Εστιάζοντας ιστορικά στην εξέλιξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας την περίοδο της εισόδου των νέων τεχνολογιών, παρατηρούμε ότι οι ερευνητές και οι μελετητές της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, είδαν μια μεγάλη και αναπάντεχη ευκαιρία μετασχηματισμού λόγω της εξέλιξης των ΤΠΕ (Τεχνολογίες πληροφορίας και επικοινωνιών) και της ένταξής τους στην καθημερινότητα του μέσου ανθρώπου. Η ευκαιρία για συνεργασία εξ αποστάσεως και σύνδεσης με γεωγραφικά απομακρυσμένα μέρη μέσω τηλεπικοινωνιακών συνδέσεων μπορούσαν να επιτρέψουν την αξιοποίηση καινοτόμων μεθόδων για εκπαιδευτικούς και εκπαιδευτές, που ούτε καν είχαν φανταστεί μέχρι τότε. Επιπρόσθετα οι ευκαιρίες για συσσώρευση γνώσης και για ανάπτυξη της εκπαίδευσης σε νέους δρόμους φάνταζαν επαναστατικές. Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκαν και οι εμπλεκόμενοι με την παραδοσιακή εκπαίδευση, με κύριο μέλημά τους, την ανάγκη για διερεύνηση του τρόπου που η νέα πραγματικότητα θα πρέπει να ενταχθεί στην καθημερινή εκπαιδευτική διαδικασία ώστε να
αξιοποιηθεί στο βέλτιστο βαθμό. Μέχρι τότε (τέλη του 20ού αιώνα) το ψηφιακό περιεχόμενο δεν ήταν ακόμα ούτε πολύ, ούτε ελεύθερο (ανοιχτό) ούτε «πανταχού παρών» (ubiquitous), κυρίως λόγω του υψηλού κόστους των υποδομών, που είχε και ως αποτέλεσμα την μικρή διείσδυση των νέων τεχνολογιών στoν μέσο πολίτη. Η δυνατότητα που προσφερόταν πλέον, με την αρχή της νέας χιλιετίας, να δημιουργήσει κανείς ένα ψηφιακό πόρο (αντικείμενο) που θα μπορούσε να αποθηκευτεί οπουδήποτε και να προσπελαστεί – εν δυνάμει - από οποιονδήποτε με έναν υπολογιστή συνδεδεμένο στο διαδίκτυο, ήταν κάτι μοναδικό. Ειδικά η ευκαιρία που
θα μπορούσε να δοθεί σε κάθε ενδιαφερόμενο να προσπελάσει ένα τέτοιο αντικείμενο,
«δανεισμένη» από τις κινήσεις ανοιχτού περιεχομένου και λογισμικού που είχαν ήδη
σχηματιστεί λίγα χρόνια πριν, απέκτησε γρήγορα φανατικό κοινό. Και ως αποτέλεσμα
είχαμε τη δημιουργία μιας δυναμικής με στόχο την προώθηση ανοιχτών εκπαιδευτικών
πόρων.
Σύντομα, η κίνηση των ανοιχτών εκπαιδευτικών πόρων (ΑΕΠ) απέκτησε έναν εξέχοντα
υπέρμαχο: τον εκπαιδευτικό, επιστημονικό και Πολιτιστικό Οργανισμό των Ηνωμένων
Εθνών (UNESCO), όταν σε ένα σχετικό συνέδριο του 2002 πρωτοχρησιμοποιήθηκε ο
σχετικός όρος (ΑΕΠ), και ορίστηκε ως: «εκπαιδευτικοί, μαθησιακοί και ερευνητικοί πόροι, που είναι δημόσια και ελεύθερα διαθέσιμοι, ή έχουν παραχθεί με δικαίωμα ελεύθερης χρήσης και επαναχρησιμοποίησης από όλους». Στη συνέχεια, άλλοι οργανισμοί και φορείς μπήκαν στο «κύμα» της νέας τάξης εκπαιδευτικών πραγμάτων, με πρωτεργάτη ανάμεσα σε πολλούς το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (Massachusetts Institute of Technology) το οποίο ξεκίνησε και το πρώτο σχετικό έργο για την παραγωγή ανοιχτού εκπαιδευτικού περιεχομένου. Η Ευρώπη δεν έμεινε πίσω στην κίνηση αυτή. Έτσι στα Ευρωπαϊκά «καθ’ ημάς», ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχει πλέον αναγάγει την ανάπτυξη των ΑΕΠ και γενικότερα της ανοιχτής εκπαίδευσης σε κεντρική στρατηγική της (2014).
