ArticlePDF Available

The historical development of the museum concept and the importance of the documentation for its proper functioning (In Greek: Η ιστορική πορεία της έννοιας του μουσείου και η σημασία της τεκμηρίωσης για την ορθή λειτουργία του)

Authors:

Abstract

This paper is structured in two parts. At first, we examine the historical development of the term and the concept of the museum, while trying to explain how it is defined today and how we perceive it. The second part refers to the relationship between collections and museum exhibitions, focusing on the importance of documentation for the proper functioning of the museum and the setting up of an exhibition. Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε στο πλαίσιο της ΘΕ 614 του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Πολιτιστική Πολιτική και Ανάπτυξη» του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου. Δομείται σε δύο μέρη. Στο πρώτο εξετάζουμε την περιπέτεια του όρου και την ιστορική πορεία της έννοιας του μουσείου, ενώ προσπαθούμε να εξηγήσουμε πώς ορίζεται σήμερα και πώς εμείς το αντιλαμβανόμαστε. Στο δεύτερο μέρος αναφερόμαστε στη σχέση των συλλογών και των μουσειακών εκθέσεων, εστιάζοντας στη σημασία της τεκμηρίωσης για τη σωστή λειτουργία του μουσείου και τη δημιουργία εκθέσεων.
ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
ΜΑΡΙΔΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2015
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΠΠΑ614 "ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΑ"
ΟΝΟΜΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
Φωτογραφία εξώφυλλου: πίτα των μουσείων". Ψηφιακή επεξεργασία:
Γιώργος Μαριδάκης
ΘΕΜΑ
Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία (νόμος 3028/2002, αρ.45, παρ.1),
η οποία βασίστηκε στον επίσημο ορισμό του Διεθνούς Συμβουλίου
Μουσείων (ICOM-International Council of Museums), ως μουσείο «νοείται η
υπηρεσία ή ο οργανισμός μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με ή χωρίς ίδια
νομική προσωπικότητα, που αποκτά, δέχεται, φυλάσσει, συντηρεί,
καταγράφει, τεκμηριώνει, ερευνά, ερμηνεύει και κυρίως εκθέτει και
προβάλλει στο κοινό συλλογές αρχαιολογικών, καλλιτεχνικών,
εθνολογικών ή άλλων υλικών μαρτυριών του ανθρώπου και του
περιβάλλοντός του, με σκοπό τη μελέτη, την εκπαίδευση και την
ψυχαγωγία…». Κατά καιρούς ο όρος «μουσείο» είχε διαφορετικά
περιεχόμενα, όλα με συχνότερο κοινό παρανομαστή τη συλλογή και την
έκθεση αντικειμένων.
1. Να δώσετε συνοπτική και περιεκτική επισκόπηση της περιπέτειας
του όρου «μουσείο», αναφερόμενοι στην ιστορική πορεία της
έννοιας, στο πως ορίζεται το μουσείο σήμερα και στο πως εσείς
εννοείτε το περιεχόμενο και τη σημασία του όρου (κριτική
θεώρηση).
2. Από τη συλλογή αντικειμένων στη μουσειακή έκθεση: να
παρουσιάσετε τη σημασία της τεκμηρίωσης για την ορθή
λειτουργία του μουσείου και ειδικότερα για τη δημιουργία
μουσειακών εκθέσεων.
Η ιστορική πορεία της έννοιας του μουσείου και η
σημασία της τεκμηρίωσης για την ορθή λειτουργία
του
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ..................................................................................................................... 6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ..................................................................................................... 8
Η περιπέτεια του όρου «μουσείο»......................................................................... 8
1.1 Από τις Μούσες στο σύγχρονο μουσείο ................................................... 8
1.2 Το άνοιγμα του μουσείου στην κοινωνία και στην οικονομία .......... 11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ............................................................................................... 15
Η σημασία της τεκμηρίωσης για τη λειτουργία του μουσείου..................... 15
2.1 Από τη συλλογή αντικειμένων στις μουσειακές εκθέσεις................. 15
2.2 Η τεκμηρίωση ως βασική λειτουργία του σύγχρονου μουσείου....... 17
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ .................................................................................................... 21
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α ......................................................................................................... 23
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ....................................................................... 26
6
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η φράση που αποδίδεται στον Maurice Davies (παράρτημα_α1), ότι
«ένα μουσείο σήμερα είναι μια ιστοσελίδα με ένα κτήριο ως παράρτημα»,
θεωρήθηκε υπερβολική (Αρβανίτης, 2011). Δεν αποκλείεται, όμως, με την
επίδραση των νέων τεχνολογιών και την πλήρη μετάβαση στην ψηφιακή
εποχή, να περιγράφει τον επόμενο ιστορικό σταθμό στην «περιπέτεια» του
μουσείου.
Ως έννοια και περιεχόμενο, το μουσείο ουδέποτε υπήρξε στατικό.
Από την αρχική συγκρότησή του στην Ευρωπαϊκή ήπειρο μέχρι και σήμερα,
που λειτουργούν χιλιάδες μουσεία κάθε είδους και αντικειμένου σε
ολόκληρο τον κόσμο, εξελίσσεται και μεταλλάσσεται σε συνάρτηση με το
κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο κάθε εποχής (Mason, 2012, σ.61).
Ποιες είναι, όμως, οι ρίζες του και πώς εξελίχθηκε το μουσείο; Ποιες
ανάγκες και κοινωνικές αλλαγές διαμόρφωσαν το θεσμό; Πώς λειτουργεί
ένα μουσείο; Ποιος είναι ο ρόλος των εκθέσεων και των συλλογών; Ποια
είναι η σχέση του με την ιστορία, την κοινωνία, τον άνθρωπο;
Συνοψίζοντας, τι είναι τελικά το μουσείο;
Στα ερωτήματα αυτά θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στην
παρούσα εργασία, η οποία χωρίζεται σε δύο κεφάλαια. Στο πρώτο
εξετάζουμε την περιπέτεια του όρου και την ιστορική πορεία της έννοιας
του μουσείου, ενώ προσπαθούμε να εξηγήσουμε πώς ορίζεται σήμερα και
πώς εμείς το αντιλαμβανόμαστε. Στο δεύτερο μέρος αναφερόμαστε στη
σχέση των συλλογών και των μουσειακών εκθέσεων, εστιάζοντας στη
σημασία της τεκμηρίωσης για τη σωστή λειτουργία του μουσείου και τη
δημιουργία εκθέσεων.
7
Για την εκπόνηση της εργασίας βασιστήκαμε στη βιβλιογραφία της
θεματικής ενότητας και σε συμπληρωματικό υλικό που εντοπίσαμε στο
διαδίκτυο και σε ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες.
8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η περιπέτεια του όρου «μουσείο»
1.1 Από τις Μούσες στο σύγχρονο μουσείο
Τα μουσεία -με την ευρεία έννοια- είναι κομμάτι της ανθρώπινης
ιστορίας εδώ και περίπου δύο χιλιετίες. Δεν ήταν, όμως, ίδια με αυτά που
επισκεπτόμαστε σήμερα. Ούτε ως χώροι, ούτε ως λειτουργία (Οικονόμου,
2003, σ.15; Νάκου, 2001, σ.111). Η λέξη προέρχεται από τους χώρους
λατρείας των Μουσών, θεοτήτων των τεχνών και των επιστημών
(Παπαϊωάννου & Στεργιάκη, 2013, σσ.33-34; Νάκου, 2001, σσ.111-112), αλλά
ως έννοια συνδέεται διαχρονικά με την έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να
συλλέγει και να παρουσιάζει τις συλλογές του (Ορφανίδη, 2003, σ.7;
Οικονόμου, 2003, σσ.30-31; Baudrillard, 1994, σ.9).
