BookPDF Available

Δυσλεξία - Μαθησιακές δυσκολίες και η αντιμετώπισή τους

Authors:

Abstract

Η μελέτη της δυσλεξίας αποτελεί αντικείμενο έρευνας και προβληματισμού τα τελευταία χρόνια, ερευνητών πολλών διαφορετικών ειδικοτήτων, ως σύγχρονο πρόβλημα με αρκετά σύνθετη δομή, το οποίο συχνά δίνει την εντύπωση ενός τεραστίου και πολύπλευρου θέματος, το οποίο είναι σχεδόν αδύνατο να ερευνηθεί ολοκληρωτικά. Μεγάλο μέρος των μαθητών βρίσκονται αντιμέτωποι με δυσκολίες στην μάθηση και χρήση της γραφής και ανάγνωσης, και κατά συνέπεια στην μάθηση και απόκτηση γνώσεων. Το βασικό ερώτημα που γεννιέται είναι γιατί συμβαίνει αυτό. Ποιες είναι οι αιτίες, οι οποίες οδηγούν ένα παιδί στην δυσκολία (ή αδυναμία) στην μάθηση; Και πως μπορούν να ξεπεράσουν αυτή τη δυσκολία και να επιτύχουν στην μάθηση και απόκτηση γνώσεων όπως οι συνομήλικοί τους; Διαφορετικοί ειδικοί απ’ όλο το κόσμο έχουν ερευνήσει το πρόβλημα της δυσλεξίας, ο καθένας από την δική του οπτική, η οποία εξαρτάται από την επιστημονική του ταυτότητα. Σημαντικές είναι οι έρευνες, που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, σχετικά με τις αιτίες που οδηγούν στην εμφάνιση της δυσλεξίας και πλέον έχουν εξηγήσει σε μεγάλο βαθμό την δυναμική των αιτιολογικών της παραγόντων. Ιδιαίτερη αξία για τον σχεδιασμό της υπόθεσης της συγκεκριμένης εργασίας, έχουν οι θεωρίες εξήγησης του φαινομένου της δυσλεξίας που βασίζονται στην γνωστική θεώρηση και ανάλυση της μάθησης και απόκτησης γνώσεων. Τα τελευταία χρόνια, η εξέλιξη της γνωστικής ψυχολογίας έχει οδηγήσει πολλούς ερευνητές στην προσπάθεια εξήγησης της δυσλεξίας βάση των θεωριών επεξεργασίας των πληροφοριών. Οι θεωρίες αυτές, οι οποίες υποστηρίζονται από πολλούς επιστήμονες, αποτελούν το εναρκτήριο σημείο της ανάπτυξης τα υπόθεσης και της πραγματοποίησης της συγκεκριμένης έρευνας. Οι θεωρίες αυτές, οι οποίες θα εκτεθούν και αναλυθούν εκτενώς στην συνέχεια, οδηγούν στην ιδέα ότι τα λάθη κατά την γραφή κειμένου έχουν γνωστικό χαρακτήρα, ο οποίος χαρακτηρίζει την παθολογία των δυσλεκτικών παιδιών και τα αντίστοιχα ελλείμματα στις σχετικές γνωστικές λειτουργίες, καθώς και τα λάθη της γραφής. Μια προσπάθεια για εξήγηση όμως των παθολογικών συμπτωμάτων θα ήταν άτοπη αν δεν ληφθούν υπ’ όψη και τα χαρακτηριστικά της γλώσσας που χρησιμοποιούν τα παιδιά, καθώς και τους κανόνες και τις ιδιαιτερότητες που την χαρακτηρίζουν. Για τον λόγο αυτό, η ανάλυση πρέπει να ξεκινήσει με μια ανασκόπηση των βασικών κανόνων της ελληνικής γλώσσας και της εξέλιξης του λόγου στα παιδιά, στα πλαίσια του συγκεκριμένου γλωσσικού περιβάλλοντος και του συγκεκριμένου εκπαιδευτικού συστήματος, μέσω των οποίων τα παιδιά από την προσχολική ηλικία μαθαίνουν, χρησιμοποιούν και εξελίσσουν τις γλωσσικές τους ικανότητες, έως την στιγμή της έναρξης της διαδικασίας της μάθησης της ανάγνωσης και της γραφής. Η μάθηση της γραφής και