλίκων (Δεμερτζής & Σταυρακάκης 2008: 16). Οι
διαδικασίες αυτές συνέβαλαν στην ανάπτυξη μιας αγοράς νεανι-
κών προϊόντων στο πλαίσιο της πολιτισμικής βιομηχανίας. Στις
μεταπολεμικές κοινωνίες οι νέοι άνθρωποι καταναλώνουν περισ-
σότερα αγαθά, συγκροτούν νέες μορφές κουλτούρας και ταυτό-
τητας και επαναδιαπραγματεύονται τα πρότυπα της τάξης, της
φυλής, του φύλου, του έθνους, της θρησκείας και της εργασίας.
Σε αυτό ακριβώς το ρευστό περιβάλλον διαμορφώνεται και
η κουλτούρα του οπαδισμού. Στην προσέγγιση του επικοινωνι-
ολόγου Lawrence Grossberg, o οπαδισμός, ως ένα φαινόμενο
της νεωτερικότητας, αφορά την ειδική σχέση που υπάρχει ανά-
μεσα σε ένα ορισμένο κοινό και ένα είδος λαϊκής κουλτούρας.
Τα μέλη μιας κοινότητας οπαδών βιώνουν την ευχαρίστηση της
κατανάλωσης, της συμμετοχής και της συναισθηματικής έκφρα-
σης στην κοινότητα και επενδύουν συμβολικά στην πολιτισμική
δια φορά διαχωρίζοντας τον κοινωνικό κόσμο σε οικείες και αντα-
γωνιστικές συλλογικότητες. Σε αυτό το πλαίσιο διαχειρίζονται
OI απείθαρχοί: κείμενα γία την ίστορία τησ νεανίκησ αναίδείασ
42
υπαρξιακά και συναισθηματικά ζητήματα, διαπραγματεύονται
πολιτισμικές ταυτότητες και συγκροτούν αφηγήματα για ομά-
δες και πρόσωπα της δημοφιλούς κουλτούρας (Grossberg 1992).
Στο πεδίο των δημοφιλών σπορ, ο οπαδισμός εκφράζεται
μέσα από τη συγκρότηση ενός ισχυρού δεσμού ανάμεσα σε ένα
άτομο (ή μια ομάδα) και ένα αθλητικό σωματείο (ή ίνδαλμα).
Η αφοσίωση του οπαδού σε μια ομάδα αποτελεί κυρίαρχο χα-
ρακτηριστικό του τρόπου ζωής και του προφίλ της ταυτότη-
τάς του, που, κατά κανόνα, υπερισχύει έναντι άλλων ιδιοτήτων
του εαυτού. Η ενασχόληση με την ομάδα αποτελεί βασικό εν-
διαφέρον στην καθημερινή ζωή του οπαδού και μεγάλο μέρος
των συζητήσεων και των δραστηριοτήτων του περιστρέφονται
γύρω από αθλητικά ζητήματα (Ben Porat 2010: 280). Οι ίδιοι
οπαδοί έχουν επινοήσει ιδιαίτερες, συμβολικές ονομασίες, όπως
«Ultras», «Fanatics» και «Hools» για να τονίσουν αυτό τον υψη-
λό βαθμό αφοσίωσης στην ομάδα και να διακρίνουν τις συλλο-
γικότητές τους από άλλες κατηγορίες μετριοπαθών φιλάθλων.
Οι οπαδικές ταυτότητες είναι σχεσιακές. Η οπαδική ταυτό-
τητα παρέχει ένα μέσο στους νέους στην προσπάθεια τους να
οργανώσουν τις ανταλλαγές τους μέσα στο πλέγμα των αλλη-
λοδράσεων και των διαδικασιών διαφοροποίησης των νεανικών
κόσμων. Η ταυτότητα είναι πάντα μια διαπραγμάτευση ανάμε-
σα σε μια αυτό-ταυτότητα οριζόμενη καθ’ εαυτήν και μια ετερο-
ταυτότητα ή εξω-ταυτότητα οριζόμενη από τους άλλους (Cuche
2001: 152). Η διαμόρφωση της οπαδικής ταυτότητας ενός ατό-
μου συνδέεται με την περιβάλλουσα κουλτούρα και τις ιστορι-
κές δυνατότητες που αυτή περικλείει, μέσα στις οποίες το κάθε
άτομο έχει μια σχετική ελευθερία να επιλέξει τα βασικά χαρα-
κτηριστικά του προφίλ της ταυτότητάς του.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Ben Porat, η κοινωνική συ-
γκρότηση της οπαδικής ταυτότητας στο πεδίο των δημοφιλών
σπορ είναι μια σύνθετη διαδικασία η οποία σχηματίζεται μέσα
από τρεις σφαίρες της εμπειρίας (Ben Porat 2010: 281-282): πρώ-
τον, τη συναισθηματική εμπειρία: Ο οπαδισμός συνδέεται με τη
συναισθηματική εμπλοκή ενός ατόμου σε ένα κοινωνικό παι-
χνίδι που περιλαμβάνει χαρές και λύπες. Οι κοινωνίες των σπορ
παρέχουν δυνατότητες για συναισθηματική διέγερση, δημόσια
έκφραση συναισθημάτων και αναζήτηση απόλαυσης σε μια κοι-
νωνία με πολλούς περιορισμούς (Ελίας και Ντάνινγκ 1998). Αυτή
είναι μια συλλογική εμπειρία, αφού συνδέει τους οπαδούς με ει-
ΝΕΟΛΑΙΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΟΠΑΔΙΣΜΟΣ
43
κόνες, πρακτικές και τελετουργικά δρώμενα που διαμορφώνο-
νται συλλογικά και επιτρέπουν τη συναισθηματική έξαψη και τη
σταθεροποίηση του δεσμού του οπαδού με μια συλλογικότητα·
δεύτερον, την ενσυνείδητη εμπειρία: η εμπλοκή του οπαδού με
μια ορισμένη κοινότητα τείνει να ορίζεται με βάση όρους κόστους
και οφέλους. Αυτή η εμπειρία αφορά και τις δυνητικές συγκρού-
σεις με σημαντικούς άλλους, καθώς και τις πιθανότητες που έχει
κανείς να βρίσκεται στους κερδισμένους ή τους χαμένους. Οι
οπαδοί τείνουν να υποστηρίζουν δημοφιλείς ομάδες με ισχυρό
αγωνιστικό προφίλ, η δυναμική των οποίων παρέχει μεγαλύτε-
ρες ευκαιρίες για αναγνώριση και θετική αυτοεκτίμηση (βλ. Zani
και Kirchler 1991: 18)· τρίτον, τη συμβολική εμπειρία: οι οπαδοί,
συχνά, επιλέγουν τις ομάδες τους αξιολογώντας τα κοινωνικά
και πολιτισμικά τους συμφραζόμενα. Κάθε αθλητικό σωματείο
ή οπαδική συλλογικότητα έχει ιδιαίτερο συμβολικό φορτίο με
όρους εθνότητας, τοπικότητας, κοινωνικής τάξης και πολιτισμού.
Η συμβολική εμπειρία επιτρέπει στον οπαδό να αξιολογήσει την
ταυτότητα μιας ομάδας σε συγκριτική βάση και να τοποθετήσει
με τον τρόπο αυτό τον εαυτό του στον κοινωνικό χώρο.
Ο oπαδισμός, τόσο ως ταυτότητα όσο και ως πλέγμα προ-
τύπων συμπεριφοράς, κυοφορήθηκε στο περιβάλλον της κοι-
νωνίας της μεταπολεμικής ευημερίας στη Δύση. Συνδέθηκε με
νέους τύπους συμπεριφοράς και κατανάλωσης και αναδυόμενα
νεανικά πρότυπα ζωής. Η ανάδυση του νεανικού οπαδισμού στα
βρετανικά γήπεδα χρονολογείται στο δεύτερο μισό της δεκαετί-
ας του ’60 (Redhead 1997· King 1998· Brown 1998· Davis 2015),
σε μια περίοδο κατά την οποία έχουν ήδη αναπτυχθεί ιδιαίτεροι
νεανικοί πολιτισμοί γύρω από διακριτά μουσικά είδη και υπο-
πολιτισμικά στιλ (Hall & Jefferson 1976). Η εξέλιξη αυτή συνο-
δεύτηκε από ποικίλες αλλαγές στην κουλτούρα και τα μοντέλα
συμπεριφοράς των φιλάθλων, συμπεριλαμβανομένων και των
προτύπων βίας.
Από τη γέννηση του οργανωμένου ποδοσφαίρου στο δεύ-
τερο μισό του 19ου αιώνα στη Μεγάλη Βρετανία, μέχρι τα μέσα
περίπου της δεκαετίας του ’60, δεν υπάρχει διάκριση των θεα-
τών του ποδοσφαίρου με βάση την ηλικία, την οπαδική προτί-
μηση ή το κοινωνικό στάτους. Οι οπαδοί επέλεγαν την κερκίδα
που θα κάθονταν με βάση κάποιους άτυπους κανόνες που δια-
μορφώνονταν στις τάξεις των οπαδών· και η συνύπαρξη αντί-
παλων ομάδων στην ίδια κερκίδα ήταν συνηθισμένο φαινόμενο
OI απείθαρχοί: κείμενα γία την ίστορία τησ νεανίκησ αναίδείασ
44
(Holt 1990: 343). Από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60 και
εντεύθεν, νεαροί Βρετανοί οπαδοί καταλαμβάνουν θύρες στα
πέταλα (cops) των σταδίων και διαμορφώνουν μια ενεργητική
ατμόσφαιρα με ύμνους, παρατεταμένα τραγούδια και θορυβώ-
δεις εκδηλώσεις, διεκδικώντας μια ουσιαστική συμμετοχή στο
ποδοσφαιρικό θέαμα. Παράλληλα, εκδηλώνεται μια κάπως ορ-
γανωμένη και, μερικές φορές, προμελετημένη βία ανάμεσα σε
αντιμαχόμενες ομάδες οπαδών, και σημειώνονται συγκρούσεις
οπαδών με την αστυνομία. Αυτές οι μορφές βίας φαίνεται πως
διέφεραν από τις κατά κανόνα πιο αυθόρμητες και περιστασια-
κές εκδηλώσεις βίας που προϋπήρχαν στο βρετανικό ποδόσφαι-
ρο (Dunning 1994: 136· Spaaij 2007: 412).
Τα πρότυπα των Βρετανών οπαδών, ακόμη και στις εκδοχές
του χουλιγκανισμού, επηρέασαν τις οπαδικές κουλτούρες σε άλ-
λες χώρες της Δύσης, αλλά η διάδοση τους δεν είχε γραμμικό και
ομοιόμορφο χαρακτήρα και πήρε διαφορετικά χαρακτηριστικά
από χώρα σε χώρα. Για παράδειγμα, τα πρότυπα των οπαδών
«Ultras» σε χώρες της νότιας Ευρώπης, όπως η Ιταλία, η Γαλλία
και η Ισπανία, χαρακτηρίζονταν από υψηλό βαθμό οργανωτικής
ανάπτυξης με καταστατικά και οργανωτική δομή και από νέες
εκφραστικές, πολύμορφες και περιπετειώδεις μορφές οπαδικής
υποστήριξης της ομάδας (Spaaij 2007: 414). Το στοιχείο της βίας
είχε περισσότερο συμβολικό και τελετουργικό χαρακτήρα και,
συγκριτικά με τη βρετανική περίπτωση, η προσφυγή στην πραγ-
ματική βία ήταν πιο περιστασιακή.
Στην Ιταλία οι οργανωμένοι φίλαθλοι χρησιμοποίησαν τον
όρο «Ultras» ως το συμβολικό ισοδύναμο των παθιασμένων οπα-
δών που είχαν ισχυρό δεσμό με την ομάδα και υψηλή αφοσίωση
στην ιδέα της. Οι «Ultras» χρησιμοποιούσαν διακριτικά εμβλήμα-
τα της ομάδας, παρακολουθούσαν όλες τις συναντήσεις τής ομά-
δας τους στα εντός και, συχνά, εκτός έδρας παιχνίδια και αποτε-
λούσαν μια συνεκτική ομάδα που διακρινόταν με σαφήνεια από
τις υπόλοιπες χαλαρές οπαδικές συλλογικότητες που παρακολου-
θούσαν λιγότερο ή περισσότερο περιστασιακά τις ομάδες τους
(Zani και Kirchler 1991· Roversi και Balestri 2000· Scalia 2009).
Στην περίπτωση της Γαλλίας, οι «Ultras» οικειοποιήθηκαν
χώρους των γηπέδων στα πέταλα, στρατολογούσαν νέα μέλη
από τη νεολαία, διαμόρφωναν μια θεαματική ατμόσφαιρα στα
γήπεδα και προωθούσαν ένα συγκρουσιακό όραμα για το πο-
δόσφαιρο. Χρησιμοποιούσαν λεκτική, ενίοτε και φυσική βία,
ΝΕΟΛΑΙΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΟΠΑΔΙΣΜΟΣ
45
και δεν δίσταζαν να εναντιωθούν σε παίκτες και διοίκηση όταν
θίγονταν τα οπαδικά τους συμφέροντα, και λειτουργούσαν ως
μια ιδιαίτερη οπαδική συντεχνία (Hourcade 2013: 90). Σταδια-
κά, μεγάλο μέρος των «Ultras» προσαρμόστηκε στις ανάγκες
του εμπορευματοποιημένου και επαγγελματικού ποδοσφαίρου
αποτελώντας τη θεαματική όψη ενός ποδοσφαιρικού θεάματος
που πωλείται ακριβά σε χορηγούς και κανάλια.
Στις πρώτες δεκαετίες εμφάνισης του φαινομένου των νεα-
νικού οπαδισμού, οι Ιταλοί και Ισπανοί «Ultras», καθώς επίσης
και οι λατινοαμερικάνοι «Βarras Βravas» και «Hinchadas», υιο-
θετούσαν και ιδιότυπες μορφές πολιτικής στράτευσης (Duke και
Crolley 1996· Podaliri και Balestri 1998· Spaaij 2005). Ο οπαδι-
σμός συνδέθηκε με τον πολιτικό ακτιβισμό και τη δράση πολι-
τικών ομάδων, που κυμαινόταν από νεοφασιστικές συλλογικό-
τητες με ξενοφοβικό και ρατσιστικό λόγο (Testa και Armstrong
2008· Kassimeris 2011) μέχρι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτι-
κής Αριστεράς και του αναρχικού χώρου, που στρατολογούσαν
οπαδούς για την επίτευξη των δικών τους αντικαπιταλιστικών
προταγμάτων, στη βάση μιας μάλλον επιφανειακής ιδεολογι-
κοποίησης των αθλητικών ταυτοτήτων και διαφορών (Doidge
2013· Spaaij και Viñas 2013).