Κατά την κλασική αρχαιότητα υπήρχε συνήθεια συλλογής και
«έκθεσης» αντικειμένων σε δημόσιους χώρους (παράρτημα_α2), αλλά, όταν
ο Πτολεμαίος Α’ Σωτήρας (367-283 π.Χ.) ίδρυσε στην Αλεξάνδρεια τη
βιβλιοθήκη με στόχο τη συλλογή της γνώσης της εποχής του, το μουσείο
εμφανίζεται ως χώρος έρευνας και γνώσης (Παπαϊωάννου & Στεργιάκη,
2013, σσ.34-35). Μάλιστα, πολλοί μελετητές θεωρούν τη βιβλιοθήκη του
Πτολεμαίου ως το πρώτο μουσείο (Νάκου, 2001, σ.113).
Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ο όρος «museum» προσδιόριζε το χώρο
σύναξης για φιλοσοφικές συζητήσεις. Υπήρχαν, όμως, συλλογές θησαυρών
από τις κατακτημένες περιοχές (π.χ. λάφυρα πολέμων), που εκτίθεντο τόσο
ιδιωτικά, στις επαύλεις των πλούσιων πατρικίων, όσο και δημόσια σε ναούς,
πλατείες κ.α. (Παπαϊωάννου & Στεργιάκη, 2013, σ.35; Οικονόμου, 2003, σ.30).
9
Είναι η εποχή που οι συλλογές παύουν να είναι ένδειξη ισχύος κρατικής
εξουσίας και γίνονται μέσο προβολής ισχύος ενός ατόμου ή μιας
οικογένειας (Παπαϊωάννου & Στεργιάκη, 2013, σσ.35-36).
Την ίδια μορφή και χαρακτήρα έχουν οι συλλογές μέχρι το Μεσαίωνα
και την Αναγέννηση. Τον 15οαιώνα, όμως, συναντάται εκ νέου ο όρος
«museo» για να περιγράψει τη μεγάλη συλλογή του Λαυρεντίου του
Μεγαλοπρεπούς (Παπαϊωάννου & Στεργιάκη, 2013, σ.35; Ορφανίδη, 2003,
σ.9) που έχει τα χαρακτηριστικά μιας έκθεσης με λίγους εκλεκτούς
επισκέπτες. Ως ένδειξη κύρους της ελίτ, οι συλλογές ανοίγουν σιγά-σιγά
για λίγους μυημένους με την άδεια του ιδιοκτήτη ή με την καταβολή
ακριβού αντιτίμου (Παπαϊωάννου & Στεργιάκη, 2013, σ.35; Νάκου, 2001,
σσ.114-115).
Τον 16οκαι τον 17οαιώνα οι συλλογές περνούν σε νέα φάση. Στα
υπάρχοντα αντικείμενα αξίας της Ευρώπης προστίθενται αυτά που
προέρχονται από τις αποικίες του νέου κόσμου. Δημιουργούνται μάλιστα
χώροι έκθεσης για τα «αξιοπερίεργα» (cabinets of curiosities), όπως
αποκαλούνται (Ορφανίδη, 2003, σ.9), ενώ ο πλούτος που εισρέει στην
Ευρώπη διευρύνει τον αριθμό των συλλεκτών και στην αστική τάξη
δίνοντας ώθηση στην άνθηση της αγοράς έργων τέχνης και αξιοπερίεργων.
Οι συλλογές γίνονται περισσότερες και μεγαλύτερες, αλλά παραμένουν
κλειστές και προσβάσιμες σε λίγους (Παπαϊωάννου & Στεργιάκη, 2013,
σ.36).
Το σύγχρονο μουσείο είναι θεσμός της νεωτερικότητας
(παράρτημα_α3) και διαμορφώνεται στο πλαίσιο των κοινωνικών και
πολιτικών αλλαγών του 18ουαι. που οδήγησαν στην κατάρρευση της
φεουδαρχίας και στο Διαφωτισμό (Pearce, 2002, σ.16). Η δημοκρατικότερη
10
διαχείριση της εξουσίας την περίοδο αυτή και η γέννηση της έννοιας του
έθνους υπό την επίδραση του κινήματος του Ρομαντισμού επηρεάζουν τις
μεγάλες συλλογές, που γίνονται προσιτές στο ευρύτερο κοινό (Νάκου, 2001,
σ.115). Ο ιδιωτικός συλλεκτικός πλούτος γίνεται πλέον εθνικό κεφάλαιο
(Παπαϊωάννου & Στεργιάκη, 2013, σ.37). Στο πλαίσιο αυτό δημιουργείται το
Βρετανικό Μουσείο (1753) στην Αγγλία, το Charleston Library Society (1773)
στην Αμερική και το Μουσείο του Λούβρου στη Γαλλία (1789) (Ορφανίδη,
2003, σ.9; Γκαζή, 1999, σσ.40-41).
Τον 19οαιώνα τα μουσεία είναι οι χώροι φύλαξης του εθνικού
παρελθόντος για τις επόμενες γενιές και συμβάλλουν στη διαμόρφωση της
εθνικής ταυτότητας (Macdonald, 2012, σ.31; Βούρη, 2002, σσ.56-59).
Θεωρούνται κιβωτοί της «ιερής» εθνικής παράδοσης και ιδρύονται σε κάθε
ευρωπαϊκή πρωτεύουσα (Παπαϊωάννου & Στεργιάκη, 2013, σ.37; Νάκου,
2001, σ.117).
Στον αιώνα που ακολουθεί υπάρχει μεγάλη άνθηση του θεσμού, που
διευρύνει τον χαρακτήρα του. Διατηρεί μεν το ρόλο του φύλακα του
παρελθόντος, αλλά εστιάζει στο τρίπτυχο μάθηση μελέτη - ψυχαγωγία.
Την ίδια περίοδο εδραιώνονται παλαιά είδη μουσείων, δημιουργούνται νέα
(επιστημών, φυσικής ιστορίας, υπαίθρια, θεματικά κ.ά.) και ιδρύονται
παγκόσμιοι οργανισμοί διατήρησης και προβολής της πολιτιστικής
κληρονομιάς, όπως η UNESCO (1945) και το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων /
ICOM (1946) (Παπαϊωάννου & Στεργιάκη, 2013, σ.38). Σε ακαδημαϊκό
επίπεδο, αναπτύχθηκαν οι σπουδές στον τομέα των μουσείων και
δημιουργήθηκε ξεχωριστό επιστημονικό πεδίο της μουσειολογίας
(Οικονόμου, 2003, σ.26; Ορφανίδη, 2003, σ.7).
11
Ως εκ τούτου, ο 20ός αιώνας μπορεί να χαρακτηριστεί «χρυσός
αιώνας» στην εξέλιξη των μουσείων, αλλά την ίδια περίοδο βρίσκονται στο
κέντρο πολιτισμικών πολέμων (Macdonald, 2012, σ.31-32; Γκότσης, 2008). Τα
μουσεία χαρακτηρίζονται νεκροταφεία (Οικονόμου, 2003, σσ.21-22),
μαυσωλεία (Παπαϊωάννου & Στεργιάκη, 2013, σσ.37-38), απαρχαιωμένος
θεσμός (Macdonald, 2012, σ.32), χώροι εξουσίας και παραγωγής
συγκεκριμένης γνώσης, προβολής του κύρους της ελίτ, παρουσίασης της
«αντικειμενικής» αλήθειας, κ.ά. (Νάκου, 2001, σσ.107-108 και 119).
1.2 Το άνοιγμα του μουσείου στην κοινωνία και στην οικονομία
Ο Weil (2002, σ.23) υποστηρίζει ότι το μουσείο είναι η πιο ευέλικτη
μορφή κοινωνικού οργανισμού που έχει αναπτύξει έως τώρα η κοινωνία
μας. Αυτό επιβεβαιώνεται από τη δυναμική προσαρμογή του στις συνθήκες
της εποχής, στο άνοιγμα που επιχειρεί και στη διασύνδεσή του με την
κοινωνία (Νάκου, 2001, σσ.108 και 125-126).