της ανάγνωσης αποτελεί μια από τις βασικότερες ικανότητες του σύγχρονου ανθρώπου μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος, του οποίου ο βασικός στόχος είναι η εξειδίκευση του ατόμου μέσω του σχολείου. Το παιδί με δυσκολίες στην ανάγνωση και στην γραφή, και κατά συνέπεια και στην μάθηση και απόκτηση γνώσεων, δεν μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι του σχολείου, έτσι ώστε να μην είναι σε θέση να προχωρήσει μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος στα ανώτερα επίπεδα και έτσι μειώνεται η πιθανότητα για επιτυχία στην επαγγελματική καριέρα. Για τον σύγχρονο άνθρωπο η επαγγελματική επιτυχία αποτελεί ίσως τον πιο σημαντικό στόχο της ζωής του και για τον λόγο αυτό η διάγνωση και η θεραπεία των διαταραχών, οι οποίες επιδρούν στην εκπαιδευτική του πορεία γίνονται επιβεβλημένες. Το άτομο που δεν μπορεί να τα καταφέρει στο σχολείο είναι «βάρος» στην υποχρεωτική εκπαίδευση, η οποία καλείται ή να το βοηθήσει ή να το περιθωριοποιήσει, κάτι που φαίνεται να συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, ειδικότερα στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Από την άλλη πλευρά είναι ξεκάθαρα τα προβλήματα που προκαλούνται στο ίδιο το δυσλεκτικό παιδί, το οποίο βλέπει ότι δεν μπορεί να μάθει αυτό που τα υπόλοιπα παιδιά μπορούν, αν και καταβάλει μεγάλες προσπάθειες και δαπανά τον περισσότερο από τον χρόνο του αλλά χωρίς επιτυχία. Σταδιακά το παιδί, καθώς αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τις ικανότητές του, συγκρίνοντας τις γνώσεις του και ίσως και τους βαθμούς του με τα άλλα παιδιά, κάτω από την πίεση των γονιών και των δασκάλων που δεν μπορούν να κατανοήσουν την φύση του προβλήματος που αντιμετωπίζει το παιδί, κάτω από την επίδραση του εκπαιδευτικού συστήματος που επιθυμεί την παραγωγή, με δαπάνη του ελάχιστου χρόνου και με ελάχιστα μέσα, ολοκληρωμένων ανθρώπων έτοιμων για ένταξη στην παραγωγική διαδικασία, αρχίζει να χάνει τον αυτοσεβασμό του και σταματά να προσπαθεί, σίγουρο πλέον ότι δεν θα τα καταφέρει όσο και αν προσπαθήσει. Έτσι, κάθε ελπίδα για εξέλιξη του παιδιού χάνεται και το άτομο απομονώνεται από το περιβάλλον, χάνει την θέληση για μια καλύτερη ζωή, αντιστέκεται σε κάθε προσπάθεια για βοήθεια από τους άλλους, εντάσσεται σε μια προβληματική ψυχολογική κατάσταση, η οποία μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στην εγκληματικότητα. Αναγκαίο είναι στις μέρες μας, να δοθεί έμφαση στις γλωσσικές διαταραχές, να εξηγηθούν οι αιτίες που οδηγούν στο πρόβλημα και να προταθούν κατάλληλες μέθοδοι για αποκατάσταση μέσω τις ατομικής παρέμβασης, γρήγορα και έγκαιρα. Από την βιβλιογραφική ανασκόπηση φαίνεται ότι οι ειδικοί που ασχολούνται με τα προβλήματα του γραπτού λόγου, ειδικότερα στην Ελλάδα, δίνουν διαφορετικούς ορισμούς, και κατά συνέπεια προτείνουν διαφορετικές μεθόδους για αξιολόγηση και