ή αΝαδυσή και ή κοιΝωΝική συγκροτήσή του οπαδισμου
στήΝ ελλαδα στισ πρωτεσ μεταπολεμικεσ δεκαετιεσ
Στην Ελλάδα η δημοφιλής κουλτούρα του νεανικού οπαδισμού
εδραιώθηκε τη δεκαετία του ’80, ενώ η διαδικασία πολιτικοποί-
ησης των οπαδών σε μια κάπως σταθερή βάση εμφανίζεται στο
δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000, μετά τη δολοφονία του
μαθητή Α. Γρηγορόπουλου, και κυρίως με την εμφάνιση της πα-
ρατεταμένης οικονομικής κρίσης που επηρέασε τις κοινωνικές
ζωές των οπαδών (Zaimakis 2018). Ωστόσο, οι πρώτες συλλο-
γικότητες οργανωμένων οπαδών χρονολογούνται στη δεκαε-
τία του ’50.
Από τους πρώτους στεγασμένους συνδέσμους υπήρξε ο Σύλ-
λογος Φιλάθλων Οπαδών Παναθηναϊκού (1952) και ο Σύνδε-
σμος Φιλάθλων Οπαδών Ολυμπιακού στον Πειραιά (1957),4 ενώ
από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 μέχρι την έλευση της δικτα-
OI απείθαρχοί: κείμενα γία την ίστορία τησ νεανίκησ αναίδείασ
46
τορίας το φαινόμενο εξακτινώνεται σε όλη την Ελλάδα. Στην
ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας δημιουργούνται σύνδεσμοι
φίλων των σωματείων ΑΕΚ, Απόλλων Σμύρνης, Προοδευτική,
Εθνικός, Ατρόμητος Αθηνών, Πανιώνιος, Φωστήρας και Εθνικός
Αστέρας. Από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60 ιδρύονται
και παραρτήματα συνδέσμων οπαδών των πιο δημοφιλών ομά-
δων, συνήθως σε ευρύτερες αστικές περιοχές στις οποίες υπάρ-
χει οικείο οπαδικό κοινό, χωρίς να λείπουν και οι προσπάθειες
διείσδυσης σε ανταγωνιστικές οπαδικές επικράτειες.
Οι σύνδεσμοι του Ολυμπιακού αναπτύσσονται σε όλες σχε-
δόν τις μεγάλες συνοικίες του Πειραιά, στο Χαλάνδρι, σε πε-
ριοχές γύρω από το κέντρο της Αθήνας (Ομόνοια, Κάνιγγος,
Αγίου Κωνσταντίνου), σε νησιωτικές περιοχές και στην Πρέβε-
ζα. Οι αντίστοιχοι του Παναθηναϊκού, σε περιοχές στο κέντρο,
στα βορειοδυτικά και νότια προάστια της Αθήνας, σε περιοχές
πλησίον του Πειραιά όπως το Αιγάλεω, και η Καλλιθέα και στην
Καισαριανή, αλλά και στη Σύρο, στη Σέριφο, στη Χαλκιδική και
στις Σέρρες. Οι σύνδεσμοι της ΑΕΚ έχουν σημαντική παρουσία
σχεδόν σε όλες τις μεγάλες προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας
αλλά και στον Πειραιά, την Καλλιθέα, τον Άγιο Σώστη, ακόμη
και στην Πρέβεζα.5 Στη Θεσσαλονίκη ιδρύονται σύνδεσμοι των
συλλόγων Άρης, ΠΑΟΚ, Ηρακλής, Απόλλων Καλαμαριάς6 και
στην υπόλοιπη Ελλάδα σε αρκετές επαρχιακές πόλεις, ομάδες
των οποίων αγωνίζονται συνήθως στα πρωταθλήματα της Β΄
Εθνικής, όπως
ΟΦΗ
, Εργοτέλης, Ηρόδοτος, Νίκη Βόλου, Παναι-
γιάλειος, Παναιτωλικός, Λεβαδειακός, Πανσερραϊκός, Πιερικός,
Τρίκαλα, Βέροια, Λάρισα, Πανελευσινιακός και Κιλκισιακός.7
Η ίδρυση οργανωμένων συνδέσμων συνέβαλε στην ανάδυ-
ση ενός μοντέλου αστικής κοινωνικότητας οργανωμένο γύρω
από λέσχες μιας «ελίτ» φιλάθλων με προέλευση κυρίως από τα
μεσαία κοινωνικά στρώματα, που υιοθετούσαν τη λογική της
εθελοντικής προσφοράς προς το σωματείο. Αυτοί οι σύνδεσμοι
οργάνωναν εκδρομές, χορευτικές εκδηλώσεις, παρέμβαιναν με
ανακοινώσεις σε διοικητικά ζητήματα, είχαν καταστατικά και
ιεραρχική δομή και αποτελούσαν οργανικά στοιχεία του αθλη-
τικού σωματείου. Στη δεκαετία του ’60, με τη δημιουργία κερκί-
δων πίσω από τα τέρματα των γηπέδων –τα γνωστά πέταλα–,
ένα μέρος των πιο αφοσιωμένων οπαδών μετακινείται σε αυτά
εξασφαλίζοντας εισιτήρια σε χαμηλή τιμή. Τον Νοέμβριο του
1966 εμφανίζεται η πρώτη οπαδική συλλογικότητα που χρησι-
ΝΕΟΛΑΙΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΟΠΑΔΙΣΜΟΣ
47
μοποιεί στον τίτλο της το όνομα της θύρας εισόδου των μελών
της στην αντίστοιχη κερκίδα στο πέταλο, ο Σύνδεσμος Φίλων
Παναθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου «Θύρα 13», που στεγαζόταν
στην περιοχή του Κολωνού (Θύρα 13: 20).
Στη διάρκεια της δικτατορίας η λειτουργία όλων των συν-
δέσμων φιλάθλων και οπαδών στην Ελλάδα απαγορεύτηκε με
ενεργοποίηση του Νόμου ΔΞΘ/1912 Περί Καταστάσεως Πολι-
ορκίας. Το καθεστώς είχε γνωστοποιήσει στα σωματεία τους λό-
γους της απαγόρευσης: οι σύνδεσμοι «ουδένα αθλητικόν σκο-
πόν εξυπηρετούν αλλά επεμβαίνουν εμμέσως εις τας διοικήσεις
των αθλητικών και ποδοσφαιρικών συλλόγων και δημιουργούν
έκτροπα διαφόρων αθλητικών αναμετρήσεων» (Ζαϊμάκης 2015:
262). Ωστόσο, οι απαγορευτικές διατάξεις σταδιακά έμειναν ανε
-
νεργές. Από τις αρχές τουλάχιστον της δεκαετίας του ’70, αρ-
κετοί σύνδεσμοι φαίνεται να επαναλειτουργούν, καθώς τα κα-
τασταλτικά μέτρα της χούντας είχαν υποχωρήσει και το καθε-
στώς, έχοντας προχωρήσει σε εκκαθαρίσεις των σωματείων από
«αντεθνικά στοιχεία», μπορούσε μέσω ελεγχόμενων διοικήσεων
να επιτηρεί ευκολότερα τη δράση τους. Πράγματι κατά την πε-
ρίοδο 1971-73, οι μεγάλοι σύλλογοι της Αθήνας συνεχίζουν την
ίδρυση παραρτημάτων σε όλη την Ελλάδα: ο ΠΑΟΚ ιδρύει σύν-
δεσμο στην Αθήνα· στην Αθήνα ιδρύονται σύνδεσμοι σε ιστο-
ρικές συνοικιακές ομάδες (Ρουφ, Καλλιθέα) και στην επαρχία
εμφανίζονται νέοι σύνδεσμοι ομάδων, όπως αυτοί των Χανίων,
του ΠΑΣ Γιάννινα και της Αναγέννησης Άρτας.
οι κοιΝωΝικεσ συΝθήκεσ αΝαδυσήσ του οπαδισμου
τωΝ ΝεωΝ στήΝ περιοδο τήσ μεταπολιτευσήσ
Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, μέσα στο εν-
θουσιώδες κλίμα της Μεταπολίτευσης, παλαιότεροι σύνδεσμοι
επανιδρύονται και νέες συλλογικότητες οπαδών εμφανίζονται.
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70, οι ισχυρές ομάδες της
Αθήνας έχουν ιδρύσει τοπικά κλαμπ σε όλη την Ελλάδα, ενώ
ιστορικές ομάδες της Αθήνας και του Πειραιά, όπως ο Απόλ-
λων και ο Εθνικός, δημιουργούν παραρτήματα σε περιοχές που
γειτνιάζουν με τις έδρες τους. Οι οπαδοί του ΠΑΟΚ ανοίγουν
παραρτήματα συνδέσμων στο Κορδελιό, στην Τούμπα και στο
OI απείθαρχοί: κείμενα γία την ίστορία τησ νεανίκησ αναίδείασ
48
κέντρο της Αθήνας, όπου ιδρύεται και ο Σύνδεσμος Φίλων Άρη.
Σταδιακά το φαινόμενο των συνδέσμων έχει εξαπλωθεί σε όλα
τα αστικά κέντρα της πόλης, όπου ιδρύονται σύνδεσμοι οπαδών
δημοφιλών επαρχιακών ομάδων.
Οι σύνδεσμοι αυτοί ακολουθούν τις οργανωτικές αρχές των
παραδοσιακών συνδέσμων, διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με τις
διοι κήσεις των σωματείων, διαθέτουν καταστατικά και ιεραρχι-
κή δομή. Ωστόσο, από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70
και εντεύθεν, σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από τη
σημαντική παρουσία της νεολαίας στη δημόσια σφαίρα, παρα-
τηρείται η συγκρότηση πυρήνων νέων φανατικών οπαδών στα
πέταλα των γηπέδων, που εντάσσονται στους παραδοσιακούς
συνδέσμους, συνυπάρχοντας με άλλες οπαδικές συλλογικότη-
τες. Στον χώρο της κερκίδας εισέρχονται νέα πρότυπα μαχητικής
οπαδικής συμπεριφοράς που ενσωματώνουν πολιτισμικά δάνεια
από τις κουλτούρες των φανατικών οπαδών του εξωτερικού και
διεκδικούν μια πιο ενεργή συμμετοχή στο παιχνίδι της κερκίδας.
Οι εξελίξεις αυτές είναι αλληλένδετες με τις αλλαγές των
αντιλήψεων για τη νεολαία και τις νέες μορφές συλλογικής δρά-
σης των νέων στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Εάν στο παρελ-
θόν η νεολαιίστικη δράση στον δημόσιο χώρο αντιμετωπίστη-
κε μονοδιάστατα από την κοινωνία των ενηλίκων, ως κοινωνι-
κό πρόβλημα, η νεολαία της Μεταπολίτευσης, με την αίγλη του
αντιδικτατορικού αγώνα και της εξέγερσης του Πολυτεχνείου,
εμφανιζόταν πλέον ως σημαντικός παράγοντας στην πορεία
εκδημοκρατισμού και ανανέωσης της πολιτικής ζωής του τό-
που (Κατσάπης 2013: 15), παρά το ότι σε πιο συντηρητικούς κύ-
κλους δεν έλειπαν οι φωνές διαμαρτυρίας για τις παρεκκλίσεις
των σύγχρονων νέων.
Σε κάποιο βαθμό η εκδήλωση του ρεύματος του οπαδισμού
των νέων αποτέλεσε μια συμβολική απάντηση στο φαινόμενο
της έντονης πολιτικοποίησης της νεολαίας με την ανάπτυξη
ισχυρών πολιτικών οργανώσεων της Αριστεράς στον φοιτητι-
κό χώρο και στον κόσμο της εργασίας. Οι οργανώσεις της Αρι-
στεράς αντιμετώπιζαν το επαγγελματοποιημένο ποδόσφαιρο
με καχυποψία, ως παράγοντα πολιτισμικής αλλοτρίωσης της
νεολαίας· ωστόσο στις βάσεις των νεολαιών τους η κατάσταση
ήταν πιο σύνθετη. Μεγάλο μέρος των πολιτικοποιημένων νέων
διατηρούσε σαφείς αποστάσεις από το νεοεμφανιζόμενο ρεύμα
του οπαδισμού, όμως ένα άλλο τμήμα τους σύχναζε σε στέκια
ΝΕΟΛΑΙΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΟΠΑΔΙΣΜΟΣ
49
οπαδών και συμμετείχε σε πρακτικές τους, βιώνοντας με αμφι-
θυμία αυτή την παράλληλη ένταξη στα πεδία του οπαδισμού
και της πολιτικής.
Οι νέοι οπαδοί φαίνεται πως λειτουργούσαν στις παρυφές
ενός ρεύματος νεανικής αμφισβήτησης της καθημερινότητας,
που έχει τις ρίζες του σε προηγούμενες δεκαετίες. Πρόκειται για
νεολαίους που αμφισβητούν στην πράξη βασικές παραμέτρους
της κοινωνικής και ηθικής ευταξίας: τους παραδοσιακούς τρό-
πους ζωής και τις αξίες των ενηλίκων, και συγκροτούν ιδιαίτερα
πολιτισμικά στιλ («φρικιά», «ροκάδες», «χεβιμεταλάδες», «χί-
πις», «ροκαμπιλάδες», «πάνκηδες» κ.ά.) με νοηματοδοτημένα
ενδυματολογικά χαρακτηριστικά, τρόπους ζωής και συμπερι-
φοράς (Κατσάπης 2013· Αστρινάκης & Στυλιανούδη 1996· Κο-
λοβός 2015). Αυτοί οι πολιτισμοί αμφισβήτησης εκφράζουν την
αντίθεσή τους στη γονική κουλτούρα και στα ηγεμονικά πολι-
τισμικά πρότυπα ζωής της κοινωνίας των ενηλίκων, και παράλ-
ληλα έχουν επιφυλάξεις ή εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους στο
φαινόμενο της πολιτικής στράτευσης των νέων.