Μετά τη δεκαετία του 1960 η κριτική για την ταυτότητα των μουσείων
και τη σχέση τους με την κοινωνία γίνεται εντονότερη. Αυτό αντανακλάται
στους ορισμούς, που δίνουν στα μουσεία παγκόσμιοι και εθνικοί
οργανισμοί, και στο πώς αυτοί αλλάζουν για να δώσουν έμφαση σε
διαφορετικές λειτουργίες του μουσείου (Οικονόμου, 2003, σ.15). Αυτός είναι
ο κύριος λόγος που δεν είναι εύκολο να βρεθεί ένας ορισμός, ο οποίος να
καλύπτει όλων των ειδών τα μουσεία (παράρτημα_α4). Οι περισσότεροι
συμφωνούν στο μη κερδοσκοπικό και κοινωνικό χαρακτήρα τους και στις
βασικές λειτουργίες που είναι η φύλαξη και έκθεση αντικειμένων, η μελέτη,
η εκπαίδευση και η ψυχαγωγία (Παπαϊωάννου & Στεργιάκη, 2013, σ.30;
Μπούνια, 2005, σ.52). Ο ορισμός που χρησιμοποιείται πιο συχνά είναι του
12
ICOM (Οικονόμου, 2003, σ.15), καθώς κι αυτοί της Βρετανικής και της
Αμερικανικής Ένωσης Μουσείων (παράρτημα_α5). Στην Ελλάδα το
Υπουργείο Πολιτισμού μόλις το 2002 ορίζει επίσημα την έννοια του
Μουσείου (ν.3028/2002), που απηχεί τον ορισμό του ICOM (παράρτημα_α6).
Εκτός από τα μουσεία, έχει αναγνωριστεί από τον ICOM μια σειρά
από οργανισμούς που δεν ακολουθούν στενά το πνεύμα του, όπως
αρχαιολογικά και εθνογραφικά μνημεία και θέσεις, ιδρύματα που
διατηρούν συλλογές και εκθέτουν ζωντανά δείγματα από φυτά και ζώα,
κέντρα επιστήμης και αστρονομίας (Οικονόμου, 2003, σ.20-21; Ορφανίδη,
2003, σ.6; Τζιαφέρη, 2005, σ.23).
Οι σύγχρονες αντιλήψεις και πρακτικές θέτουν το κοινό, την
προσέλκυση δηλαδή και επικοινωνία με τους επισκέπτες, στο επίκεντρο της
μουσειακής δραστηριότητας, όχι μόνο για κοινωνικούς, αλλά και για
οικονομικούς σκοπούς (Βουδούρη, 2003, σ.129). Τα μουσεία δεν θεωρούν
πλέον το κοινό παθητικό και ομοιογενές. Αντίθετα, ενδιαφέρονται για την
ενεργητική και βιωματική συμμετοχή του (εμπειρία) και παρουσιάζουν τις
συλλογές τους ως έργα ανοικτά σε πολλαπλές σημασίες και ερμηνείες στο
παρόν (Βουδούρη, 2003, σ.178). Ιδίως τα μεταμοντέρνα μουσεία πηγαίνουν
τα ίδια προς το κοινό με περιοδεύουσες εκθέσεις, εκπαιδευτικά
προγράμματα και ποικίλο διαφημιστικό και εκπαιδευτικό υλικό (Νάκου,
2001, σσ.131-140).
Ταυτόχρονα τα μουσεία εισέρχονται όλο και περισσότερο στον μέχρι
πρότινος ξένο γι’ αυτά κόσμο της οικονομίας. Ασχολούνται με
προϋπολογισμούς, ανάπτυξη και κέρδος και χρησιμοποιούν τα εργαλεία
του σύγχρονου μάρκετινγκ (Tobelem, 2007, σ.294-295). Περιλαμβάνονται
στις πολιτιστικές βιομηχανίες, αν και ο ρόλος τους προσλαμβάνεται
13
αντιφατικά. Άλλοι θεωρούν ότι τα μουσεία αποκτούν περισσότερη πολιτική
επιρροή και ευρύτερο πλαίσιο, ενώ άλλοι αντιλαμβάνονται το νέο μοντέλο
ως προδοσία στην ηγεμονία των μουσείων στις υψηλές τέχνες, διότι οι
οικονομικές αξίες ξεπερνούν σε σπουδαιότητα τις πολιτισμικές (Rentschler,
2007, σ.346).
Σήμερα, τα μουσεία, προσλαμβάνονται με πολλούς διαφορετικούς
τρόπους. Θεωρούνται επιχειρήσεις, αποθήκες συλλογών, χώροι έκθεσης,
προβολής και μνήμης, εκπαιδευτικά ιδρύματα ή ερευνητικοί οργανισμοί
(Werner, 2008). Δεν προβάλλονται πλέον ως θεσμός εξουσίας που επιβάλλει
τη γνώση μέσω της αξίας της συλλογής του, αλλά ως χώρος παραγωγής
γνώσης ως προϊόν αλληλεπίδρασης με το κοινό.
Αναπτύσσουν μια αμφίδρομη διαλεκτική σχέση με το κοινό χάρη στο
οποίο υπάρχουν (Πικοπούλου-Τσολάκη, 2002). Μ’ αυτόν τον τρόπο, κάθε
επισκέπτης διαμορφώνει την άποψή του για τον θεσμό με βάση τις
εμπειρίες του. Ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου οι αρχαιότητες έχουν
χαρακτήρα ιερών εικόνων για το εθνικό φαντασιακό (Χαμηλάκης, 2007,
σ.45), τα μουσεία αφορούν μεγάλη μερίδα του πληθυσμού.
Προσωπικά (παράρτημα_α7) αντιλαμβάνομαι το περιεχόμενο και τη
σημασία του όρου «μουσείο» ενταγμένα στο κλασικό, μάλλον στενό
πλαίσιό του, σε συνάρτηση όμως με τις βασικές λειτουργίες που
περιγράφουν οι επίσημοι σύγχρονοι ορισμοί (χώροι φύλαξης και
προστασίας αντικειμένων, εκπαίδευση, ψυχαγωγία) (Παπαϊωάννου &
Στεργιάκη, 2013, σ.30). Στην Ελλάδα το μουσείο είναι συνήθως ένα
επιβλητικό κτίριο (μοντέρνο ή όχι), όπου φυλάσσονται σημαντικής αξίας
αντικείμενα και εκτίθενται όσα έχουν επιλεγεί από το κάθε μουσείο ως
αντιπροσωπευτικά της δικής του αφήγησης. Ο επισκέπτης περιορίζεται
14
συνήθως στον παθητικό ρόλο του θεατή/θαυμαστή αποκομίζοντας γνώσεις
ήδη προετοιμασμένες γι’ αυτόν (Μούλιου & Μπούνια, 1999, σσ.55-57). Η
βασική δομή των εκθέσεων είναι γραμμική (Νάκου, 2001, σ.133)
ακολουθώντας χρονολογική ή θεματική αλληλουχία, σύμφωνα με το είδος
του μουσείου και τα αντικείμενα που διαθέτει. Είναι μεν χώροι εκπαίδευσης
και ψυχαγωγίας, όχι όμως για όλους και όχι με τον ίδιο τρόπο. Κυρίως ο
τυπικός εκπαιδευτικός τους ρόλος απευθύνεται στα παιδιά, που μέσω των
σχολείων συμμετέχουν σε προγράμματα μουσειοπαιδαγωγικής.
Σε ευρύτερο πλαίσιο, θεωρώ ότι δεν έχουν καταφέρει να
απευθυνθούν στη σύγχρονη πολυπολιτισμική σύσταση της Ελληνικής
κοινωνίας, αν και παγκοσμίως η άρση των κοινωνικών και οικονομικών
εμποδίων και η πλήρης δυνατότητα πρόσβασης όλων των ατόμων και των
κοινωνικών ομάδων στα μουσεία είναι το στοίχημα των ανθρώπων των
μουσείων. Πρόσβαση δεν είναι μόνο η φυσική προσπέλαση, αλλά και η
νοητική και συναισθηματική προσέγγιση των μουσείων και των εκθεμάτων
τους (Βουδούρη, 2003, σσ.129-155).