Ιστορικά φαίνεται ότι η Ινδία ήταν η πρώτη χώρα που το 2007 ενέταξε τους ΑΕΠ στον εθνικότης σχεδιασμό για την εκπαίδευση (αν και στη συνέχεια, λόγω έλλειψης προϋπολογισμού, ο σχεδιασμός αυτός δεν υλοποιήθηκε). Στη συνέχεια η Ολλανδία, μια Ευρωπαϊκή χώρα, το 2009 υιοθέτησε ένα στρατηγικό σχεδιασμό για την ανάπτυξη και αξιοποίηση ΑΕΠ σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης – αλλά όταν η χρηματοδότηση σταμάτησε μετά από πέντε έτη, το πρόγραμμα διακόπηκε και αυτό με εξαίρεση τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στις ΗΠΑ, το 2011 ξεκίνησε ένα ισχυρά χρηματοδοτούμενο τετραετές πρόγραμμα για τη δημιουργία ΑΕΠ
για τα κοινοτικά κολλέγια (community colleges). Παράλληλα, και ειδικότερα μετά την
διακήρυξη του Παρισιού στο πρώτο παγκόσμιο συνέδριο για τους ΑΕΠ (2012)
όλο και περισσότερες χώρες ανά τον κόσμο υιοθέτησαν και προώθησαν σχέδια για την αξιοποίηση ΑΕΠ.
Στην παρούσα εργασία καταπιανόμαστε με τη διερεύνηση του χώρου των ΑΕΠ, βασιζόμενοι κατά κύριο λόγο σε ανασκόπηση της βιβλιογραφίας (δευτερογενής έρευνα). Όπως φάνηκε και εκ του αποτελέσματος, ο χώρος των ΑΕΠ (αλλά και της Ανοιχτής Εκπαίδευσης γενικότερα) έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των ερευνητών, αλλά και όσων σχεδιάζουν και καθορίζουν το μέλλον της εκπαίδευσης. Έτσι τα τελευταία χρόνια υπάρχει σημαντική παραγωγή δημοσιεύσεων αλλά και άλλων σχετικών κειμένων πολιτικής (γκρίζα βιβλιογραφία, κ.α.) που παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον.
Στόχος της εργασίας ήταν να διερευνηθεί ειδικότερα: ποια είναι η θέση των ΑΕΠ στο
μάλλον θολό ακόμα τοπίο της αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση, τι
υπόσχονται και τι προσφέρουν, ποιοι παράγοντες φαίνεται να επηρεάζουν την εξέλιξή
τους, ποιες είναι οι παιδαγωγικές προϋποθέσεις εφαρμογής τους και αν τελικά το μοντέλο ανάπτυξής τους (εφόσον υφίσταται) είναι βιώσιμο. Και όλα αυτά ξεκινώντας από την εκπαίδευση γενικότερα, εστιάζοντας όμως τελικά στην Εκπαίδευση Ενηλίκων.
Τα αποτελέσματα της εργασίας φαίνεται να φωτίζουν κάποιες πτυχές του οικοσυστήματος που δημιουργείται, αλλά γενούν και επί πλέον ερωτήματα. Αυτό ισχύει επειδή πράγματι τεκμαίρεται ότι βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο «αλλαγής παραδείγματος» (paradigm shift) στο χώρο αυτό και όλοι οι εμπλεκόμενοι από την δική τους οπτική γωνία, προσπαθούν να αποκρυσταλλώσουν και να προσδιορίσουν την επόμενη μέρα. Έτσι, για παράδειγμα, το 2012 στο Παρίσι υπήρξε ένας μάλλον υπέρμετρος ενθουσιασμός, στο πλαίσιο του οποίου προσκλήθηκαν οι κυβερνήσεις των χωρών να «υποστηρίξουν την ανάπτυξη ΑΕΠ διαθέτοντας ελεύθερα το εκπαιδευτικό περιεχόμενο που αναπτύσσεται με δημόσια χρηματοδότηση» με στόχο μια ποιοτικότερη εκπαίδευση χωρίς αποκλεισμούς. Όμως στη συνέχεια έγινε κατανοητό ότι απλά και μόνο οι προτροπές δε φτάνουν αλλά χρειάζονται περισσότερες και δυναμικότερες υποστηρικτικές ενέργειες, ευαισθητοποίηση
και συναντίληψη, σε σχέση με τους στόχους και τους σκοπούς της κίνησης. Έτσι μετά από πέντε χρόνια από τη δήλωση του Παρισιού, το 2ο συνέδριο για τους ΑΕΠ που θα γίνει στην Λουμπλιάνα της Σλοβενίας (9/2017), έχει ως υπότιτλο: «από την δέσμευση στη δράση». Ίσως με λίγο περισσότερη δόση αυτοκριτικής, θα ταίριαζε να τιτλοφορηθεί και: «από τον ενθουσιασμό στην ωριμότητα»