Η ενδυνάμωση των νεανικών πολιτισμών στην περίοδο της
Μεταπολίτευσης επηρέασαν την ανάδυση του οπαδισμού τής
δεκαετίας του ’80. Πράγματι, ένα μέρος από τις πιο σκληροπυ-
ρηνικές εκδοχές της ροκ κουλτούρας που υιοθετούσε ως βασικό
όχημα έκφρασης το χέβι μέταλ φαίνεται να βρήκε στο πεδίο τού
οπαδισμού έναν προνομιακό χώρο για να εκφράσει τις αξίες τού
επιθετικού ανδρισμού και της ηγεμονικής ετεροφυλοφιλικής αρ-
ρενωπότητας. Η κοινή δυσπιστία ή και απέχθεια απέναντι στους
καθωσπρέπει οικογενειάρχες, στους διανοούμενους και στους
πολιτικοποιημένους νέους, φαίνεται να ενίσχυε τις νοερές ταυ-
τοποιήσεις χεβιμεταλάδων και σκληροπυρηνικών οπαδών. Έτσι,
στο εσωτερικό των περισσότερων κοινοτήτων οπαδών δημοφιλών
σωματείων στη δεκαετία του ’80, συναντάμε ευδιάκριτους πυρή-
νες χεβιμεταλάδων και «μαλλιάδων», που λειτουργούν ως μια δι-
ακριτή υπο-πολιτισμική ομάδα που, χωρίς να έχει πλειοψηφική
παρουσία στις περισσότερες κοινότητες, φαίνεται να έχει πρω-
ταγωνιστικό ρόλο στις εκφραστικές τελετουργίες της κερκίδας.
Η ανάδυση του φαινομένου επηρεάστηκε και από άλλους
δύο παράγοντες: την έλευση του επαγγελματικού ποδοσφαί-
ρου και την ανάπτυξη μιας πολιτισμικής βιομηχανίας γύρω από
τα δημοφιλή σπορ. Το 1979 τα ποδοσφαιρικά σωματεία της Α΄
Εθνικής κατηγορίας μετατρέπονται σε ανώνυμες εταιρείες (
ΠΑΕ
)
OI απείθαρχοί: κείμενα γία την ίστορία τησ νεανίκησ αναίδείασ
50
και το ελληνικό ποδόσφαιρο εισέρχεται στη φάση της συστημα-
τικής εμπορευματοποίησης και επαγγελματοποίησής του, ακο-
λουθώντας με σχετική καθυστέρηση τις διεθνείς εξελίξεις. Στις
προηγμένες χώρες της Δύσης, το ποδόσφαιρο μετατρέπεται σε
θέαμα που προσαρμόζεται στις ανάγκες της μαζικής τηλεοπτι-
κής κατανάλωσής του. Εικόνες με στιγμιότυπα ποδοσφαιρικών
στιγμών και ειδώλων του αθλήματος κυκλοφορούν από χώρα
σε χώρα και από πόλη σε πόλη. Γύρω από το ευρωπαϊκό ποδό-
σφαιρο στήνεται μια ολόκληρη βιομηχανία παραγωγής αθλητι-
κών ειδών και αξεσουάρ που απευθύνονται σε μια νέα κατηγο-
ρία καταναλωτών, τους οπαδούς. Στην Ελλάδα, οι φωτογρα φίες
των «χρωματισμένων» κερκίδων των οργανωμένων οπαδών του
εξωτερικού μέσα από τις στήλες ξένων fanzines, όπως το Ultra
Tifo, έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν σε στέκια φιλάθλων.
Οι επιδράσεις του πολιτισμικού ρεπερτορίου των νεανικών
οπαδικών πολιτισμών του εξωτερικού σε κοινότητες Ελλήνων
οπαδών στη δεκαετία του ’80 είναι εμφανείς στα συμβολικά αντι-
κείμενα που χρησιμοποιούν: σημαίες του αμερικανικού νότου,
πανό και γκράφιτι με αγγλικά συνθήματα, ξενόγλωσσες ονομα-
σίες συνδέσμων ή πυρήνων οπαδών, μπουφάν με ραφτά ξένων
συγκροτημάτων του χέβι μέταλ. Σταδιακά, και ιδιαίτερα μετά
τη δεκαετία του ’90, διαμορφώνεται ένα εγχώριο πολιτισμικό
ρεπερτόριο· με τη συμβολή των ΠΑΕ εγκαινιάζονται «μπουτίκ»
των συλλόγων τους, επιδιώκοντας να αξιοποιηθούν οι σύνδε-
σμοί τους ως μια αγορά οπαδικών αξεσουάρ.
Σε κάποιο βαθμό η διάχυση της κουλτούρας των Ευρωπαί-
ων «Ultras» στην ελληνική πραγματικότητα ευνοήθηκε από τις
μετακινήσεις Ελλήνων φοιτητών που σπούδαζαν στο εξωτερι-
κό, ιδίως στην Ιταλία, και μετέφεραν μαζί τους τα νέα οπαδικά
πρότυπα των ομολόγων τους, αλλά και από τις περιστασιακές
μετακινήσεις Ευρωπαίων οπαδών στην Ελλάδα σε διεθνείς ανα-
μετρήσεις. Η κατασκευή του Ολυμπιακού Σταδίου στις αρχές
της δεκαετίας του ’80 ευνόησε τη φιλοξενία μεγάλων αθλητικών
διοργανώσεων, όπως ο τελικός του κυπέλλου πρωταθλητριών
ομάδων Ευρώπης ανάμεσα στη Γιουβέντους και το Αμβούργο
τον Μάιο του 1983, που παρείχε την ευκαιρία στους Έλληνες
φιλάθλους να γνωρίσουν από κοντά πρότυπα συλλογικής δρά-
σης των οργανωμένων οπαδών των δυτικών χωρών (Ζεστανά-
κης 2013-14: 42). Η κάλυψη του αγώνα από την κρατική τηλεό-
ραση έδωσε τη δυνατότητα σε ευρύτερες ομάδες φιλάθλων να
ΝΕΟΛΑΙΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΟΠΑΔΙΣΜΟΣ
51
παρακολουθήσουν τον αγώνα και την ενθουσιώδη ατμόσφαιρα
της κερκίδας με τα πανό, τα κασκόλ και τα τραγούδια των ορ-
γανωμένων οπαδών.
Μέσα σε αυτές τις κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες κυ-
οφορήθηκε ο νεανικός οπαδισμός, που άρχισε να απασχολεί τον
Τύπο, τον δημοσιογραφικό κόσμο, αλλά και την εγχώρια κινη-
ματογραφική παραγωγή. Η τελευταία παρουσίαζε μια μάλλον
κακέκτυπη εκδοχή του οπαδισμού με δύο εμπορικές ταινίες που
προβλήθηκαν στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1983. Πρόκει-
ται για το Χούλιγκανς, κάτω τα χέρια από τα νιάτα του Κώστα
Καραγιάννη σε σενάριο Γιώργου Μυλωνά και το Θύρα 7: η με-
γάλη στιγμή του Νίκου Φώσκολου, ταινίες που παρουσίαζαν με
δραματουργικό στόμφο εικόνες της καθημερινότητας των Ελ-
λήνων «χούλιγκανς» και ενίσχυαν κοινωνικά στερεότυπα και
προκαταλήψεις για τους οπαδούς.
οι θυρεσ οπαδωΝ: ή κοιΝωΝική οργαΝωσή του οπαδικου
κοσμου στα χροΝια τήσ μεταπολιτευσήσ
Σε οργανωτικό επίπεδο, ήδη από το δεύτερο μισό της δεκαετί-
ας του ’70, είχαν διαμορφωθεί νέες υβριδικές μορφές συνδέσμων
οπαδών σε δημοφιλή σωματεία στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Ήταν σύνδεσμοι στους οποίους οι νεανικοί πυρήνες είχαν σημα-
ντική παρουσία, χωρίς να διαθέτουν ακόμη ηγεμονική θέση και
οργανωτική αυτονομία, κάτι που θα συμβεί στην επόμενη δεκα-
ετία. Στην Αθήνα, η «Θύρα 13» είχε ενεργοποιηθεί ξανά, απο-
τελώντας έναν πόλο συσπείρωσης νεανικού οπαδικού πληθυ-
σμού που κρατούσε αποστάσεις από τη διοίκηση του συλλόγου
και την προσκείμενη σε αυτή Πανελλήνια Λέσχη Φίλων Πανα-
θηναϊκού. Η ρήξη στις σχέσεις αυτών των δύο οπαδικών πόλων
οδήγησε στη ουσιαστική διάλυση της «Θύρας 13», από τις αρχές
της δεκαετίας του ’80, όπου έμεινε ανενεργή για μεγάλο χρονικό
διάστημα (Τζούκας 2013: 260· Κιτροέφ 2010: 219). Το 1975 στο
γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας, νεαροί οπαδοί της ομάδας με-
τακινούνται από τη θύρα 3 προς το πέταλο, όπου τα εισιτήρια
ήταν πιο φτηνά· σταδιακά, ένας πυρήνας οπαδών συγκροτούν
άτυπα τον Όμιλο Φίλων Νέων
ΑΕΚ
«Θύρα 1», που αργότερα θα
μετονομαστεί σε
ΑΕΚ
«Θύρα 21» και, αποκτώντας καταστατικό
OI απείθαρχοί: κείμενα γία την ίστορία τησ νεανίκησ αναίδείασ
52
το 1979, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του νέου
τύπου μαχητικού οπαδισμού των νέων.
Στη Θεσσαλονίκη, τον Απρίλιο του 1976, με τη συμβολή νε-
αρών –κυρίως οπαδών– από διάφορες περιοχές της πόλης ιδρύ-
εται ο Σύνδεσμος Φιλάθλων ΠΑΟΚ «Θύρα 4», σε κτήριο της
οδού Παλαιών Πατρών Γερμανού, όπου σύντομα απέκτησε και
καταστατικό. Από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της συλλο-
γικής δράσης των συνδεσμιτών της «Θύρας 4» ήταν η οργάνω-
ση εκδρομών στην Αθήνα, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του
’80, και η διαμόρφωση μιας θορυβώδους οπαδικής ατμόσφαιρας
στις κερκίδες της Τούμπας. Στην ίδια πόλη, η κατάκτηση του
κυπέλλου Ελλάδος το 1976 από τον Ηρακλή και η έλευση του
εξαιρετικά ταλαντούχου ποδοσφαιριστή Βασίλη Χατζηπαναγή
(υιός πολιτικού πρόσφυγα από τη Σοβιετική Ένωση), συνέβαλε
στην ανάπτυξη του οπαδισμού των νέων και την ίδρυση –το ίδιο
έτος– τoυ Συνδέσμου Φίλων Ηρακλή «Papafi Club», ενώ έναν
χρόνο πριν, το 1975, είχε προηγηθεί η ίδρυση του Συνδέσμου
Φίλων Ηρακλή «Γαλάζιοι». Επίσης, το 1977 ιδρύεται με κατα-
στατικό ο Σύνδεσμος Φίλων Άρη «Ιερολοχίται Θ1»· ωστόσο, η
λειτουργία του θα ατονήσει στα επόμενα χρόνια.
Στον Κορυδαλλό, από τους κόλπους των Συνδέσμων της
Προοδευτικής, δημιουργείται το 1977 ο άτυπος Σύνδεσμος «No
Gate», σε ένα γήπεδο που δεν είχε κερκίδα στα πέταλα. Στη διά-
ρκεια της ίδιας δεκαετίας, οι φανατικοί οπαδοί του Ολυμπιακού
μεταφέρονται από την τότε θύρα 13 του Σταδίου Καραϊσκάκη
στη θύρα 7. Στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, μετά το τραγι-
κό συμβάν στη θύρα 7 –όπου φίλαθλοι του Ολυμπιακού προ-
σπαθώντας να εξέλθουν από τη θύρα 7, ύστερα από αγώνα της
ομάδας τους με την ΑΕΚ (8 Φεβρουαρίου 1981), εξαιτίας συνω-
στισμού που προκλήθηκε, βρίσκουν τραγικό θάνατο είκοσι ένας
φίλαθλοι–, νεαροί οπαδοί της ομάδας πρωτοστατούν στη δια-
δικασία διαμόρφωσης χαλαρών οργανωτικών δομών πυρήνων
οπαδών, αρχικά με τη δημιουργία, το 1982, της «Ερυθρόλευκης
Στρατιάς» και στη συνέχεια της «Θύρας 7». Οι συλλογικότητες
αυτές είχαν στενούς δεσμούς μεταξύ τους, με τη «Θύρα 7» στα-
διακά να συσπειρώνει στους κόλπους της τα πιο δυναμικά, νεα-
νικά στοιχεία του οπαδικού κόσμου της ομάδας και να καταλαμ-
βάνει ηγεμονική θέση στα οπαδικά δρώμενα του Ολυμπιακού.
Τα πρώτα χρόνια της εμφάνισης του νεανικού οπαδισμού ση-
μαδεύτηκαν και από την προσπάθεια ακροδεξιών κύκλων να ει-
ΝΕΟΛΑΙΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΟΠΑΔΙΣΜΟΣ
53
σχωρήσουν στις τάξεις των οργανωμένων οπαδών. Η ώσμωση του
σκληροπυρηνικού οπαδισμού με την υποκουλτούρα των «σκίν-
χεντς» και τις αξίες μιας επιθετικής αρρενωπότητας που αποσκο-
πούσε στη συσσώρευση γοήτρου ανάμεσα στους συνομήλικους
και στη συμβολική υπονόμευση των αντιπάλων, αναπτύχθηκε ση-
μαντικά σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία (Spaaij 2008: 384-5·
Kassimeris, 2011), αλλά στην Ελλάδα είχε περιορισμένη δυναμική.