15
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η σημασία της τεκμηρίωσης για τη λειτουργία του μουσείου
2.1 Από τη συλλογή αντικειμένων στις μουσειακές εκθέσεις
Μουσείο δεν είναι μόνο ό, τι φαίνεται. Είναι κι αυτό που δε φαίνεται.
Συμπεριλαμβάνει δηλαδή όλες εκείνες τις λειτουργίες που συνήθως δεν
βλέπει ο επισκέπτης, όπως η συντήρηση των αντικειμένων, η τεκμηρίωση
και εμπλουτισμός των συλλογών, ο σχεδιασμός και υλοποίηση των
εκθέσεων.
Δύο όροι που συνδέονται άρρηκτα με την έννοια και τη λειτουργία
του μουσείου στην ιστορική του διαδρομή είναι η συλλογή και η έκθεση.
Πολλές φορές λανθασμένα ταυτίζονται, διότι συνήθως η έκθεση αποτελεί
μέρος μόνο μιας συλλογής (Παπαϊωάννου & Στεργιάκη, 2013, σ.58). Πιο
σημαντική είναι η διαφορά τους σε σχέση με το κοινό, αν δηλαδή το
υπηρετούν ή όχι. Είναι η ουσία του διαχωρισμού τους και τομή στην ιστορία
της δημιουργίας του μουσείου (Macdonald, 2012α, σσ.139-140).
Σύμφωνα με την Macdonald (2012α, σ.133) το «συλλέγειν» είναι
σύμφυτο με την έννοια του μουσείου, ενώ και η ιδέα του μουσείου είναι
πλέον σύμφυτη με τις συλλεκτικές πρακτικές που υπερβαίνουν τα όριά του.
Ο όρος συλλογή προσδιορίζει ένα σύνολο αντικειμένων με κοινά
χαρακτηριστικά, τα οποία έχει εσκεμμένα συλλέξει κάποιος ή κάποιοι
(Παπαϊώννου & Στεργιάκη, 2013, σ.56). Όπως προαναφέρθηκε, σε όλες τις
ιστορικές περιόδους, από την αρχαιότητα μέχρι την εποχή των κλειστών
συλλογών των ευγενών και αργότερα το άνοιγμα και τον εκδημοκρατισμό
τους, υπήρξαν διάφορες μορφές συλλογών ως δείγμα κύρους και εξουσίας
16
ή έκφρασης ατομικής ταυτότητας (Macdonald, 2012α, σ.136, 138 και 145;
Μπούνια, 2005, σ.39).
Οι συλλογές προϋπήρξαν της δημιουργίας του μουσείου, αποτελούν
όμως τον πυρήνα του (Οικονόμου, 2003, σ.30). Σ’ αυτές βασίστηκαν τα
πρώτα μουσεία, αυτές είναι οι βάσεις και των σημερινών –αν και πλέον
υπάρχουν μουσεία χωρίς καθόλου συλλογές (Desvallées & Mairesse, 2014,
σ.26). Ουδέποτε, όμως, ούτε στο παρελθόν ούτε και σήμερα, οι συλλογές
μπορούν να ταυτιστούν με τα μουσεία (Dillenburg, 2011, σσ.9-10).
Αντίθετα, οι εκθέσεις αποτελούν την πεμπτουσία του μουσείου. Είναι
ο σκοπός του (Τζώνος, 2013, σ.113). Το μέσο επικοινωνίας που στοχεύει σε
μεγάλες ομάδες του κοινού με στόχο τη μεταβίβαση πληροφοριών, ιδεών
και συναισθημάτων που συνδέονται με τα υλικά τεκμήρια του ανθρώπου
και του περιβάλλοντός του (Verhaar & Meeter, 1989 ό.π. στο Edson & Dean,
1994, σ.149). Γι’ αυτό και ο Dillenburg (2011, σ.11) υποστηρίζει ότι το μουσείο
μπορεί να κάνει πολλά πράγματα, αλλά αν δεν κάνει εκθέσεις, τότε δεν
είναι μουσείο.
Μια έκθεση μπορεί να είναι μόνιμη, μακράς διάρκειας ή προσωρινή,
οικολογική ή συστηματική, περιοδεύουσα, εξωτερικού ή ψηφιακή/εικονική
(Παπαϊωάννου & Στεργιάκη, 2013, σ.57; Van Mensch, 2003). Συνήθως
εμπλέκονται σ’ αυτήν όλα τα στελέχη και το προσωπικό του μουσείου,
εξωτερικοί συνεργάτες και το κοινό (Παπαϊωάννου & Στεργιάκη, 2013,
σσ.59-69). Ο σχεδιασμός περιλαμβάνει το άυλο και υλικό σκέλος της και
υλοποιείται σε τρεις φάσεις: προγραμματισμού, σχεδιασμού και εκτέλεσης,
καθεμία με επιμέρους επιστημονικές ενέργειες (Τζώνος, 2013, σ.109 και 116-
153).
17
Κάθε μουσειακή έκθεση περιλαμβάνει νοήματα τα οποία οι
επισκέπτες προσλαμβάνουν μέσω της εμπειρίας τους. Αυτό δε γίνεται
τυχαία, αλλά έχει σχεδιαστεί με στόχο να υπηρετήσει το κοινό μέσα από
την εκπαίδευση (Dillenburg, 2011, σ. 13;Τζώνος, 2013, σ.137; Mason, 2012,
σ.54).
Οι συλλογές, οι εκθέσεις, αλλά και γενικότερα η σωστή λειτουργία
του μουσείου εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη μουσειακή τεκμηρίωση
(Μπούνια, 2009, σ.78; Οικονόμου, 1999, σ.55), διότι ασχολείται με την
ανάπτυξη και χρήση πληροφορίας για τα αντικείμενα μιας συλλογής και
τις διαδικασίες που υποστηρίζουν τη διαχείρισή της (ICOM-CIDOC, 2007).
Σύμφωνα με τις αρχές του ICOM-CIDOC (2012) δεν υπάρχουν
μουσειακές συλλογές, αν δεν υπάρχει τεκμηρίωση. Η σημασία και η αξία
της είναι ανεκτίμητες. Αντίθετα, η έλλειψη συστηματικής, προσεκτικής και
εμπεριστατωμένης διαδικασίας οδηγεί το μουσείο σε αδράνεια, αφού δεν
μπορεί να αξιοποιήσει τη συλλογή του και να δραστηριοποιηθεί ως
σύγχρονο πολιτιστικό ίδρυμα (Μπούνια, 2009, σ.118).
2.2 Η τεκμηρίωση ως βασική λειτουργία του σύγχρονου μουσείου
Η τεκμηρίωση είναι μια συνεχής διαδικασία που ακολουθεί «τη ζωή»
του αντικειμένου μέσα στο μουσείο καθ’ όλη την πορεία του και
περιλαμβάνει όλα τα δεδομένα που το αφορούν (φυσική κατάσταση,
δανεισμό, πρόσβαση, ασφάλιση κλπ.), καθώς και όλο το υλικό που το
συνοδεύει (φωτογραφίες, δελτία καταγραφής, σημειώσεις, νομικά έγγραφα
κ.ά.). Αποτελεί απόδειξη του τι ακριβώς είναι το αντικείμενο, από πού
προέρχεται, τι του έχει συμβεί και ποιος το κατέχει (Μπούνια, 2009, σ.78).
18
Σύμφωνα με τον Moore (2001, σ.2), μια καλή τεκμηρίωση διηγείται
ολόκληρη την ιστορία ενός αντικειμένου και οφείλει να παραδίδει όσο το
δυνατόν περισσότερες πληροφορίες για τους μελλοντικούς μελετητές, τους
επιμελητές μουσείων και τους συντηρητές.