αποκατάσταση, συχνά αγνοώντας τα ευρήματα των διαφορετικών επιστημών, εστιάζοντας τις προσπάθειές τους πάνω στην δική τους επιστήμη, συχνά με αποτέλεσμα την επιπλέον σύγχυση γύρω από το έτσι κι αλλιώς σύνθετο πρόβλημα της δυσλεξίας. Είναι ξεκάθαρο ότι ο ρόλος της διεπιστημονικής συνεργασίας στην έρευνα της δυσλεξίας είναι απολύτως αναγκαία, λόγω του ότι η παρουσίαση του προβλήματος μονόπλευρα, από την πλευρά μιας μοναδικής επιστήμης, δεν μπορεί να εμφανίσει σοβαρά και χρήσιμα αποτελέσματα, και κατά συνέπεια συσκοτίζει τις αιτίες, τα συμπτώματα και τις αποκαταστατικές μεθόδους της δυσλεξίας. Με την συγκεκριμένη μελέτη πραγματοποιείται μια προσπάθεια, να εξηγηθεί το περισσότερο δυνατόν η ουσία του φαινομένου της δυσλεξίας, βάση των θεωριών όλων των συναφών επιστημονικών πεδίων και να τονιστούν οι διαφορετικές ομάδες διαταραχών με σκοπό την σαφή διάγνωση και την εξειδικευμένη θεραπευτική παρέμβαση για μία ακριβής και άμεση επίλυση του προβλήματος. Η βιβλιογραφική ανάλυση αποκαλύπτει αναφορές διαφορετικών ειδών δυσλεξίας, κάποιες φορές κοντινές και παρόμοιες, άλλες φορές διαμετρικά αντίθετες. Οι υπάρχουσες ταξινομήσεις όμως δύσκολα βρίσκουν πρακτική εφαρμογή, ή γιατί δεν προτείνουν μια διαφοροποιητική εικόνα των κλινικών συμπτωμάτων, ή γιατί δεν ορίζουν διαφορετικές κατηγορίες των δυσλεκτικών παιδιών σε ομάδες με παρόμοιες θεραπευτικές μεθόδους. Κατά συνέπεια, οι προτεινόμενες μέθοδοι θεραπείας εφαρμόζουν μια ενιαία μέθοδο αποκατάστασης για όλα τα δυσλεκτικά παιδιά, με αποτέλεσμα ή να δαπανούν χρόνο και ενέργεια εφαρμόζοντας μη αναγκαίες ασκήσεις ως την πλήρωση του θεραπευτικού προγράμματος, ή να εστιάζουν πάνω σε συγκεκριμένες μόνο ομάδες δυσλεκτικών, στις οποίες οι θεραπευτικές μέθοδοι έχουν αποτέλεσμα. Εκτός από αυτό, ο περιορισμός της θεωρητικής βάσης στην ανάπτυξη και έρευνα των διαφορετικών θεωριών οδηγεί στην υιοθέτηση αυτών των μεθόδων από συγκεκριμένη μόνο ομάδα ειδικών. Προσπάθεια για ερμηνεία της φύσης της δυσλεξίας, η οποία θα εμπεριέχει δεδομένα από τις παιδαγωγικές, γλωσσολογικές, καθώς και από τις ψυχολογικές επιστήμες για την δημιουργία μιας ενιαίας προσέγγισης για την αξιολόγηση των διαταραχών της γραφής και της ανάγνωσης, που να ισχύει τόσο στην θεωρητική ανάλυση των διαταραχών, όσο και στην πρακτική τους εφαρμογή σε παιδιά με δυσλεξία, θα πραγματοποιηθεί στην συγκεκριμένη εργασία. Λογικό είναι όμως, ένα τέτοιο εγχείρημα να μην μπορεί να ολοκληρωθεί με μία μόνο προσπάθεια ή έρευνα. Ο στόχος δεν είναι η πλήρης παρουσίαση μιας μεθόδου για αποκατάσταση των παιδιών με δυσλεξία, αλλά να δημιουργηθεί μια θεωρητική βάση, πάνω στην οποία θα βασιστούν μελλοντικές μελέτες για διάγνωση και θεραπεία των δυσλεκτικών συμπτωμάτων.
ResearchGate has not been able to resolve any citations for this publication.
ResearchGate has not been able to resolve any references for this publication.