Τέτοιες προσπάθειες σημειώθηκαν από το 1977 με τη δημιουργία
της «
ΝΟΠΟ
» (Ναζιστική Οργάνωση Παναθηναϊκών Οπαδών). Η
δράση της τελευταίας έγινε αισθητή σε οπαδικές εκδρομές στις
οποίες μέλη της αναρτούν πανό με ναζιστικά σύμβολα και υιο-
θετούν ναζιστικούς χαιρετισμούς, ενώ στις αρχές της δεκαετίας
του ’80 σε συνέργεια με τον νεοφασιστικό πυρήνα «Βασίλειος
Βουλγαροκτόνος» συμμετέχει σε περιστατικά ρατσιστικής βίας.
Η επίδραση αυτής της ολιγάριθμης ομάδας οπαδών στις ευρύτε-
ρες τάξεις των φιλάθλων του Παναθηναϊκού δεν ήταν σημαντική
και έτσι σύντομα διαλύθηκε έπειτα από παρέμβαση της διοίκη-
σης του συλλόγου (Zaimakis 2018: 255· Tζούκας 2013: 266-67).
Μια άλλη προσπάθεια ακροδεξιών κύκλων να διεισδύσουν
στις τάξεις των οπαδών σημειώνεται στις αρχές της δεκαετίας
του ’80 με τη συγκρότηση της «ΤΟΦΑ» (Τρομοκρατικής Οργά-
νωσης Φίλων ΑΕΚ), η οποία είχε περιορισμένη δράση. Το 1982
δημιουργείται έπειτα από διάσπαση της «Θύρας 21», η «Οriginal
21», η οποία συσπείρωσε το πιο νεανικό και ριζοσπαστικό τμή-
μα των οπαδών της ομάδας, στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν και
πολιτικοποιημένοι «αντιφά» νεολαίοι. Η ίδρυση της «Οriginal»,
η οποία στα πρώτα της βήματα υιοθέτησε μια αντι-ιεραρχική
δομή λειτουργίας και έναν «κινηματικό» χαρακτήρα συνέβαλε
στην περιθωριοποίηση και, τελικά, στη διάλυση της «ΤΟΦΑ»
(Ζaimakis 2018: 255). Η «Original», στα τέλη της δεκαετίας του
’80, ακολουθώντας μια πολιτική διάδοσης των ιδεών της σε όλη
την Ελλάδα ίδρυσε παραρτήματα στις εξής περιοχές: Μπραχά-
μι, Περιστέρι, Ιλίσια, Μαρούσι, Άγιοι Ανάργυροι, Καισαριανή,
Πειραιάς, Ελευσίνα· ενώ την επόμενη δεκαετία εξαπλώνεται σε
όλη την Ελλάδα. Παράλληλα, ανέπτυξε μια μεθοδική επικοινω-
νιακή πολιτική εκδίδοντας περιστασιακά ένα fanzine, (το απο-
καλούμενο «Εφημεριδάκι»), ενώ στη δεκαετία του ’90 είχε δικές
της εκπομπές σε τηλεοπτικό σταθμό (Blue Sky), στο ραδιόφωνο
(Super Fm και Σούπερ ΑΕΚ) και σε ενωσίτικες εφημερίδες (Δι-
κέφαλος και Ενωσίτης).8
OI απείθαρχοί: κείμενα γία την ίστορία τησ νεανίκησ αναίδείασ
54
Μετά την υβριδική εμφάνιση του νεανικού μαχητικού οπα-
δισμού στα τέλη της δεκαετίας του ’70, την επόμενη δεκαετία το
φαινόμενο εδραιώνεται και εξαπλώνεται. Με τη θεσμοποίηση του
επαγγελματικού ποδοσφαίρου το 1979, οι παραδοσιακές «λέ-
σχες» φιλάθλων των ισχυρών ομάδων της πρωτεύουσας, που λει-
τουργούσαν υπό τον έλεγχο των διοικήσεων των ΠΑΕ (η Πανελ-
λήνια Λέσχη Φίλων Παναθηναϊκού, η Πανελλήνια Ένωση Φίλων
Ολυμπιακού και ο Σύνδεσμος Φίλων ΑΕΚ), υιοθετούν στρατηγι-
κές επεκτατικής εδαφοκυριαρχίας σε περιοχές που εκτείνονται
πέρα των γεωγραφικών ορίων της έδρας τού κάθε συλλόγου και
αναπτύσσονται σε όλη τη χώρα. Με τη σειρά τους οι «Θύρες»
οπαδών διαμορφώνουν ένα παράλληλο δίκτυο «ανεξάρτητων»
συνδέσμων στην επαρχία, που είτε διατηρούσαν την τοπική τους
αυτονομία είτε αποτελούσαν παράρτημα της «μητρικής» «Θύ-
ρας». Οι «Θύρες» αυτές είχαν υψηλή συσπείρωση νεαρών οπα-
δών και τα μέλη τους χρησιμοποιούσαν ποικίλα και ευφάνταστα
σχήματα για να εκφράσουν τις κοινωνικές και πολιτισμικές απο-
στάσεις τους από τις «λέσχες» φιλάθλων (π.χ., «επαναστάτες-
κυριλέ», «νεολαία-γεροντάκια», «ανεξάρτητοι-εξαρτημένοι»).
Στη Θεσσαλονίκη η «Θύρα 4» του
ΠΑΟΚ
εξακτινώνεται πλέ-
ον σε όλη τη βόρεια Ελλάδα, και στις επόμενες δεκαετίες σε όλη
τη χώρα, με βασικό αφήγημα την πάλη του αδικημένου Βορρά
ενάντια στο κατεστημένο των ομάδων της πρωτεύουσας. Το
1988, σε μια περίοδο κυριαρχίας του μπασκετικού Άρη, ιδρύε-
ται από νεολαιίστικες ομάδες που έρχονται σε σύγκρουση με τις
νοοτ ροπίες των πιο «κυριλέ» φιλάθλων και τη διοίκηση της ομά-
δας ο Σύνδεσμος Φιλάθλων Άρη «Super 3», ο οποίος προωθεί
ένα μοντέλο μαχητικής και ενεργητικής συμμετοχής στις κερκί-
δες των γηπέδων. Την επόμενη δεκαετία εκδίδουν δική τους εφη-
μερίδα (Super Aris) και διατηρούν εκπομπή στον ραδιοφωνικό
σταθμό Metropolis. Μετά τη δημιουργία του «Super 3» ακολού-
θησε, το 1992, η επανίδρυση των «Ιερολοχιτών» στην περιοχή
της Αγίας Τριάδας, και σταδιακά οι σύνδεσμοι της ομάδας εξα-
πλώνονται και σε άλλες περιοχές, της βόρειας Ελλάδας κυρίως.
Σημαντικές διεργασίες σημειώνονται και σε μικρομεσαίες
ομάδες. Το 1983 νεαροί «ροκάδες» οπαδοί του Πανιωνίου που
σύχναζαν γύρω από στέκια της πλατείας της Νέας Σμύρνης,
αποφασίζουν να αποσυνδεθούν από τον Σύνδεσμο Φίλων Πα-
νιωνίου ιδρύοντας τον Σύνδεσμο Φίλων Πανιωνίου «Πάνθηρες».
Οι τελευταίοι οργανώνουν εκδρομές σε αγώνες εκτός έδρας και
ΝΕΟΛΑΙΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΟΠΑΔΙΣΜΟΣ
55
εισάγουν τις νεολαιίστικες οπαδικές πρακτικές στο πέταλο της
οδού Αγίου Ανδρέα (στην τότε θύρα 3) και στις κερκίδες του κλει-
στού γηπέδου μπάσκετ της οδού Αρτάκης. Έναν χρόνο αργότε-
ρα ιδρύεται στη Νίκαια ο Σύνδεσμος Φίλων Ιωνικού «Θύρα 3»,
που θα μετασχηματιστεί στους «Rangers» το 1989, και θα κάνει
αισθητή την παρουσία του στις κερκίδες του γηπέδου της Νεά-
πολης. Στον Πειραιά, νεαροί οπαδοί του Εθνικού από το κέντρο
της πόλης, αλλά και από γειτονικές περιοχές (Δραπετσώνα, Νί-
καια και Κερατσίνι) ιδρύουν ανεξάρτητο Σύνδεσμο («Πινέζες»)
με στόχο τη δυναμικότερη στήριξη της ομάδας τους στα εντός
και εκτός έδρας παιχνίδια, και συγκροτούν ένα νέο αφήγημα
για την ταυτότητα του συλλόγου, που εδράζεται στην υιοθέτη-
ση του νοερού διχοτομικού σχήματος του Εθνικού, που εκφράζει
την «πειραϊκή καθαρότητα» απέναντι στον «Ολυμπιακό-ετερο-
δημότη» της πόλης, με το οποίο προσπαθούν να απαντήσουν
στην κυριαρχική παρουσία των οπαδών του Ολυμπιακού στον
Πειραιά (Χουμεριανός 2015: 305-7).
Το φαινόμενο του νεανικού οπαδισμού δεν άργησε να εξα-
πλωθεί και σε δημοφιλείς επαρχιακές ομάδες. Στη Λάρισα, το
1983, ομάδα νεαρών οπαδών από τον Σύνδεσμο Φίλων της
ΑΕΛ
(«Ιερολοχίτες») θα μεταφερθούν στη θύρα Δ΄ (αργότερα θύρα
1), θα γράψουν οπαδικά γκράφιτι γύρω από το γήπεδο και θα
συγκροτήσουν νέες οπαδικές ταυτότητες που χαρακτηρίζονται
από τη μαχητική και τελετουργική υποστήριξη της ομάδας τους.
Στο Ηράκλειο, οι διεργασίες αναζήτησης νέων μορφών συλλο-
γικής δράσης κύκλων νεαρών οπαδών που ξεκίνησαν στο πρώ-
το μισό της δεκαετίας του ’80, οδήγησαν, το 1986, στην επίσημη
δημιουργία του Συνδέσμου Φίλων
ΟΦΗ
«Θύρα 4», με καταστα-
τικό το οποίο υπέγραφαν, κατά βάση, νεαροί οπαδοί της ομά-
δας, ανάμεσα στους οποίους και μία γυναίκα. Ο Σύνδεσμος με
επικεφαλής έναν πυρήνα φανατικών υποστηρικτών της ομάδας,
τους «Snakes», γρήγορα κυριάρχησε στις τάξεις των οπαδών της
ομάδας ως το πιο δυναμικό τμήμα της «ομιλίτικης» κοινότητας
(Ζαϊμάκης 2015: 267-8).
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80, οι οργανωμένοι οπα-
δοί είναι πλέον μέρος του θεάματος του επαγγελματικού ποδο-
σφαίρου. Οι σύνδεσμοι στρατολογούν ολοένα και περισσότερα
μέλη από τις τάξεις της νεολαίας. Οι οργανωμένες εκδρομές οπα-
δών αποκτούν μια περιοδικότητα και γίνονται διακριτό στοιχείο
της οπαδικής συμπεριφοράς εκείνης της περιόδου. Η εμφάνιση
OI απείθαρχοί: κείμενα γία την ίστορία τησ νεανίκησ αναίδείασ
56
των οργανωμένων οπαδών συνδέθηκε και με τη σχετική αύξηση
των επεισοδίων βίας, που δεν άργησε να προκαλέσει τις αντι-
δράσεις του Τύπου και των τεχνοπολιτικών διακυβέρνησης του
πληθυσμού. Οι αντιδράσεις αυτές πυροδοτήθηκαν και από το
θλιβερό περιστατικό του θανάτου του εικοσιεννιάχρονου Χαρά-
λαμπου Μπλιώνα –στη Λάρισα– από φωτοβολίδα οπαδών του
ΠΑΟΚ το 1986, σε μια περίοδο κατά την οποία δεν είχε κοπάσει
ο «θόρυβος» των γεγονότων της τραγωδίας του Χέιζελ στις Βρυ-
ξέλες, τον Μάϊο του 1985, με τον θάνατο τριάντα εννιά οπαδών
της Γιουβέντους, και η συζήτηση για την πάταξη του χουλιγκα-
νισμού στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Όπως συνέβη και με άλλες
νεολαιίστικες συμπεριφορές που θεωρήθηκαν «φθοροποιοί και
ανεξέλεγκτες ενοχλήσεις» (Αβδελά 2005), οι οπαδοί απέκλιναν
από τα κυρίαρχα κανονιστικά πλαίσια της νεολαίας και, ως εκ
τούτου, η δράση τους έγινε αντικείμενο καταγραφής, κατηγορι-
οποίησης, επιτήρησης και κοινωνικού ελέγχου. Οι βιοπολιτικές
που εφαρμόστηκαν και η αντιμετώπισή τους ως δυνάμει παρα-
βατικών στοιχείων ωθούσαν τους οπαδούς σε αντιδράσεις που
πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο σε ρόλους και συμπεριφο-
ρές που η κοινωνία ανέμενε από τους ίδιους.
Ορισμένα από τα μέτρα που λήφθηκαν για την αντιμετώπιση
του προβλήματος ήταν η επιτήρηση των πορειών των οπαδών στα
γήπεδα και των μετακινήσεων τους στα εκτός έδρας παιχνίδια,
καθώς επίσης και η διαμόρφωση διαφοροποιημένων επικρατει-
ών στην κερκίδα, με την τοποθέτηση διαχωριστικών κιγκλιδω-
μάτων ανάμεσα στις διάφορες θύρες. Τα μέτρα αυτά αυξήθηκαν
στη δεκαετία του ’90, ενισχύοντας συμβολικές ή και πραγματικές
εντάσεις ανάμεσα σε οπαδούς και αστυνομικές αρχές. Σταδιακά,
μέσα από τις κυρίαρχες αναπαραστάσεις του φαινόμενου και ένα
σύνολο παρεμβάσεων του κρατικού μηχανισμού, οι οπαδοί συμ-
βολοποιούνται ως προσωποποιήσεις μιας αναδυόμενης κοινωνι-
κής απειλής για την κοινωνία (Τσουκαλά 2013).