Οι πληροφορίες για κάθε αντικείμενο αρχειοθετούνται με διάφορους
τρόπους (χειρόγραφα ή ηλεκτρονικά). Οι τρόποι αρχειοθέτησης αποτελούν
στο σύνολό τους τα εργαλεία της μουσειακής τεκμηρίωσης που θα
βοηθήσουν, ώστε τα αντικείμενα να εκτιμηθούν σωστά, να μελετηθούν και
να ερμηνευθούν (Ορφανίδη, 2003, σ.31). Απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό
είναι η ύπαρξη πολιτικής τεκμηρίωσης του μουσείου, που θα πρέπει να
λαμβάνει υπόψη της του κώδικες του ICOM και θα τηρεί τις διεθνείς
σταθερές προδιαγραφές (standards) (Μπούνια, 2009, σσ.80-81).
Η διαδικασία της τεκμηρίωσης περιλαμβάνει έξι βασικά στάδια:
τεκμηρίωση εισαγωγής, προσθήκη νέων αποκτημάτων, καταλογογράφηση,
δημιουργία ευρετηρίου, έλεγχος κινήσεων αντικειμένου και καταχώριση
απομάκρυνσης από τη συλλογή (Μπούνια, 2009, σσ.94-103).
Η τεκμηρίωση ξεκινά πριν ακόμη το αντικείμενο ενταχθεί στη
συλλογή ενός μουσείου. Στη φάση της έρευνας για το αν η απόκτησή του
συνάδει με τον κανονισμό και την πολιτική του μουσείου (Ορφανίδη, 2003,
σ.25; Μπούνια, 2009, σ.78). Το αντικείμενο που βρίσκεται σε μια συλλογή ή
σε μια μουσειακή έκθεση, αποκτά νέα ζωή στο πλαίσιο του χώρου που
φιλοξενείται. Θα πρέπει να μελετηθεί, να εκτεθεί, να συντηρηθεί, να
δανειστεί, να μεταφερθεί και να τοποθετηθεί μαζί με άλλα αντικείμενα. Γι’
αυτό είναι αναγκαίο να ταυτοποιείται με ένα μοναδικό τρόπο για να είναι
εύκολη η διαχείρισή του (Ambourouè-Avaro et al., 2010, σ.2).
19
H αποτελεσματική τεκμηρίωση βοηθάει στον συσχετισμό του
νεοεισερχόμενου με άλλα αντικείμενα της συλλογής, δίνει πληροφορίες για
την ανάγκη και το είδος συντήρησής του (Ορφανίδη, 2003, σ.34) και
αποτελεί απαραίτητο εργαλείο για την άσκηση από πλευράς του μουσείου
φυσικού και πνευματικού ελέγχου στη συλλογή (Μπούνια, 2009, σ.78).
Σύμφωνα με τον Simmons (2006, σ.92 ό.π. στο Μπούνια, 2009, σ.80) η
διατήρηση της πληροφορίας είναι πολύ σημαντική για το μουσείο, διότι
είναι ο κρίκος που συνδέει το αντικείμενο με την αξία και τη σημασία του.
Τέλος, η τεκμηρίωση επιτρέπει την πρόσβαση στην έρευνα και
διευκολύνει εκδόσεις σχετικά με τη συλλογή (ICOM-CIDOC, 2012). Αν και
απαιτεί χρήμα και χρόνο, διευκολύνει την ερμηνεία και τη χρήση των
συλλογών, ενώ σε περίπτωση κλοπής ή καταστροφής αντικειμένων είναι
εύκολο να εντοπιστούν οι απώλειες (Μπούνια, 2009, σ.78). Η σωστή
τεκμηρίωση, τέλος, επηρεάζει και την εικόνα που έχει το κοινό για το
μουσείο (Οικονόμου, 1999, σ.54)
Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στη συμβολή της τεκμηρίωσης
στη δημιουργία των εκθέσεων, αφού διευκολύνει ποικιλότροπα (π.χ.
ανάκτηση πληροφοριών, προετοιμασία δημοσιεύσεων) το προσωπικό που
ασχολείται, αλλά και το μουσείο ως σύνολο (Μπούνια, 2009, σσ.78-79). Το
μουσείο γνωρίζει τι ακριβώς έχει στη συλλογή του, την ακριβή θέση του
κάθε αντικειμένου και μπορεί εύκολα να γίνει ταυτοποίηση αν ταιριάζει
στο θέμα της έκθεσης (Μπούνια, 2009, σ.79). Επίσης, είναι σημαντική
βοήθεια για γρήγορη και αποτελεσματική διαχείριση ερωτήσεων και
αιτημάτων δανεισμού για έκθεση εκτός του μουσείου ιδιοκτησίας και
αποδεικνύει την νομική κυριότητα των αντικειμένων της συλλογής
(Μπούνια, 2009, σ.79).
20
Η κακή τεκμηρίωση φαίνεται στις εκθέσεις. Τόσο στο κομμάτι της
ερμηνείας των αντικείμενων όσο και στην κατανόησή του από το κοινό.
Είναι δείγμα κακής τεκμηρίωσης οι «επεξηγηματικές» πινακίδες που
αναφέρουν επιστημονικούς όρους για ένα αντικείμενο, αλλά δεν παρέχουν
εύληπτες πληροφορίες γι’ αυτό (Οικονόμου, 1999, σσ.50-51).
Με την αξιοποίηση της τεχνολογίας, την ψηφιοποίηση, τη χρήση
προγραμμάτων ηλεκτρονικής τεκμηρίωσης και τη λειτουργία βάσεων
δεδομένων, μπορεί το μουσείο να ανταλλάξει πληροφορίες με άλλα
μουσεία, αλλά και να ανοιχτεί μέσω του διαδικτύου σε ευρύτερες ομάδες
κοινού (Δουλγερίδης & Κέκκερης, 1996). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση
του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, που χρησιμοποιεί υλικό των ψηφιακών
του καταλόγων για δημιουργία online εκπαιδευτικών προγραμμάτων και
συστηματοποίηση της επικοινωνίας με τα σχολεία (Μαζαράκης-Αινιάν,
2014, σ.79).
Η τεκμηρίωση, λοιπόν, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη
διοργάνωση εκθέσεων. Είναι ένα επαγγελματικό καθήκον, χωρίς το οποίο
ένα μουσείο δεν αξίζει να αποκαλείται μουσείο (Ambourouè-Avaro et al.,
2010, σ.18).
21
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Παραφράζοντας τον πρώτο νόμο του Kranzberg (1985, σ.545) για την
τεχνολογία, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ένα μουσείο είναι «ούτε καλό,
ούτε κακό, ούτε ουδέτερο». Είναι ένας ζωντανός οργανισμός που δεν
εξελίσσεται στο περιθώριο, αλλά στην κονίστρα των κοινωνικο – πολιτικο -
πολιτιστικών διεργασιών των τελευταίων 20 αιώνων.
Το μουσείο ξεκίνησε στην αρχαιότητα ως χώρος λατρείας,
συγκέντρωσης γνώσης και συλλογής αντικειμένων, αλλά περιορίστηκε από
τη ρωμαϊκή εποχή μέχρι το Διαφωτισμό σε ιδιωτικές, κλειστές συλλογές
των πλουσίων και των αρχόντων. Συνδέθηκε καταρχάς με την εξουσία και
το κύρος των λίγων, στη συνέχεια όμως εκδημοκρατίστηκε και έγινε κτήμα
των πολλών. Δέχτηκε πολεμικές για το σύνολο της λειτουργίας του, άλλαξε
πολλές φορές πορεία και προσανατολισμό, ωστόσο παραμένει μέχρι
σήμερα ένας θεσμός που χαίρει αποδοχής, προσελκύει κοινό και πλέον
υποστηρίζεται από την επιστήμη της μουσειολογίας και παγκόσμιους
οργανισμούς.
Σημείο αναφοράς της έννοιας στην ιστορική της διαδρομή ήταν
πάντοτε οι συλλογές, ωστόσο αυτό που ξεχωρίζει το μουσείο από μια απλή
συγκέντρωση αντικειμένων αξίας είναι η μουσειακή έκθεση και η σχέση με
το κοινό. Το άνοιγμα των συλλογών στο ευρύ κοινό σήμανε τη δημιουργία
του θεσμού που σήμερα γνωρίζουμε και οι εκθέσεις είναι το μέσο
επικοινωνίας μουσείου-κοινού.
Το εργαλείο, όμως, που ενοποιεί τις λειτουργίες του μουσείου
διευκολύνοντας την αξιοποίηση των συλλογών του, τη δημιουργία
εκθέσεων και τη συνολική του ορθή λειτουργία, είναι η μουσειακή
τεκμηρίωση. Είναι η διαδικασία καταγραφής των αντικειμένων των
22
συλλογών που τα συνοδεύει σε όλη «τη ζωή τους» μέσα στα μουσεία.
Ιδιαίτερα, σήμερα, στην εποχή της τεχνολογικής ανάπτυξης, της
ψηφιοποίησης και των πληροφοριακών συστημάτων, δεν θα ήταν υπερβολή
να ισχυριστούμε ότι η τεκμηρίωση είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της
λειτουργίας του μουσείου και χωρίς αυτήν αδυνατεί να επιτελέσει το ρόλο
του.
23
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α
1. Maurice Davies, διευθυντής των συλλογών της Βασιλικής Ακαδημίας
του Ηνωμένου Βασιλείου: Σε προσωπική επικοινωνία που είχαμε
μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου 6 και 15 Οκτωβρίου 2015, μας
επεσήμανε ότι και ο ίδιος θεωρεί τη συγκεκριμένη φράση ακραία. Δεν
θυμάται πότε και σε ποιο πλαίσιο την ανέφερε, ήταν όμως
παράφραση μιας διαφημιστικής καμπάνιας του 1988 του Μουσείου
Victoria & Albert με σύνθημα «V&A - An ace cafe with a nice museum
attached» (Collections.vam.ac.uk, 2015).
2. Χώροι έκθεσης στην αρχαιότητα: Για παράδειγμα, στα Προπύλαια
της Ακρόπολης εκτίθεντο πίνακες ζωγραφικής κατά την κλασική
περίοδο, αλλά και στους Δελφούς, τη Δήλο, την Ολυμπία και αλλού,
όπου οι «θησαυροί» των πόλεων-κρατών ήταν γεμάτοι με
αναθήματα και προσφορές έργων τέχνης και λαφύρων πολέμων
(Παπαϊωάννου & Στεργιάκη, 2013, σ.34; Ορφανίδη, 2003 σ.7).
3. Νεωτερικότητα: Ο όρος είναι δηλωτικός της αντιδιαστολής της
ιστορικής περιόδου που ξεκινά τον 18οαιώνα (αν και δεν υπάρχει
ομοφωνία της επιστημονικής κοινότητας) σε σχέση με την
Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα. Χαρακτηρίζεται από το
εκκοσμικευμένο κίνημα του Διαφωτισμού και την εκκίνηση της
βιομηχανικής επανάστασης. Το καταληκτικό όριο της
νεωτερικότητας μπορεί να προσδιοριστεί στα τέλη του 20ού αιώνα
(Ασημάκη κ.ά., 2015, σσ.101-103).
4. Πρώτος ορισμός του μουσείου: Πρώτος ο Αμερικανός Georges
Brownd Goode όρισε το 1889 το μουσείο ως οργανισμό που
ασχολείται με τη «συλλογή διδακτικών θεμάτων, το καθένα από τα
οποία αντιπροσωπεύεται από κάποιο πολύ καλά επιλεγμένο
24
δείγμα». Αργότερα, το 1895, ολοκλήρωσε τη διατύπωσή του λέγοντας
ότι «το μουσείο είναι ένας οργανισμός που διαφυλάσσει όσα
αντικείμενα απεικονίζουν καλύτερα τα φυσικά φαινόμενα, τις τέχνες
και τον πολιτισμό του ανθρώπου με σκοπό τον πλουτισμό των
γνώσεων, τον διαφωτισμό και την πολιτισμική ανύψωση» (Ορφανίδη,
2003, σ.5).
5. Ορισμοί διεθνών οργανισμών:
α. Ορισμός ICOM, 2007: «Το Μουσείο είναι ένας μη κερδοσκοπικός
μόνιμος θεσμός/οργανισμός (institution) στην υπηρεσία της
κοινωνίας και της ανάπτυξής της, ανοιχτός στο κοινό, ο οποίος
αποκτά, συντηρεί, ερευνά, προβάλλει και εκθέτει την υλική και άυλη
κληρονομιά της ανθρωπότητας και του περιβάλλοντός της, με στόχο
την εκπαίδευση, μελέτη και ψυχαγωγία» (Desvallées & Mairesse, 2014,
σ.89).
β. Ορισμός της Βρετανικής Ένωσης Μουσείων, 1998: Τα μουσεία
επιτρέπουν στους ανθρώπους να εξερευνούν συλλογές για
έμπνευση, μάθηση και ψυχαγωγία. Κάνουν προσιτά αντικείμενα και
δείγματα του φυσικού κόσμου, τα οποία φυλάσσουν για την κοινωνία
(Οικονόμου, 2003, σ.18).
γ. Ορισμός της Αμερικανικής Ένωσης Μουσείων, 1973: «ένας
οργανωμένος και μη κερδοσκοπικός οργανισμός, με στόχο κατ’ ουσία
εκπαιδευτικό ή αισθητικό, με επαγγελματικό προσωπικό, που
κατέχει και χρησιμοποιεί απτά αντικείμενα, τα οποία επιμελείται και
εκθέτει στο κοινό με κάποιο τακτό πρόγραμμα (Οικονόμου, 2003, σ.
19).
6. Ορισμός Υπουργείου Πολιτισμού: «Ως μουσείο νοείται η υπηρεσία
ή ο οργανισμός μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με ή χωρίς ίδια νομική
25
προσωπικότητα, που αποκτά, δέχεται, φυλάσσει, συντηρεί,
καταγράφει, τεκμηριώνει, ερευνά, ερμηνεύει και κυρίως εκθέτει και
προβάλλει στο κοινό συλλογές αρχαιολογικών, καλλιτεχνικών,
εθνολογικών ή άλλων υλικών μαρτυριών του ανθρώπου και του
περιβάλλοντός του, με σκοπό τη μελέτη, την εκπαίδευση και την
ψυχαγωγία. Ως μουσεία μπορούν να θεωρηθούν επίσης υπηρεσίες ή
οργανισμοί που έχουν παρεμφερείς σκοπούς και λειτουργίες, όπως
τα μουσεία ανοικτού χώρου»(ν.3028,2002).
7. Η εμπειρία μου βασίζεται σε φυσικές επισκέψεις στα μεγάλα
μουσεία της Ελλάδας (Ακρόπολης, Αρχαιολογικά Αθηνών και
Ηρακλείου, Μπενάκη, Βυζαντινό Αθηνών, κ.ά.) καθώς και σε πολλά
περιφερειακά στην Κρήτη (ιστορικό Κρήτης, αρχαιολογικό Χανίων,
Φυσικής Ιστορίας Ηρακλείου, Κρητικής Εθνολογίας, κ.ά). Θα
μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι τα καινούργια (π.χ. Μουσείο της
Ακρόπολης) και τα μουσεία ιδιωτικού δικαίου (π.χ. Μουσείο
Μπενάκη) παρακολουθούν τις παγκόσμιες εξελίξεις στον χώρο και
τις αξιοποιούν. Αντίθετα τα παλαιότερα αμιγώς δημόσια μουσεία
στην Ελλάδα, μάλλον έχουν αφεθεί στη μοίρα τους αντιστεκόμενα
πεισματικά στις εξελίξεις και διατηρώντας τον ρόλο του
θεματοφύλακα της ιστορίας και της γνώσης του έθνους.
26
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Ambourouè Avaro, A., Guichen, G. and Godonou, A., 2010. Documentation of museum
collections: why? how? Practical guide. UNESCO, ICCROM and EPA.