Η συγκρότηση μιας οπαδικής κουλτούρας στους κόλπους
της μεταπολιτευτικής νεολαίας δημιούργησε έναν νέο τύπο κοι-
νωνικότητας στο αστικό περιβάλλον. Οι οπαδοί διαμορφώνουν
έναν κοινωνικό χώρο που έχει επίκεντρο το γήπεδο της ομά-
δας και εξακτινώνεται σε οπαδικά στέκια, συνήθως σε γειτονι-
κές περιοχές, στον οποίο εκφράζονται νεανικές ανησυ χίες, συ-
γκροτούνται νοήματα, επιτελούνται ανδρικές ταυτότητες και
διαμορφώνεται το ιδιαίτερο πολιτισμικό στιλ του οπαδού. Η
ΝΕΟΛΑΙΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΟΠΑΔΙΣΜΟΣ
57
ατμόσφαιρα της κερκίδας γίνεται τελετουργική με την υιοθέτη-
ση ποικίλων εκφραστικών πρακτικών. Τα πέταλα των γηπέδων
μετατρέπονται σε «φρούρια» υπεράσπισης της τιμής της ομά-
δας και χωρικού αποκλεισμού του άλλου. Ρυθμικά χειροκροτή-
ματα, τραγούδια, ύμνοι, ζητωκραυγές και συνθήματα, μεταφέ-
ρουν ένα κλίμα συλλογικής έξαψης που πλαισιώνεται από την
τελετουργική χρήση κασκόλ, σημαιών και πανό που χρωματί-
ζουν τις κερκίδες. Οι μοντέρνοι οπαδοί υιοθετούν διακριτά πρό-
τυπα ζωής και στις ρητορικές τους αντιπαλότητες στο γήπεδο·
χρησιμοποιούν συχνά ένα σεξουαλικό ιδίωμα εναρμονισμένο
με την επιδεικτική ετεροσεξουαλικότητα και το πρότυπο του
macho (σκληρού) άνδρα.
συλλογική μΝήμή και ταυτοτήτα στοΝ λογο τωΝ οπαδωΝ
Ένα εργαλείο για την πολιτισμική διείσδυση στην κουλτούρα
των νεαρών οπαδών στην περίοδο που μελετάμε είναι η αφή-
γηση ζωής (life stories). Πρόκειται για μια ερευνητική πρακτική
που επιτρέπει στο υποκείμενο να αφηγηθεί όψεις της βιωμένης
εμπειρίας του σε έναν ορισμένο κοινωνικό χώρο, ανακαλώντας
μνήμες του παρελθόντος και αναπλάθοντάς τες με τον δικό του
τρόπο στο σήμερα. Στις αφηγήσεις ζωής το βιωμένο εξιστορού-
μενο παρελθόν μιας κοινότητας είναι παρόν όχι μόνο ως ίχνος
αλλά και ως δυναμικό πεδίο δράσης που συμμετέχει στη διαδικα-
σία συγκρότησης των κοινωνικών σχέσεων και στην παραγωγή
των ίδιων των πολιτισμικών φαινομένων (Μπαδά 2016: 230). Οι
αφηγητές τοποθετούνται στους νοητικούς χώρους μιας κοινό-
τητας και, στο πλαίσιο των λόγων που αυτή παράγει, παίρνουν
θέση υποκειμένου χρησιμοποιώντας ιδιαίτερες ρητορικές και
στρατηγικές για να πείσουν τους συνομιλητές τους και την κοι-
νότητα στην οποία απευθύνονται. Έτσι δεν λειτουργούν απλώς
ως φορείς λόγων των συλλογικοτήτων που εκπροσωπούν, αλλά
επενεργούν στον σχηματισμό αυτών των λόγων μέσω των συμ-
βολικών επιτελέσεων που λαμβάνουν χώρα στην ερευνητική δι-
αδικασία (Τσιώλης 2014: 209).
Στα τοπία της κοινωνικής μνήμης των οργανωμένων οπαδών,
σύμφωνα με την ανάλυση του κοινωνιολόγου Rex Nash, συνα-
ντάμε «ένα αμάλγαμα συμβάντων, μύθων, παραδόσεων» ηρωι-
OI απείθαρχοί: κείμενα γία την ίστορία τησ νεανίκησ αναίδείασ
58
κών αφηγήσεων, ρητορικών υπερβολών ή και ανακριβειών, που
αναπλάθονται στη συλλογική μνήμη για να ενδυναμώσουν την
αίσθηση της κοινότητας. Έτσι, δεν έχει νόημα να αναζητήσουμε
σε αυτές τις αφηγήσεις την τεκμηρίωση της πραγματικότητας.
Στους λόγους των οπαδών μπορούμε να εντοπίσουμε ψήγματα
«αλήθειας» πάνω στα οποία κτίζεται, μέσω των λειτουργιών τής
μνήμης, ένα ευρύτερο σύστημα αξιών οι οποίες επηρεάζουν το
παρόν και το μέλλον της κάθε συλλογικότητας (Nash 2000: 468·
βλ. Ζαϊμάκης 2013: 44).
Στις αφηγήσεις των οπαδών οι κόσμοι της κερκίδας παρου-
σιάζονται ως πεδία που παρέχουν ευκαιρίες για περιπέτεια, ρί-
σκο και πειραματισμό. Ο οπαδισμός φαίνεται να αποτελεί πεδίο
έκφρασης μιας ακατέργαστης κοινωνικής αμφισβήτησης των
κωδίκων συμπεριφοράς των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων
και της ευυπόληπτης κοινωνίας που λειτουργεί περισσότερο
σε συμβολικό επίπεδο. Στην οπαδική κουλτούρα αυτή η αμφι-
σβήτηση εκφράζεται μέσω της αντίθεσης των μοντέρνων οπα-
δών απέναντι στα πρότυπα των οργανωμένων συνδέσμων φι-
λάθλων του παρελθόντος. Για τους νεαρούς οπαδούς του ’80, οι
παλαιότεροι σύνδεσμοι με τους «φιλήσυχους οικογενειάρχες»
αποτελούσαν «εξαρτημένα παραρτήματα» των διοικήσεων των
ομάδων τους και είχαν υποτονική παρουσία στις κερκίδες των
γηπέδων. Σε αφηγήσεις ζωής οπαδών προβάλλεται το πλαίσιο
των πολιτισμικών συγκρούσεων με προγενέστερα αξιακά πρό-
τυπα της οικογένειας και τονίζεται το πλαίσιο των συλλογικών
αξιών που συνέχουν τον οπαδικό χώρο. Επιπλέον, εκφράζεται
η αντίθεσή τους στα οπαδικά πρότυπα των «παραδοσιακών»
οπαδών που αφορούσαν τους πελατειακούς δεσμούς με τους
ιδιοκτήτες των σωματείων:
Το γήπεδο ήταν ένας τόπος κοινωνικοποίησης και, φυσικά,
ήταν δέσιμο με την παρέα, το οπαδικό στοιχείο δεν ήταν ποτέ
ευπρόσδεκτο στη κοινωνία και ειδικά παλιά, η παραδοσιακή οι-
κογένεια δεν ένιωθε άνετα όταν είχε γιο οπαδό μέσα στο σπίτι.
9
Ήτανε το 1985-86 που φεύγει ένα κομμάτι και φτιάχνει τη
«Θύρα 4» [ΥΓ. των φίλων του ΟΦΗ]. Έφυγε η νεολαία και
έφτιαξε καταστατικό. Στη «Θύρα 4» υπήρχε τότε αμφισβή-
τηση του ιδιοκτησιακού, ξέρω γω στην αρχή σε λανθάνουσα
μορφή. Όταν αργότερα πήραμε τον Σύνδεσμο αμφισβητήσαμε
ανοικτά το ιδιοκτησιακό καθεστώς.10
ΝΕΟΛΑΙΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΟΠΑΔΙΣΜΟΣ
59
Όπως φαίνεται από τις κοινωνικές αναπαραστάσεις της οπα-
δικής ζωής στο παρελθόν, οι «μοντέρνοι» οπαδοί οργανώνουν
την κοινωνική τους καθημερινότητα γύρω από οικείους τόπους,
στην εδαφική επικράτεια της κάθε συλλογικότητας όπου συχνά-
ζουν οι νεανικές ανδροπαρέες οπαδών. Τέτοιοι τόποι μνήμης είναι
και ορισμένοι χώροι συνάθροισης νεανικών ομαδοποιήσεων, στις
οποίες ακούγονταν νεολαιίστικες μουσικές που κυμαίνονταν από
κλασική ροκ και ελληνικό ροκ μέχρι νιου γουέιβ και, σπανιότερα,
πανκ. Στη συλλογική μνήμη ανακαλούνται περιστατικά σε στέ-
κια γνωστών ροκ κλαμπ της δεκαετίας του ’80 (κυρίως) και του
’9011 και χώρους συνάθροισης πριν από οπαδικές πορείες (π.χ.,
στο Πασαλιμάνι, την Πλατεία Ομονοίας, τον Σιδηροδρομικό
Σταθμό Θεσσαλονίκης, τον Λευκό Πύργο και το Μοναστηράκι),
καθώς επίσης και σε γνωστές καφετέριες κοντά σε γήπεδα και
πλατείες συνάντησης οπαδών.12
Η μουσική φαίνεται να συγκαταλέγεται στα κεντρικά ενδια-
φέροντα μεγάλου μέρους των οπαδών της δεκαετίας του ’80. Οι
μουσικές προτιμήσεις αποτελούσαν στοιχείο ταυτοποίησης των
«μοντέρνων» οπαδών και διαφοροποίησής τους από τις προγε-
νέστερες γενιές ομολόγων τους. Η μουσική ήταν διακριτό στοι-
χείο της οπαδικής κουλτούρας αλλά και πεδίο πολιτισμικών δι-
ακρίσεων και ιεραρχιών στο εσωτερικό των οπαδικών κόσμων.
Σημαίνον στοιχείο των νεανικών πολιτισμών του γηπέδου ήταν
η νοηματική επένδυση στο διακριτό πολιτισμικό στιλ, που τους
επέτρεπε να επιτελούν στον δημόσιο χώρο τη συλλογική τους
ταυτότητα και να προβάλλουν την πολιτισμική τους διαφορά
μέσα από νέα εκφραστικά πρότυπα.
Οι στιλιστικές καινοτομίες παράγουν νοήματα που είναι
πάντα διαπραγματεύσιμα και αμφισβητήσιμα. Σύμφωνα με τον
Hebdige, οι εκφραστικές μορφές των πολιτισμικών στιλ της νεο-
λαίας είτε αποβάλλονται, κατηγορούνται ή μυθοποιούνται ανά-
λογα με την περίπτωση είτε αντιμετωπίζονται ως απειλές για τη
δημόσια τάξη. Από τη μια προειδοποιούν «τον ‘‘ομαλό’’ κόσμο
για μια επικίνδυνη παρουσία» –ή διαφοροποίηση– και συγκε-
ντρώνουν επάνω τους τις κοινωνικές αντιδράσεις της ευυπόλη-
πτης κοινωνίας. Από την άλλη, γίνονται, για όλους αυτούς που
τις χρησιμοποιούν, σύμβολα μιας απαγορευμένης οντότητας:
πηγές αξίας (Hebdige 1988: 12-13).
Η σημασία του στιλ ως πηγή αξίας φαίνεται από μια σειρά
αφηγήσεων οπαδών που έζησαν τον οπαδισμό της δεκαετίας του
OI απείθαρχοί: κείμενα γία την ίστορία τησ νεανίκησ αναίδείασ
60
’80. Σημαντικό μέρος από τις αφηγήσεις αυτές επικεντρώνεται
στη διακριτή εξωτερική εμφάνιση των οπαδών της εποχής, στη
σχέση τους με διάφορα μουσικά στιλ και στον ρόλο της μουσι-
κής στη διαδικασία πολιτισμικής διαφοροποίησης των κοινο-
τήτων τους:
Οι μουσικές ήταν ροκ, ροκ και ξανά ροκ… Σε όλες του τις μορ-
φές. Μεταλάδες, πανκιά, ροκαμπιλάδες και απλοί «παραδοσια-
κοί» ρόκερς της εποχής. Επίσης πολλοί άκουγαν ρέγγε, καθότι
παιζόταν στα τότε ροκ κλαμπς, και μάλιστα πολύ. Η μουσική,
καθώς και το όλο στιλ εμφάνισης-συμπεριφοράς, ήταν και η
ουσιαστική διαφορά των οπαδών με τους «φανατικούς φιλά-
θλους» των ομάδων τους. Στις τότε παρέες των οργανωμένων
υπήρχαν και παιδιά που άκουγαν λαϊκά ή ντίσκο, και ήταν αυ-
τοί που προερχόντουσαν από τις παλιές Θύρες.13
Θυμάμαι, στο γήπεδο, από το καγκελάκι και πάνω άραζαν οι
πιο μεγάλοι που άκουγαν λαϊκά, ήταν οι παλιοί μάγκες· από
το καγκελάκι και κάτω αράζαμε εμείς οι πιο μικροί που ακού-
γαμε ροκ, μέταλ και πανκ, το παρεάκι των ροκάδων […] και
το δικό μου παρεάκι ήταν πιο πανκ και Oi! […]. Ήταν μουσι-
κές που μας έφτιαχναν, είχαν γηπεδικούς ρυθμούς και σκάγα-
με καβλωμένοι γήπεδο […]. Εξέφραζαν τη λαϊκή μάζα που δεν
άκουγε ελληνικά, ήταν μια σκληρή κουλτούρα που είχε άμεση
σχέση με το γήπεδο.14
Μιλάμε για τα ’80s, και κυρίαρχο στιλ και μουσική ήταν το
χέβι μέταλ και το ροκ. Ήμασταν και λίγοι πάνκηδες όπως και
σκινς αλλά η πλειοψηφία της εξέδρας ήταν οι μαλλιάδες. […]
Ο κόσμος του Ολυμπιακού μπορώ να πω ότι έπιανε όλο το
μουσικό φάσμα της εποχής, από τα απαλά ροκ κομμάτια της
εποχής μέχρι ρέγγε, μετά τα πιο χέβι μέταλ, θρας μέταλ και τα
ακραία πανκ συγκροτήματα της εποχής, φυσικά υπήρχαν και
αυτοί που άκουγαν πολύ λαϊκά και ρεμπέτικα κομμάτια, όλοι
μαζί όμως κάναμε σαματά όπου κι αν έπαιζε η ομάδα.15
Δεν είχαμε πολλούς σκινάδες, ήταν κάποια παρεάκια αλλά μέ-
χρι εκεί. Η ΑΕΚ παραδοσιακά είχε πολλούς μαλλιάδες, πολ-
λούς μεταλάδες και πολλά φρικιά. Παίζανε και ροκαμπιλά-
δες, παρεάκι, που έσκαγαν όλοι μαζί με τις μηχανές, αλλά το
κυρίαρχο ας πούμε ρεύμα ήταν οι μεταλάδες […]. Είχαμε και
πάρα πολλούς λαϊκούς που άκουγαν Καζαντζίδη, είναι και
αυτό με την προσφυγιά που παραδοσιακά αγαπούσε ο κό-
ΝΕΟΛΑΙΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΟΠΑΔΙΣΜΟΣ
61
σμος, μάλιστα υπήρχε μια ταβέρνα, ο Ρόμπος, στα Παναθή-
ναια, που μαζευόταν όλος ο λαϊκός κόσμος μας και διασκέ-
δαζε· αυτό άρχισε να γίνεται στα τέλη της δεκαετίας του ’80
και κυρίως αρχές ’90.16
Οι διάφορες στιλιστικές προτιμήσεις των νεαρών οπαδών
είναι γεμάτες σημασία. Η σχέση ανάμεσα στο στιλ και τα κε-
ντρικά ενδιαφέροντα μιας ομάδας έχει αναλυθεί από τον Paul
Willis, που χρησιμοποιεί τον όρο ομολογία (homology) για να
περιγράψει τον ισχυρό συμβολικό δεσμό που υπάρχει ανάμεσα
στα πολιτισμικά αντικείμενα που χρησιμοποιεί μια ομάδα με τις
αξίες και τα κεντρικά της ενδιαφέροντα (Willis 1978). Με βάση
αυτή τη θεωρία, οι πολιτισμικές προτιμήσεις των οπαδικών κοι-
νοτήτων φαίνεται να αντανακλούν όψεις της κοινωνικής τους
κατάστασης και των αξιακών τους προτύπων.
Οι οπαδοί συγχρωτίζονται με μοντέρνους νέους που υιο-
θετούν διάφορα μουσικά ρεύματα, σχηματίζουν τις δικές τους
μουσικές ταυτότητες που ταιριάζουν στον κοινωνικό προφίλ της
κάθε ομάδας. Για παράδειγμα, ένα μέρος των οπαδών της «Θύ-
ρας 7» φαίνεται να υιοθετεί ορισμένες εκδοχές της ροκ μουσικής,
αλλά ένα ακόμα μεγαλύτερο μέρος της είναι πιο κοντά στη δη-
μοφιλή λαϊκή μουσική που είναι διαδεδομένη στις συνοικίες του
Πειραιά, από τις οποίες προέρχεται μεγάλο μέρος των οργανω-
μένων οπαδών της ομάδας. Αντίστοιχες παρατηρήσεις ισχύουν
και στην περίπτωση των οπαδών του
ΠΑΟΚ
, όπου το στοιχείο της
λαϊκότητας και του συμβολικού δεσμού με το προσφυγικό στοι-
χείο της Θεσσαλονίκης αποτελεί βασικό σημείο αναφοράς στον
λόγο τους. Παρομοίως, στην περίπτωση της ΑΕΚ, η παρουσία
των πιο «λαϊκών» οπαδών συνδέεται νοερά με την προσφυγιά
και τον λαϊκό τραγουδιστή-σύμβολό της, τον Στέλιο Καζαντζί-
δη. Αλλά και στην περίπτωση του Παναθηναϊκού, μιας ομάδας
που έχει συνδεθεί στο κοινωνικό φαντασιακό των οπαδών με
τα μεσοαστικά στρώματα της Αθήνας, δεν λείπουν οι αναφορές
στους πιο λαϊκούς οπαδούς, παράλληλα με τις νύξεις για τους
πειραματισμούς άλλων ομολόγων τους με τα ροκ ρεπερτόρια
των νεανικών μουσικών πολιτισμών της εποχής.
Ο πλουραλισμός των μουσικών προτιμήσεων και των πο-
λιτισμικών στιλ στο εσωτερικό της κάθε κοινότητας έρχεται να
μας θυμίσει τον ρευστό και δυναμικό χαρακτήρα των οπαδικών
κοινοτήτων και την κοινωνική και πολιτισμική ετερογένεια που
OI απείθαρχοί: κείμενα γία την ίστορία τησ νεανίκησ αναίδείασ
62
χαρακτηρίζει το οπαδικό φαινόμενο στην Ελλάδα. Οι αφηγήσεις
αυτές δείχνουν ότι το οπαδικό φαινόμενο αναπτύχθηκε παράλ-
ληλα ή στις παρυφές των ρευμάτων της νεανικής αμφισβήτησης
της καθημερινότητας και επηρεάστηκε από τους νεανικούς πο-
λιτισμούς της εποχής. Στις εκφορές της συλλογικής μνήμης ανα-
δύεται η εξοικείωση με τα πολιτισμικά πρότυπα που υιοθετούν οι
μοντέρνοι νέοι και η νοηματοδοτημένη χρήση του πολιτισμικού
στιλ στη διαδικασία ταυτοποίησης και διάκρισης των οπαδών:
Το πρώτο ρεύμα που συνέχισε από τη δεκαετία του
’
80 ήταν φυ-
σικά το μέταλ, όλοι πέρασαν από εκεί· σε εμάς στον Πανιώνιο
έπαιζε πολύ το σουηδικό κούρεμα, όπως το έλεγαν. Ήταν πολύ
κοντό μαλλί και ένα τσουλούφι. Έπαιζαν τα κλασικά flight
μπουφάν με πολλές κονκάρδες πάνω, martins μπότες και πάρα
πολλά σκουλαρίκια. Έπαιζε και ένα μπουφάν ροκαμπιλάδικο
περίεργο πολύ, έπαιζαν πολύ τα τζιν με γυρισμένα τα μπατζά-
κια και πορτοφόλι με αλυσίδα, επίσης ροκαμπιλάδικο.17
Η εμφάνιση ήταν ανάλογα με το στιλ της ροκ που άκουγε
κάποιος. Δηλαδή ο μεταλάς και ο πάνκης φόραγαν δερμάτι-
να με καρφιά, κονκάρδες, ραφτά σήματα από συγκροτήματα
κ.λπ. Οι ροκαμπιλάδες με τα κοκοράκια στα μαλλιά, τα γυρι-
σμένα ρεβέρ στα παντελόνια και πάει λέγοντας. Εκείνη την
εποχή δεν ήταν τόσο εύκολο όσο σήμερα να βρεθούν εμφανί-
σεις της ομάδας και γι’ αυτό ελάχιστοι φοράγαμε. Ακόμα και
τα κασκόλ ήταν απλά, στα χρώματα της ομάδας, χωρίς σήμα-
τα και κεντήματα σαν τα σημερινά. Πολλές φορές φοράγαμε
απλές μπλούζες στα χρώματα των ομάδων μας. Δηλαδή μια
απλή μπλούζα του εμπορίου, ή μια φανέλα κ.λπ. Η μη ύπαρξη
πολλών αναμνηστικών των ομάδων [...] είχε κάνει μόδα και τα
αγγλικά κασκόλ από ομόχρωμες ομάδες.18
Οι αφηγήσεις αυτές παραπέμπουν στους τρόπους με τους
οποίους οι οπαδοί αποδίδουν ιδιαίτερο νόημα σε ιδιαίτερα υλι-
κά αντικείμενα και διαπραγματεύονται πολιτισμικές ταυτότητες
στον οπαδικό χώρο. Τα αποσπάσματα των συνεντεύξεων φω-
τίζουν και μια άλλη πλευρά της οπαδικής κουλτούρας: τη σχέ-
ση της με την καταναλωτική αγορά αθλητικών προϊόντων. Στη
δεκαετία του ’80 οι οπαδοί αγοράζουν αθλητικά αξεσουάρ που
προέρχονται από το εξωτερικό και παράγονται για τις κατανα-
λωτικές ανάγκες οπαδών ευρωπαϊκών ομάδων.
ΝΕΟΛΑΙΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΟΠΑΔΙΣΜΟΣ
63
Η χρήση σεξιστικού λόγου στα οπαδικά συνθήματα είναι
άλλο ένα χαρακτηριστικό της οπαδικής κουλτούρας της δεκαε-
τίας του ’80. Τα οπαδικά πρότυπα είναι προσαρμοσμένα σε έναν
πολιτισμό ανδροπρέπειας, και η κερκίδα, ως ιδιαίτερος κοινωνι-
κός χώρος, αποτελεί πεδίο επιτέλεσης της ανδρικής ταυτότητας
και της πολιτισμικής προσαρμογής στην ηγεμονική μορφή της
ετεροφιλίας. Οι οπαδοί εξυμνούν μια σκληρή αρρενωπή ταυτό-
τητα βασισμένη στη φυσική ικανότητα και το κυρίαρχο πρότυ-
πο της ηγεμονικής ανδρικής ετεροφυλοφιλίας και υπονομεύουν
μέσα από το οπαδικό τραγούδι αλλά και τις οπαδικές συγκρού-
σεις την αρρενωπότητα των άλλων (Spaaij 2008). Ωστόσο, σε
αυτό το ανδροκεντρικό περιβάλλον, η γυναικεία παρουσία, έστω
και ως μικρή μειοψηφία, είναι υπαρκτή. Οι γυναίκες οπαδοί δεν
φαίνεται να συγκροτούν μια διακριτή υπο-ομάδα στο εσωτερικό
των κοινοτήτων οπαδών με όρους έμφυλης διαφοράς, αλλά προ-
σαρμόζονται στο παιχνίδι των αντιπαλοτήτων της κερκίδας και
ενίοτε συμμετέχουν σε εντάσεις και επεισόδια. Σύμφωνα με τις
αναπλάσεις του οπαδικού λόγου των ανδρών, οι γυναίκες που
μπορούν να προσαρμοστούν σε αυτό το «ανδροπρεπές παιχνίδι»
και μπορούν να «φερθούν ανώτερα και από έναν άνδρα» στις
οπαδικές αντιπαλότητες, έχουν κοινωνική αποδοχή και γόητρο
στις οπαδικές κοινότητες.
Η εμπλοκή των οπαδών σε περιστατικά βίας, ιδιαίτερα με
αστυνομικές δυνάμεις, είναι άλλος ένας σημαίνων τόπος μνήμης
στις αφηγήσεις τους. Η συμμετοχή των οπαδών στα βίαια επεισό-
δια διέπεται από κανόνες που καθορίζουν τα όρια της λεκτικής,
συμβολικής ή και φυσικής βίας, και προϋποθέτει την παρουσία
του άλλου ως ισχυρού αντιπάλου, γεγονός που με τη σειρά του
εξασφαλίζει τη συνέχεια και την ανανέωση της αντιπαλότητας
(Κοταρίδης & Σιδέρης 2013: 143). Η συμβολική δια χείριση της
βίας συνιστά μέρος των πολιτικών τής ταυτότητας των οπαδών,
στην προσπάθειά τους να υποστηρίξουν τη συλλογικότητά τους
και να αποδυναμώσουν ή να υποβιβάσουν τον άλλο. Οι οπαδοί
λαοφιλών ομάδων εμπλέκονται σε παιχνίδια σχέσεων κυριαρ-
χίας με αντίπαλες συλλογικότητες, με στόχο να συσσωρεύσουν
συμβολικό κεφάλαιο με όρους κύρους και γοή τρου. Σε αυτά,
επιδιώκουν τη συμβολική υποβάθμιση του άλλου, οικειοποιώ-
ντας αμφισβητούμενους χώρους στην πόλη και καταστρέφοντας
υλικά αντικείμενα που έχουν συναισθηματικό φορτίο για τους
αντίπαλους. Αντίθετα αποφεύγουν εντάσεις με αδύναμες συλ-
OI απείθαρχοί: κείμενα γία την ίστορία τησ νεανίκησ αναίδείασ
64
λογικότητες, γνωρίζοντας πως η εύκολη επικράτηση σε δυνητι-
κές συγκρούσεις δεν τους επιφέρει ιδιαίτερα οφέλη.
Το μόνο που πειράζει τον φανατικό οπαδό είναι να μην του
πάρουν το κασκόλ του. Τώρα το ξύλο υπάρχει περίπτωση να
πας να δώσεις και σε μια στιγμή να φας [...]. Το κασκόλ είναι
ιερό. Είναι ντροπή να σου πάρουν το κασκόλ. Είναι χάλια περί-
πτωση. […] Με μικρές ομάδες δεν γίνονται φασαρίες. Να παί-
ξουμε τώρα εμείς με τον Εθνικό ξέρω γω, δεν ασχολούμαστε
με τους Εθνικούς. Φασαρίες με μικρές ομάδες γίνονται μόνο
στην επαρχία. […] Καλά με τον Παναθηναϊκό γίνονται φασα-
ρίες έτσι κι αλλιώς.19
Το παιχνίδι της αντιπαλότητας βασίζεται σε αποδεκτούς κώ-
δικες συμπεριφοράς των οπαδών, σε ένα ανοικτό και ριψοκίν-
δυνο παιχνίδι που αποσκοπεί στον έλεγχο κοινωνικών χώρων
που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την ταυτότητα της κάθε συλ-
λογικότητας. Ο στόχος είναι ο συμβολικός υποβιβασμός και όχι
η καταστροφή του άλλου. Οι σοβαροί, ιδίως οι θανάσιμοι, τραυ-
ματισμοί σπανίζουν και κατά κύριο λόγο είναι συμπτωματικοί
και όχι προμελετημένοι (Giulianotti & Armstrong 2013: 167). Το
παιχνίδι της αντιπαλότητας συχνά μεταφέρεται πέρα από την
κερκίδα, στους χώρους κοινωνικής συναναστροφής των οπα-
δών, ποδοσφαιρικά στέκια που λειτουργούν ως αμφισβητούμενοι
χώροι και πεδία αντιπαλότητας για την οπαδική ηγεμονία. Στο
πλαίσιο ευρύτερων αντιπαραθέσεων στους κόλπους των νεανι-
κών πολιτισμών της δεκαετίας του ’80, δεν λείπουν και οι περι-
στασιακές συγκρούσεις ανάμεσα σε οπαδούς-χεβιμεταλάδες με
άλλες νεανικές ομάδες, κυρίως τους πάνκηδες ή ακόμη και «πε-
σίματα» σε συλλογικότητες πολιτικοποιημένων νέων (Ζαϊμάκης
2015: 269). Σε αφηγήσεις ζωής οπαδών ανακαλείται το πλαίσιο
αυτών των αντιπαλοτήτων:
Μαζευόμασταν πάρα πολύ στην Πλάκα, ήταν ένας δρόμος που
είχε στη σειρά μαγαζιά και άραζαν οπαδοί κάθε ομάδας έχο-
ντας το δικό τους στέκι. […] Ήταν πολύ συχνό το ξύλο στην
Πλάκα αλλά όχι τόσο μεταξύ οπαδών, πλακωνόμασταν με φρι-
κιά, με πάνκηδες, με ροκάδες.20
Η προσπάθεια πειθαρχικοποίησης των οπαδών και κοινω-
νικού ελέγχου της βίας των γηπέδων από τα τέλη της δεκαετίας
ΝΕΟΛΑΙΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΟΠΑΔΙΣΜΟΣ
65
του ’80, βιώθηκε από τους μοντέρνους οπαδούς ως μια απρό-
σκλητη παρέμβαση στη συμβολική τους επικράτεια. Μια ει-
σβολή που ακύρωνε κώδικες συμπεριφοράς του παιχνιδιού τής
τελετουργικής και συμβολικής αντιπαλότητας των οπαδών. Το
γεγονός αυτό ενίσχυσε την έχθρα των νεαρών οπαδών απένα-
ντι σε αυτούς που εξέφραζαν (στο οπαδικό φαντασιακό) τους
φορείς εξουσίας του κράτους, τους αστυνομικούς. Αυτή η αρ-
νητική στάση κωδικοποιήθηκε στον οπαδικό λόγο με τη σταδι-
ακή ευρεία αποδοχή του εισαγόμενου ακρωνύμιου
ΑCAB
(All
Cops are Bastards) σε γκράφιτι και «στικάκια» στους τοίχους
των πόλεων. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η στάση αυτή δεν συνδε-
όταν με κάποια συνειδητή ιδεολογική (αντιεξουσιαστική) ιδεο-
λογία, άλλωστε η συντριπτική πλειοψηφία των οπαδών είχε μια
απολίτικη τοποθέτηση. Περισσότερο αντανακλούσε όψεις μιας
αποσπασματικής και κοινωνικής διαμαρτυρίας που συνδεόταν
με οπαδικά ζητήματα. Στις αφηγήσεις των οπαδών προβάλλο-
νται τέτοιες αρνητικές στάσεις, ενώ προβάλλονται τα όρια και
οι κώδικες τιμής τους στις μεταξύ τους αντιπαλότητες και στις
συγκρούσεις τους με την αστυνομία πριν από την έλευση του
συστηματικού ελέγχου του οπαδικού χώρου:
Τότε γίνονταν συχνά φασαρίες με τους μπάτσους. Δεν μπορώ
να τους πω αστυνομία εγώ […] και μόνο που υπάρχουν στο
γήπεδο είναι μια πρόκληση. Και τίποτα να μην κάνουμε εμείς,
θα μας προκαλέσουν, αυτοί μας κοιτάνε περιφρονητικά, ότι
εσύ είσαι μηδέν. Δεν τους έχουμε ανάγκη τους μπάτσους.21
Δεν υπήρχαν τότε ξεχωριστές κερκίδες φιλοξενουμένων. Απλά,
ανάλογα με το πόσοι ήταν οι φιλοξενούμενοι καταλάμβαναν
ένα κομμάτι σε κάποια θύρα και καθόντουσαν εκεί […] Έτσι
ήταν τα πράγματα τότε. Γι’ αυτό, κατά τη γνώμη μου, υπήρχε
πολύ «respect» και σεβασμός μεταξύ των οπαδών […] Έπεφτε
ξύλο; Ναι, έπεφτε. Ήταν άγριες εποχές και έπρεπε να έχεις
«κότσια» για να σταθείς ανάμεσά μας. Δεν μπορούσε κάποιο
παιδάκι να έρθει εκτός έδρας, όπως συνέβαινε μετά, επειδή
εμείς δεν είχαμε συνοδεία αστυνομίας κ.λπ. Πηγαίναμε απο-
φασισμένοι να δούμε την ομάδα μας ή να παίξουμε ξύλο με
όποιον μας εμποδίσει. Οι ελεύθερες τότε μετακινήσεις, κατά
τη γνώμη μου, συνέβαλαν στο να μείνει η έχθρα μέσα ή στους
περίγυρους των γηπέδων. Δεν υπήρχαν «πεσίματα» σε συνδέ-
σμους ή στέκια, γιατί δεν υπήρχε λόγος.22
OI απείθαρχοί: κείμενα γία την ίστορία τησ νεανίκησ αναίδείασ
66
Στην κοινωνική μνήμη των οπαδικών συλλογικοτήτων απο-
δίδεται ένα ηρωικό περιεχόμενο στον «αγνό» οπαδισμό της δε-
καετίας του ’80 και επικρίνονται οι παρεμβατικές πολιτικές του
κράτους που περιορίζουν τα δικαιώματα και τον συμβολικό έλεγ-
χο του παιχνιδιού. Η κριτική αυτή διογκώθηκε στις επόμενες δε-
καετίες, με την εντατικοποίηση των μηχανισμών επιτήρησης και
πειθάρχησης των οπαδών, την είσοδο του ηλεκτρονικού ελέγχου
των γηπέδων, τις απαγορεύσεις των μετακινήσεων των οπαδών
σε εκτός έδρας αγώνες.
επιλογοσ
Ο νεανικός, μαχητικός και εκφραστικός οπαδισμός των γηπέ-
δων στην περίοδο της Μεταπολίτευσης δεν μπορεί να ιδωθεί έξω
από το πλαίσιο των νεανικών πολιτισμών της καθημερινότητας
που αναδύονται εκείνα τα χρόνια. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο οπαδισμός
υπήρξε χώρος υποδοχής κοινωνικής δυσαρέσκειας νέων ανδρών
–με διαταξική κοινωνική προέλευση και ισχυρή παρουσία των
λαϊκών στρωμάτων– απέναντι στο σύστημα αξιών της μεσαίας
τάξης και της ευυπόληπτης εργατικής τάξης. Σε κάποιο βαθμό,
ο οπαδισμός συνδέθηκε με τους νεανικούς πολιτισμούς της αμ-
φισβήτησης, που διατηρούσαν τις αποστάσεις τους από τους
αξιακούς προσανατολισμούς και τα πρότυπα συμπεριφοράς της
πολιτικοποιημένης νεολαίας της εποχής. Οι νεαροί οπαδοί της
δεκαετίας του ’80 δανείζονταν πολιτισμικά πρότυπα και μιμη-
τικές εντάσεις από τα εκφραστικά ρεπερτόρια των Ευρωπαίων
ομολόγων τους, υιοθετούσαν συμπεριφορές βραχυπρόθεσμων
απολαύσεων και αναζητούσαν στο παιχνίδι της κερκίδας νόημα,
συγκινησιακή διέγερση, έξαψη και περιπέτεια.
Το οπαδικό φαινόμενο της δεκαετίας του ’80 μπορεί να εντα-
χθεί στο πλούσιο ρεπερτόριο της συλλογικής δράσης μιας νεο-
λαίας που προσπαθούσε να απαντήσει, συχνά με έναν φαντασι-
ακό τρόπο, στα ανεπίλυτα προβλήματα που την απασχολούσαν:
η κρίση των αξιών και των αφηγημάτων της νεωτερικότητας, οι
αλλοτριωμένες συνθήκες εργασίας, οι κοινωνικές ανισότητες,
η αναζήτηση ταυτότητας και νοήματος σε έναν κατακερματι-
σμένο κοινωνικό κόσμο και η διάλυση των κοινοτικών δεσμών.
Η νεολαιίστικη κουλτούρα του οπαδισμού ρίζωσε στην ελληνι-
ΝΕΟΛΑΙΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΟΠΑΔΙΣΜΟΣ
67
κή κοινωνία, γνώρισε ποικίλες μεταμορφώσεις και, ως τις ημέ-
ρες μας, εξακολουθεί να προκαλεί αμφίσημα συναισθήματα στο
κοινωνικό σώμα. Είτε ως δυστοπικές εστίες παραβατικότητας,
αλλοτρίωσης και επιτέλεσης ηγεμονικών ανδρικών ταυτοτήτων
είτε ως πραγματικά ή νοερά καταφύγια νοήματος, συλλογικότη-
τας και ταυτότητας, οι πολιτισμοί των γηπέδων συνιστούν ένα
προκλητικό πεδίο μελέτης που έχει πολλά να μας πει για την
κοινωνική κατάσταση και τα αξιακά συστήματα της ελληνικής
νεολαίας στην περίοδο της Μεταπολίτευσης.
σήμειωσεισ
1. Συνέντευξη Παύλου (οπαδός ΠΑΟΚ) στον Γιάννη Ζαϊμάκη:
24/11/2010.
2. Για μια πιο διεξοδική αναφορά στο νέο ρεύμα των μελετών για το
ποδόσφαιρο και στη σχετική βιβλιογραφία βλ. Ζαϊμάκης & Κοτα-
ρίδης 2013: 12-13.
3. Πρόκειται για συλλογικότητα οπαδών από διάφορες ομάδες, που
διατηρεί και ιστοσελίδα στο διαδίκτυο (βλ. www.curvagreek.com).
Η συγκέντρωση αυτού του υλικού έγινε στο πλαίσιο μιας προσπά-
θειας καταγραφής από τους ίδιους τους «συνδεσμίτες» της δικής
τους «αθλητικής ιστορίας». Τα μέλη της ομάδας που αποδελτίωσαν
το υλικό επέτρεψαν πρόθυμα την πρόσβαση του γράφοντα σε αυτό
και θέλησαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους. Για το ζήτημα της
αθλητικής ιστορίας από τη σκοπιά των συμμετεχόντων στις αθλη-
τικές κοινωνίες βλ. Κουλούρη 2015: 79-80
4. Βλ. σχετικά, Θύρα 13: 201· Καταστατικό ίδρυσης Συνδέσμου Φι-
λάθλων Οπαδών Ολυμπιακού, που εγκρίθηκε από το Πρωτοδικείο
Πειραιά με την απόφαση 3712/1957· Επιστολή του Συνδέσμου προς
το Δ.Σ. του Ολυμπιακού με αρ. πρωτ. 74/16-11-1967.
5. Βλ. αποδελτιωμένες πληροφορίες από την εφημερίδα Αθλητική Ηχώ,
από το ερευνητικό αρχείο του Curvagreek· Μακεδονία: 13 Φεβρου-
αρίου 1960, σ. 6· Αθλητική Ηχώ: 24 Δεκεμβρίου 1964, σ. 5.
6. Βλ. «Εκδρομή Άρεως», Μακεδονία: 27 Αυγούστου 1959· ερευνη-
τικό αρχείο του Curvagreek· http://www.1926.gr/articles_details.
php?keyi=51888&newsid=78360. Προσπελάστηκε 9/1/2017.
7. Αποδελτιωμένες πληροφορίες από την εφημερίδα Αθλητική Ηχώ
(Curvagreek)· για την ιστορία των Συνδέσμων των ομάδων του Ηρα-
κλείου, βλ. Ζαϊμάκης 2015: 258-62· Πατρίς: 16 Μαρτίου 1960. Επι-
σημαίνουμε ότι ο κατάλογος αυτός δεν είναι εξαντλητικός. Είναι
βέβαιο ότι την ίδια περίοδο δημιουργούνται και άλλοι σύλλογοι
στην επαρχία, που απλώς δεν αναφέρονται στις διαθέσιμες πηγές.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην περίπτωση του Ηρακλείου, όπου υπάρχει
OI απείθαρχοί: κείμενα γία την ίστορία τησ νεανίκησ αναίδείασ
68
πιο συστηματική έρευνα σε τοπικές εφημερίδες από παλαιότερες
ερευνητικές πρακτικές του γράφοντος, εμφανίζεται μεγαλύτερος
αριθμός συνδέσμων από διαφορετικές ομάδες στην ίδια πόλη.
8. Βλ. σχετικά, Κοταρίδης 2005: 115.
9. Συνέντευξη Δημήτρη (οπαδός Πανιωνίου) στον Μανόλη Δρίβα:
19/3/2013.
10. Συνέντευξη Στέλιου (οπαδός
ΟΦΗ
) στον Γιάννη Ζαϊμάκη: 17/1/2006.
11. Ορισμένα χαρακτηριστικά στέκια που αναφέρονται είναι τα εξής:
«Dragon» στον Πειραιά, «Victoria» στoν Κορυδαλλό, «Filos Club»
στη Λεωφόρο Καβάλας, «Dragonfly» στην Ακαδημίας, «Rock Club
Rainbow» στην Πλατεία Καλογήρων στη Δάφνη και μετέπειτα στη
Λεωφόρο Βουλιαγμένης, «Iron» στο Μπραχάμι, «Paranoid» στην
Ηλιούπολη, «Ombre» στο Χαλάνδρι, «Skylab», «Mad», «Άρης» και
«Αρετούσα» στην Πλάκα, «Moonlight» και «Sound» στο Ηράκλειο
της Κρήτης.
12. Ως τέτοια παραδείγματα αναφέρονται η «Μariner» στο Νέο Ηρά-
κλειο, η «Fontana» στο Πασαλιμάνι και το «Clock» στο Μοναστηράκι.
13. Συνέντευξη Κώστα (οπαδός Πανιωνίου) στον Μανόλη Δρίβα:
25/1/2013.
14. Συνέντευξη Στέφανου (οπαδός Παναθηναϊκού) στον Μανόλη Δρί-
βα: 4/2/2013.
15. Συνέντευξη Γιώργου (οπαδός Ολυμπιακού) στον Μανόλη Δρίβα:
10/2/2013.
16. Συνέντευξη Μάκη (οπαδός ΑΕΚ) στον Μανόλη Δρίβα: 15/2/2013.
17. Συνέντευξη Δημήτρη (οπαδός Πανιωνίου) στον Μανόλη Δρίβα:
19/3/2013.
18. Συνέντευξη Κώστα (οπαδός Πανιωνίου) στον Μανόλη Δρίβα:
25/1/2013.
19. Συνέντευξη Ανδρέα (οπαδός Ολυμπιακού) στους Θωμαΐς Βέκιου,
Παγώνα Παχούμη, Κωνσταντίνο Σεβαστό και Γιώργο Φριλίγκο:
22/10/1994.
20. Συνέντευξη Στέφανου (οπαδός Παναθηναϊκού) στον Μανόλη Δρί-
βα: 4/2/2013.
21. Συνέντευξη του Ανδρέα (οπαδός Ολυμπιακού) στους Θωμαΐς Βέκι-
ου, Παγώνα Παχούμη, Κωνσταντίνο Σεβαστό και Γιώργο Φριλίγκο:
22/10/1994.
22. Συνέντευξη Κώστα (οπαδός Πανιωνίου) στον Μανόλη Δρίβα:
25/1/2013.
ΝΕΟΛΑΙΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΟΠΑΔΙΣΜΟΣ
69
ΒιΒλιογραΦια
Ελληνόγλωσση βιβλιογραφία
Αβδελά, Έφη. 2005. «‘‘Φθοροποιοί και ανεξέλεγκτοι απασχολήσεις’’: Ο
ηθικός πανικός για τη νεολαία στη μεταπολεμική Ελλάδα», Σύγ-
χρονα Θέματα 90: 30-43.
Αστρινάκης, Αντώνης & Λίλυ, Στυλιανούδη (επιμ.). 1996. Χέβυ μέταλ,
ροκαμπίλι και φανατικοί οπαδοί: νεανικοί πολιτισμοί και υποπολιτι-
σμοί στη Δυτική Αττική, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Ελίας, Nόμπερτ & Ντάνινγκ, Έρικ. 1998. Αθλητισμός και ελεύθερος χρό-
νος στην εξέλιξη του πολιτισμού, Αθήνα: Δρομέας.
Cuche, Denys. 2001. Η έννοια της κουλτούρας στις κοινωνικές επιστήμες,
Αθήνα: Τυπωθήτω-Δαρδανός.
Δεμερτζής, Νίκος & Σταυρακάκης, Γιάννης. 2008. «Η έρευνα για τη νεολαία-
συνοπτική αναδρομή». Στο Ν. Δεμερτζής, Γ. Σταυρακάκης, Μπ. Ντά-
βου, Αντ. Αρμενάκης, Ν. Χρηστάκης, Ν. Γεωργακάκης & Ν. Μπουμπά-
ρης, Νεολαία: ο αστάθμητος παράγοντας, Αθήνα: Πολύτροπον, 15-29.
Ζαϊμάκης, Γιάννης. 2015. «‘‘Να ’σαι περήφανος που είσαι κρητικός’’: Το-
πικότητα, ταυτότητα και πολιτισμική μεταβολή στις κοινότητες των
οργανωμένων οπαδών του
ΟΦΗ
». Στο Γ. Ζαϊμάκης & Ε. Φουρναρά-
κη (επιμ.), Κοινωνία και αθλητισμός στην Ελλάδα: κοινωνιολογικές
και ιστορικές προσεγγίσεις, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 251-292.
Ζαϊμάκης, Γιάννης & Κοταρίδης, Νίκος. 2013. «Εισαγωγή». Στο Γ. Ζαϊ-
μάκης & Ν. Κοταρίδης (επιμ.), Ποδόσφαιρο και κοινότητες οπαδών:
αντιπαλότητες και πολιτικές της ταυτότητας, Αθήνα: Πλέθρον, 9-24.
Ζαϊμάκης, Γιάννης. 2013. «Η πολιτική οικονομία του ποδοσφαίρου στην
ύστερη νεωτερικότητα. Εμπορευματοποίηση, παγκοσμιοποίηση και
αποικιοποίηση». Στο Γ. Ζαϊμάκης & Ν. Κοταρίδης (επιμ.), Ποδόσφαι-
ρο και κοινότητες οπαδών: αντιπαλότητες και πολιτικές της ταυτό-
τητας, Αθήνα: Πλέθρον, 27-58.
Ζεστανάκης, Παναγιώτης. 2013-14. «Τσιμέντα, σωλήνες, κασκόλ στο
μπράτσο: οπαδικός πολιτισμός, κατανάλωση και αμφισβήτηση στην
Αθήνα της δεκαετίας του ’80», Altius 1: 41-45
Giulianotti, Richard & Armstrong, Gary. 2013. «Οι λεωφόροι της αντι-
παράθεσης. Διαχείριση και έλεγχος αστικών χώρων από τους χού-
λιγκαν». Στο Γ. Ζαϊμάκης & Ν. Κοταρίδης (επιμ.), Ποδόσφαιρο και
κοινότητες οπαδών: αντιπαλότητες και πολιτικές της ταυτότητας,
Αθήνα: Πλέθρον, 161-201.
Hebdige, Dick. [1978] 1985. Υποκουλτούρα: Το νόημα του στιλ, Αθήνα:
Γνώσ η .
Hourcade, Nicolas. 2013. «“Ultras” και αναπλάσεις των γηπέδων στη
Γαλλία». Στο Γ. Ζαϊμάκης & Ν. Κοταρίδης (επιμ.), Ποδόσφαιρο και
κοινότητες οπαδών: αντιπαλότητες και πολιτικές της ταυτότητας,
Αθήνα: Πλέθρον, 86-106.
OI απείθαρχοί: κείμενα γία την ίστορία τησ νεανίκησ αναίδείασ
70
Κατσάπης, Κώστας. 2013. Το «πρόβλημα νεολαία». Μοντέρνοι νέοι, πα-
ράδοση και αμφισβήτηση στη μεταπολεμική Ελλάδα 1964-1974,
Αθήνα: Απρόβλεπτες Εκδόσεις.
Κιτροέφ, Αλέξανδρος. 2010. Ελλάς Ευρώπη, Παναθηναϊκός! 100 χρόνια
ελληνικής ιστορίας, Νέα Υόρκη: greekworks.com
Κοταρίδης, Νίκος. 2005. Φίλαθλοι και βίαια επεισόδια στις ποδοσφαιρι-
κές συναντήσεις 1974-2003 (Ερευνητική Έκθεση), Αθήνα: Πάντειο
Πανεπιστήμιο.
Κοταρίδης, Νίκος & Σιδέρης, Νίκος. 2013. «Το παιχνίδι και ο φανατισμός
της κερκίδας». Στο Γ. Ζαϊμάκης & Ν. Κοταρίδης (επιμ.), Ποδόσφαιρο
και κοινότητες οπαδών: αντιπαλότητες και πολιτικές της ταυτότητας,
Αθήνα: Πλέθρον, 143-160.
Κουλούρη, Χριστίνα. 2015. «Η ιστορία του ελληνικού αθλητισμού: σπορ,
φυσική αγωγή και Ολυμπιακοί αγώνες». Στο Γ. Ζαϊμάκης & Ε. Φουρ-
ναράκη (επιμ.), Κοινωνία και αθλητισμός στην Ελλάδα: κοινωνιολο-
γικές και ιστορικές προσεγγίσεις, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 43-88.
Μπάδα, Κωνσταντίνα. 2016. «Σιωπές και μνήμες της πόλης των Ιωαννί-
νων στη δεκαετία του 1940» Στο Ρ. Βαν Μπουσχότεν κ.ά. (επιμ.), Η
μνήμη αφηγείται στην πόλη: προφορική ιστορία και μνήμη του αστι-
κού χώρου, Αθήνα: Πλέθρον, 229-248.
Τσουκαλά, Αναστασία. 2013. «Περί επικινδυνότητας της οπαδικής βίας:
πολιτικά παιχνίδια εξουσίας σε Ελλάδα και Ιταλία». Στο Γ. Ζαϊμάκης
& Ν. Κοταρίδης (επιμ.), Ποδόσφαιρο και κοινότητες οπαδών: αντι-
παλότητες και πολιτικές της ταυτότητας, Αθήνα: Πλέθρον, 202-220.
Τζούκας, Βαγγέλης. 2013. «Λόγος περί πολιτικής στον λόγο των οργα-
νωμένων οπαδών του ποδοσφαίρου: η περίπτωση του Παναθηναϊ-
κού». Στο Γ. Ζαϊμάκης & Ν. Κοταρίδης (επιμ.), Ποδόσφαιρο και κοι-
νότητες οπαδών: αντιπαλότητες και πολιτικές της ταυτότητας, Αθή-
να: Πλέθρον, 259-272.
Τσιώλης, Γιώργος. 2014. Μέθοδοι και τεχνικές ανάλυσης στην ποιοτική
έρευνα, Αθήνα, Κριτική.
Θύρα 13. (χ.χ.). Η ιστορία της Θύρας 13, Αθήνα: Διαθέσιμο στο: http://
gate13.gr/wp-content/uploads/history, προσπελάστηκ ε 5/1/2017.
Χουμεριανός, Μανόλης. 2015. «Τοπικότητα και φίλαθλες ταυτότητες: οι
οπαδοί του Εθνικού Πειραιά». Στο Γ. Ζαϊμάκης & Ε. Φουρναράκη
(επιμ.), Κοινωνία και αθλητισμός στην Ελλάδα: κοινωνιολογικές και
ιστορικές προσεγγίσεις, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 291-320.
ΝΕΟΛΑΙΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΟΠΑΔΙΣΜΟΣ
71
Ξενόγλωσση βιβλιογραφία
Bauman, Zygmunt. 2000. Liquid Modernity. Cambridge: Polity Press.
Ben Porat, Amir. 2010. «Football Fandom: a Bounded Identification», Soc-
cer and Society 11/3: 277-290.
Brown, Adam. 1998. Fanatics! Power, Identity and Fandom in Football,
London & New York: Routledge.
Davis, Leon. 2015. «Football Fandom and Authenticity: a Critical Dis-
cussion of Historical and Contemporary perspectives», Soccer and
Society 16/2-3: 422-436.
Dittmer, Jason & Klaus, Dodds. 2008. «Popular Geopolitics Past and Fu-
ture: Fandom, Identities and Audiences», Geopolitics 13/3: 437-457.
Doidge, Mark. 2013. «e birthplace of Italian Communism: Political
Identity and Action Amongst Livorno Fans», Soccer and Society
14/2: 246-261.
Duke, Vic. & Crolley, Liz. 1996. «Football Spectator Behavior in Argenti-
na: A Case of Separate Evolution», Sociological Review 44/2: 272-93.
Dunning, Eric. 1994. «e Social Roots of Football Hooliganism: A Reply
to the Critics of the ‘‘Leicester School’’». Στο R. Giulianotti, N. Bon-
ney & M. Hepworth (επιμ.) Football, Violence and Social Identity,
London: Routledge, 123-151.
Fiske, John. 1992. «e Cultural Economy of Fandom». Στο L. Lewis
(επιμ.), e adoring culture: Fan culture and popular media, Lon-
don: Routledge, 30-49.
Grossberg, Lawrence. 1992. «Is there a fan in house? Affective Sensibility
of Fandom». Στο L. Lewis (επιμ.), e adoring culture: Fan culture
and popular media, London: Routledge, 50-68.
Hall, Stewart. 1997. «Old and New Identities, Old and New Ethnicities».
Στο A. King (επιμ.), Culture, Globalization and the World-System,
Minneapolis, MN: University of Minneapolis Press.
Hall, Stewart & Jefferson, Tony. 1976. Resistance through Rituals. Youth
Subcultures in Post-war Britain, London & New York: Routledge.
Holt, Richard. 1990. Sport and the British: A Modern History. Oxford &
New York: Oxford University Press.
King, Antony. 1998. e End of the Terraces: the Transformation of English
Football in the 1960s, London: Leicester University Press.
Kassimeris, Christos. 2011. «Fascism, Separatism and the Ultràs: Dis-
crimination in Italian football», Soccer and Society 12:5: 677-688.
Nash, Rex. 2000. «Contestation in modern English football: the independ-
ent supporters association movement», International Review for the
Sociology of Sport 35 (4): 465-486.
Podaliri, Carlo & Balestri, Carlo. 1998. «e Ultras, Racism and Football
Culture in Italy». Στο A. Brown (επιμ.), Fanatics! Power, Identity
and Fandom in Football, London & New York: Routledge, 88-100.
Redhead, Steve. 1997. Post-fandom and the millennial blues: e transfor-
mation of soccer culture, London & New York: Routledge.
Roversi, Antonio & Carlo, Balestri. 2000. «Italian Ultras Today: Change
OI απείθαρχοί: κείμενα γία την ίστορία τησ νεανίκησ αναίδείασ
72
or Decline?», European Journal on Criminal Policy and Research 8
(2): 183-199.
Scalia, Vincenzo. 2009. «Just a Few Rogues? Clubs and Politics in Con-
temporary Italy», International Review for the Sociology of Sport
44/1: 41-53.
Spaaij, Ramón. 2005. «Passion, Politics and Violence: A Socio-Historical
Analysis of Spanish Ultras». Soccer and Society 6/1 (2005): 79-96.
Spaaij, Ramón. 2007. «Football Hooliganism as a Transnational Phenom-
enon: Past and Present Analysis: A Critique – More Specificity and
Less Generality», e International Journal of the History of Sport
24/4: 411-431.
Spaaij, Ramón. 2008. «Men Like Us, Boys Like em: Violence, Mascu-
linity, and Collective Identity in Football Hooliganism», Journal of
Sport and Social Issues 324/4: 369-392.
Spaaij, RamÓn & Carless, Viñas. 2013. «Political Ideology and Activism
in Football fan Culture in Spain: A View from the Far Left», Soccer
and Society 14/2: 183–200.
Testa, Alberto & Armstrong, Gary. 2008. «Words and Actions: Italian Ul-
tras and Neo-fascism», Social Identities 14/4: 473-490.
Willis, Paul.1978. Profane Culture, London: Routledge and Kegan Paul.
Zaimakis, Yiannis. 2018. «Football Fan Culture and Politics in Modern
Greece: the Process of Fandom Radicalization during the Austerity
Era», Soccer and Society 19/2: 252-270.
Zani, Bruna & Erich, Kirchler. 1991. «When Violence Overshadow the
Spirit of Sporting Competitions: Italian Football Fans and their
Clubs», Journal of Community and Applied Social Psychology 1: 5-21.