Αρβανίτης, Κ., 2011. Το Μουσείο Ακρόπολης στη Web 2.0 εποχή. [video] Διαθέσιμο
στο: <http://www.blod.gr/lectures/Pages/viewlecture.aspx?LectureID=59>
[Τελευταία πρόσβαση 15 Οκτ. 2015].
Ασημάκη, Α., Κουστουράκης, Γ. και Καμαριανός, Ι., 2015. Οι έννοιες της
νεωτερικότητας και την μετανεωτερικότητας και η σχέση τους με τη γνώση:
Μια κοινωνιολογική προσέγγιση. Το βήμα των κοινωνικών επιστημών, [online]
ΙΕ(6), σσ.99-120. Διαθέσιμο στο: <http://www.uth.gr/tovima/60/5.pdf> [Τελευταία
πρόσβαση 15 Οκτ. 2015].
Baudrillard, J., 1994. The system of collecting. In: J. Elsner and R. Cardinal, ed., The
cultures of collecting. Cambridge, Massachussets: Harvard university press, pp.7-24.
Βουδούρη, Δ., 2003. Κράτος και μουσεία: Το θεσμικό πλαίσιο των αρχαιολογικών
μουσείων. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα.
Βούρη, Σ., 2002. Μουσείο και συγκρότηση εθνικής ταυτότητας. Στο: Γ. Κόκκινος και
Ε. Αλεξάκη, (επιμ.), Διεπιστημονικές προσεγγίσεις στη μουσειακή αγωγή.
Αθήνα: Μεταίχμιο και Παν/μιο Αιγαίου, σσ.55-65.
ICOM-CIDOC, 2007. Statement of principles of museum documentation version 6.0. [ebook]
ICOM. Available at: <
http://network.icom.museum/fileadmin/user_upload/minisites/cidoc/AGM_2011/
Principes_6_en.pdf> [Accessed 15 Oct. 2015].
ICOM-CIDOC, 2012. Statement of principles of museum documentation version 6.2, executive
summary. [ebook] ICOM. Available at:
<http://network.icom.museum/fileadmin/user_upload/minisites/cidoc/DocStandar
ds/principles_exec_summary_6_2.pdf> [Accessed 15 Oct. 2015].
Collections.vam.ac.uk, 2015. Where else do they give you £100,000,000 worth of objets d'art
free with every egg salad? [online] Available at:
<http://collections.vam.ac.uk/item/O92603/where-else-do-they-give-poster-arden-
paul/> [Accessed 18 Oct. 2015].
27
Γκαζή, Α., 1999. Από τις Mούσες στο Μουσείο: Η ιστορία ενός θεσμού διαμέσου των
αιώνων. Αρχαιολογία και τέχνες, [online] (70), σσ.39-46. Διαθέσιμο στο:
<http://www.archaiologia.gr/wp-content/uploads/2011/07/70-9.pdf> [Τελευταία
πρόσβαση 15 Οκτ. 2015].
Γκότσης, Σ., 2008. Το μουσείο στη δίνη της «παγκοσμιοποίησης» και της
«πολυπολιτισμικότητας». Ilissia, (3), σσ.40-51. Διαθέσιμο στο: <
http://www.diapolis.auth.gr/diapolis_files/drasi9/ypodrasi9.5/%CE%A4%CE%BF
%20%CE%BC%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B5%CE%AF%CE%BF%20%CF%8
3%CF%84%CE%B7%20%CE%B4%CE%AF%CE%BD%CE%B7-7.pdf> [Τελευταία
πρόσβαση 15 Οκτ. 2015].
Desvallées, A. and Mairesse, F., 2014. Βασικές Έννοιες της Mουσειολογίας. Μτφ
Λάππας,Σ. Αθήνα: ICOM-Ελληνικό Τμήμα. Διαθέσιμο στο: <
http://icom.museum/fileadmin/user_upload/pdf/Key_Concepts_of_Museology/M
useology_WEB_greek.pdf > [Τελευταία πρόσβαση 15 Οκτ. 2015].
Dillenburg, E., 2011. What, if Anything, Is a Museum? Exhibitionist, [online] 27(1), pp.8-
13. Available at: <http://name-
aam.org/uploads/downloadables/EXH.spg_11/5%20EXH_spg11_What,%20if%20A
nything,%20Is%20a%20Museum__Dillenburg.pdf> [Accessed 2 Oct. 2015].
Δουλγερίδης, Μ. και Κέκκερης, Γ., 1996. Καταγραφή/τεκμηρίωση έργων τέχνης &
μνημείων με υπολογιστές στην Ελλάδα. Αρχαιολογία και Τέχνες, [online] (60),
σσ.90-95. Διαθέσιμο στο: <http://www.archaiologia.gr/wp-
content/uploads/2011/07/60-26.pdf[Τελευταία πρόσβαση 15 Οκτ. 2015].
Edson, G. and Dean, D., 1994. The handbook for museums. London and New York:
Routledge.
Kranzberg, M., 1986. Technology and History: "Kranzberg's Laws". Technology and
Culture, 27(3), pp.544-560.
Macdonald, S., 2012. Διευρύνοντας τις μουσειακές σπουδές: Μια εισαγωγή.
Στο: Μουσείο και μουσειακές σπουδές: Ένας πλήρης οδηγός. Macdonald,S. (επιμ.),
μτφρ. Παπαβασιλείου,Δ. Αθήνα: Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, σσ.27-
48.
Macdonald, S., 2012α. Συλλεκτικές πρακτικές. Στο: Μουσείο και μουσειακές
σπουδές: Ένας πλήρης οδηγός. Macdonald,S. (επιμ.), μτφρ. Παπαβασιλείου, Δ.
Αθήνα: Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, σσ.133-155.
28
Mason, R., 2012. Πολιτισμική θεωρία και μουσειακές σπουδές. Στο: Μουσείο και
μουσειακές σπουδές: Ένας πλήρης οδηγός. Macdonald,S. (επιμ.), μτφρ.
Παπαβασιλείου,Δ. Αθήνα: Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, σσ.49-70.
Μαζαράκης-Αινιάν, Φ., 2014. «Το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην εποχή της
οικονομικής κρίσης: Περιορισμοί & προοπτικές». Στο: Διαχείριση Πολιτιστικών
Οργανισμών σε περίοδο κρίσης (Πρακτικά Διημερίδας, 31 Μαΐου-1 Ιουνίου 2013),
Βουδούρη, Δ. (επιμ.). Αθήνα: Πάντειο Παν/μιο, σσ.76-81.
Moore, M., 2001. Conservation documentation and the implications of
digitisation. Journal of Conservation and Museum Studies, [online] (7), pp.1-19.
Available at: <DOI: http://dx.doi.org/10.5334/jcms.7012> [Accessed 25 Sep. 2015].
Μούλιου, Μ. και Μπούνια, Α., 1999. Mουσειακές εκ-θέσεις. Αρχαιολογία και τέχνες,
[online] (70), σσ.53-58. Διαθέσιμο στο: <http://www.archaiologia.gr/wp-
content/uploads/2011/07/70-12.pdf> [Τελευταία πρόσβαση 15 Οκτ. 2015].
Μπούνια, Α., 2005. "Τα μουσεία ως πολιτιστικές βιομηχανίες: μια προκαταρκτική
συζήτηση". Στο: Βερνίκος, Ν., Δασκαλοπούλου, Σ., Μπαντιμαρούδης, Φ.,
Μπουμπάρης, Ν., Παπαγεωργίου Δ., (επιμ.) Πολιτιστικές βιομηχανίες.
Διαδικασίες, υπηρεσίες και αγαθά. Αθήνα: Κριτική, σσ. 39-58.
Μπούνια, Α., 2009. Στα παρασκήνια του Μουσείου:Η διαχείριση των μουσειακών
συλλογών. Αθήνα: Πατάκης, σσ.77-118.
Νάκου, Ε., 2001. Μουσεία: εμείς, τα πράγματα και ο πολιτισμός. Αθήνα: Νήσος,
σσ.107-146 και 279-291.
Νόμος 3028, 2002. "Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της
Πολιτιστικής Κληρονομιάς", (ΦΕΚ Α', 156/28.6.2002)
Οικονόμου, Μ., 1999. Μουσεία για τους ανθρώπους ή για τα
αντικείμενα;. Αρχαιολογία και Τέχνες, [online] (72), σσ.50-55. Διαθέσιμο στο:
<http://www.archaiologia.gr/wp-content/uploads/2011/07/72-12.pdf> [Τελευταία
πρόσβαση 15 Οκτ. 2015].
Οικονόμου, Μ., 2003. Μουσείο: Αποθήκη ή ζωντανός οργανισμός; Μουσειολογική
προβληματισμοί και ζητήματα. Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική, σσ.15-34 και 47-58.
29
Ορφανίδη, Λ., 2003. Εισαγωγή στη μουσειολογία. Ρόδος: Πανεπιστήμιο Αιγαίου,
Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών.
Παπαϊωάννου, Γ. και Στεργιάκη, Α., 2013. Σχολείο Μουσείο Ψηφιακός κόσμος.
Σύνθεση ψηφιακού μουσειακού χώρου με συνεπιμέλεια μαθητών και
εκπαιδευτικών. Ρόδος: Εκδόσεις Σχολικής Βιβλιοθήκης Γυμνασίου Ιαλυσού.
Pearce, S.,2002. Μουσεία, αντικείμενα και συλλογές : Μια πολιτισμική μελέτη. Λ.
Γυιόκα (επιμ.), μτφ Γυιόκα, Λ., Καζάζης, Α., Μπίκας, Π., Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
Πικοπούλου-Τσολάκη, Δ., 2002. Τα Μουσεία και το κοινό τους – Κατηγορίες κοινού.
Στο: Ε. Γλύτση, Α. Ζαφειράκου, Γ. Κακούρου-Χρόνη και Δ. Πικοπούλου-
Τσολάκη, (επιμ.), Οι Διαστάσεις των Πολιτιστικών Φαινομένων (Τόμ.Γ’). Πάτρα:
ΕΑΠ, σσ.15-56.
Rentschler, R., 2007. Museum Marketing: Understanding different types of audiences.
In: R. Sandell and R. Janes, ed., Museum management and marketing. London and
New York: Routledge, pp.345-365.
Tobelem, J., 2007. The marketing approach in museums. In: R. Sandell and R. Janes, ed.,
Museum management and marketing. London and New York: Routledge, pp.294-312.
Τζιαφέρη, Σ., 2005. Tο σύγχρονο μουσείο στην ελληνική εκπαίδευση μέσα από το
παράδειγμα των εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Θεσσαλονίκη: Αφοί
Κυριακίδη.
Τζώνος, Π., 2013. Μουσείο και μουσειακή έκθεση. Θεωρία και πρακτική..
Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Εντευκτηρίου, σσ.109-156.
van Mensch, P., 2003. Characteristics of exhibitions. Museum Aktuell, [online] 92,
pp.3980-3985. Available at:
http://www.intrface.dk/app/getfile.asp?FoN=app/doc&FiN=materiale_56766908.p
df [Accessed 15 Oct. 2015].
Weil, S., 2002. Are you really worth what you cost, or just merely worthwhile? And
who gets to say? In: Assembly 2002: Asking the Right Questions. [online] Getty
Leadership Institute, pp.1-25. Available at:
<http://www.cgu.edu/pdffiles/gli/weil.pdf> [Accessed 1 Oct. 2015].
30
Werner, A., 2008. Museums and History. [online] History.ac.uk. Available at:
<http://www.history.ac.uk/makinghistory/resources/articles/museums_and_histor
y.html> [Accessed 3 Oct. 2015].
Χαμηλάκης, Γ., 2012. Το έθνος και τα ερείπιά του: Αρχαιότητα, αρχαιολογία και
εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα. Μτφ. Καλαϊτζής, Ν. Αθήνα: Εκδόσεις του
Εικοστού Πρώτου.
ResearchGate has not been able to resolve any citations for this publication.
Chapter
Full-text available
This book chapter examines new ways of attracting diverse audiences to museums.
Chapter
Full-text available
This book chapter examines means of diversifying audiences in museums.
Article
Conservation documentation can be defined as the textual and visual records collected during the care and treatment of an object. It can include records of the object's condition, any treatment done to the ob- ject, any observations or conclusions made by the conservator as well as details on the object's past and present environment. The form of documentation is not universally agreed upon nor has it always been considered an important aspect of the conservation profession. Good documentation tells the complete story of an object thus far and should provide as much information as possible for the future re- searcher, curator, or conservator. The conservation profession will benefit from digit- ising its documentation using software such as data- bases and hardware like digital cameras and scanners. Digital technology will make conservation documen- tation more easily accessible, cost/time efficient, and will increase consistency and accuracy of the recorded data, and reduce physical storage space requirements. The major drawback to digitising conservation re- cords is maintaining access to the information for the future; the notorious pace of technological change has serious implications for retrieving data from any ma- chine-readable medium.
Πολιτισμική θεωρία και μουσειακές σπουδές. Στο: Μουσείο και μουσειακές σπουδές: Ένας πλήρης οδηγός
  • R Mason
Mason, R., 2012. Πολιτισμική θεωρία και μουσειακές σπουδές. Στο: Μουσείο και μουσειακές σπουδές: Ένας πλήρης οδηγός. Macdonald,S. (επιμ.), μτφρ.
Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, σσ
  • Δ Παπαβασιλείου
  • Αθήνα
Παπαβασιλείου,Δ. Αθήνα: Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, σσ.49-70.
Τα Μουσεία και το κοινό τους -Κατηγορίες κοινού
  • Δ Πικοπούλου-Τσολάκη
Πικοπούλου-Τσολάκη, Δ., 2002. Τα Μουσεία και το κοινό τους -Κατηγορίες κοινού. Στο: Ε. Γλύτση, Α. Ζαφειράκου, Γ. Κακούρου-Χρόνη και Δ. Πικοπούλου-Τσολάκη, (επιμ.), Οι Διαστάσεις των Πολιτιστικών Φαινομένων (Τόμ.Γ'). Πάτρα: ΕΑΠ, σσ.15-56.
Σχολείο-Μουσείο-Ψηφιακός κόσμος. Σύνθεση ψηφιακού μουσειακού χώρου με συνεπιμέλεια μαθητών και εκπαιδευτικών
  • Γ Παπαϊωάννου
  • Α Και Στεργιάκη
Παπαϊωάννου, Γ. και Στεργιάκη, Α., 2013. Σχολείο-Μουσείο-Ψηφιακός κόσμος. Σύνθεση ψηφιακού μουσειακού χώρου με συνεπιμέλεια μαθητών και εκπαιδευτικών. Ρόδος: Εκδόσεις Σχολικής Βιβλιοθήκης Γυμνασίου Ιαλυσού.
Το έθνος και τα ερείπιά του: Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα
  • Γ Χαμηλάκης
Χαμηλάκης, Γ., 2012. Το έθνος και τα ερείπιά του: Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα. Μτφ. Καλαϊτζής, Ν. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.
Τα μουσεία ως πολιτιστικές βιομηχανίες: μια προκαταρκτική συζήτηση
  • Α Μπούνια
  • Ν Βερνίκος
  • Σ Δασκαλοπούλου
  • Φ Μπαντιμαρούδης
  • Ν Μπουμπάρης
  • Δ Παπαγεωργίου
Μπούνια, Α., 2005. "Τα μουσεία ως πολιτιστικές βιομηχανίες: μια προκαταρκτική συζήτηση". Στο: Βερνίκος, Ν., Δασκαλοπούλου, Σ., Μπαντιμαρούδης, Φ., Μπουμπάρης, Ν., Παπαγεωργίου Δ., (επιμ.) Πολιτιστικές βιομηχανίες.
Εισαγωγή στη μουσειολογία. Ρόδος: Πανεπιστήμιο Αιγαίου
  • Λ Ορφανίδη
Ορφανίδη, Λ., 2003. Εισαγωγή στη μουσειολογία. Ρόδος: Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών.