Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η σχέση πάροχου-λήπτη προστασίας όπως αυτή συγκροτείται στο πλαίσιο της ανθρωπιστικής παρέμβασης στη Λέσβο. Συγκεκριμένα, η εργασία εξετάζει τη λειτουργία του μηχανισμού αξιολόγησης της «ευαλωτότητας» μέσα από την εμπειρία των εργαζόμενων οι οποίοι καλούνται να τον εφαρμόσουν στο πεδίο της Λέσβου, και αναδεικνύει όψεις της λειτουργίας των ίδιων των εργαζόμενων.
Το νησί της Λέσβου αποτελεί διαχρονικά τόπο όπου εφαρμόζονται μηχανισμοί διαχείρισης της κινητικότητας. Από το 2016, στο πλαίσιο των αυξημένων ροών εκτοπισμένων πληθυσμών και κατόπιν της Κοινής Συμφωνίας Ε.Ε.- Τουρκίας, το hot-spot γίνεται το νέο ευρωπαΐκό παράδειγμα διαχείρισης της κινητικότητας και καθίσταται τόπος συναρμογής ετερογενών φορέων δράσης και στρατηγικών διαχείρισης των νεοεισερχομένων, με την παράλληλη εφαρμογή πολιτικών ασφάλειας αλλά και προστασίας. Εντός του hot-spot, o μηχανισμός αξιολόγησης της «ευαλωτότητας» υλοποιείται ως επιμέρους τεχνολογία της ανθρωπιστικής διακυβέρνησης, κατακερματίζοντας και ταξινομώντας τον εγκλωβισμένο πληθυσμό σε «ευάλωτους» - σε σώματα που πάσχουν και αξίζουν προστασίας- και σε «μη- ευάλωτους».
Κατά τη διάρκεια επιτόπιας έρευνας στη Μυτιλήνη, τον Απρίλιο του 2019, διεξήχθησαν
ανοιχτές συνεντεύξεις με εργαζόμενους/ες διαφόρων φορέων ανθρωπιστικής δράσης
(κρατικών, μη-κρατικών, διακρατικών, υπερκρατικών). Μέσω θεματικής ανάλυσης λόγου, η παρούσα έρευνα επιχειρεί να απαντήσει σε δύο ερωτήματα: πώς λειτουργεί το ταξινομητικό σύστημα της «ευαλωτότητας» μέσα από την εμπειρία όσων το εφαρμόζουν, και, πώς η θέση του υποκειμένου που αξιολογεί κατασκευάζεται ως θέση διαμεσολάβησης ανάμεσα στην αλήθεια του/ης αιτούντος/σας άσυλο και στην εγγραφή της αλήθειας αυτής – με τη μορφή της πιστοποίησης – στο γραφειοκρατικό μηχανισμό.
Απαντώντας στο πρώτο ερώτημα, η εφαρμογή του μηχανισμού της «ευαλωτότητας», είναι δομημένη στη λογική της διαμεσολάβησης και βασίζεται σε ένα σύμπλοκο σχήμα
παραπομπών, το οποίο συγκροτείται μέσα από τη δικτύωση φορέων ανθρωπιστικής
δράσης και τη γραφειοκρατική τους διασύνδεση. Εντός αυτού του σχήματος, οι πρακτικές αξιολόγησης του «ευάλωτου» αποτελούν κοινό τόπο και πραγματώνονται μέσα από την αντικειμενοποίηση του λόγου και του σώματος των αιτούντων/σών, στη βάση επιστημονικών λόγων που αποφαίνονται για την αλήθεια των ισχυρισμών. Η ανάλυση αναδεικνύει δύο υποκειμενικές θέσεις των εργαζόμενων οι οποίες συγκροτούνται ανάλογα με το ρόλο του εκάστοτε φορέα ανθρωπιστικής δράσης: μία ταξινομητική και μία υποστηρικτική/υπερασπιστική.
Στην προσέγγιση του δεύτερου ερωτήματος, χρησιμοποιείται η έννοια της «δυσπιστίας», όπως αυτή κεντρικά προκύπτει από την εμπειρία των συμμετεχόντων/σών, διαφωτίζοντας επιμέρους πτυχές των δύο υποκειμενικών θέσεων που αναδείχθηκαν. Το γεγονός πως για την εφαρμογή της πολιτικής φροντίδας της «ευαλωτότητας» αντικειμενοποιείται το σώμα και ο λόγος του/της αιτούντος/σας ώστε να αναδειχθεί η αλήθεια του, συγκροτεί ένα πρόβλημα στην τάξη της αλήθειας. Το πρόβλημα της δυσπιστίας, παράγεται πολλαπλά μέσα από θεσμικές αλλαγές και ατομικές στρατηγικές απεγκλωβισμού των ταξινομούμενων, και αναδεικνύεται ως συγκροτητικό στοιχείο της εφαρμογής του μηχανισμού αξιολόγησης της «ευαλωτότητας». Έτσι, δεν αποτελεί απλώς μια κατάσταση την οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν οι εργαζόμενοι/ες του πεδίου, αλλά περισσότερο ένα αναπόσπαστο στοιχείο του μηχανισμού, στο οποίο οι εργαζόμενοι επενεργούν αντιμετωπίζοντάς το και ταυτόχρονα αναπαράγοντάς το μέσα από τη δράση τους στο πεδίο.
Abstract
This master thesis deals with the relationship between protection provider and protection
recipient as it emerges in the context of humanitarian intervention in Lesvos. Specifically, the thesis examines the “vulnerability” assessment mechanism through the experiences of aid workers who implement it, and highlights aspects of their own function.
Different mechanisms of mobility management have been implemented at Lesvos island over the years. Since 2016, in the context of increased flows of displaced populations and after the E.U.- Turkey Statement, the hot-spot is the new European paradigm in mobility management. The hot-spot is an assemblage of heterogenous actors and strategies to manage the newcomers, a place where security and protection policies are simultaneously applied. In the hot-spot premises, “vulnerability” is implemented as a component – a technology – of humanitarian government by dividing and sorting the confined population into “vulnerable” – suffering bodies deserving protection – and “non-vulnerable” ones.
During field research in Mytilene, in April 2019, open-ended interviews were conducted with field workers employed in different humanitarian organizations. Through thematic discourse analysis, the research attempts to respond to two questions: how does the taxonomic system of “vulnerability” function based on the experience of those who apply it; and how their subjective position is constructed as a position of mediation between asylum seekers’ truth and its inscription – by the form of certification –into the bureaucratic mechanism.
As far as the first question is concerned, the thesis argues that the implementation of the
“vulnerability” assessment mechanismis structured on the basis of mediation, and is
dependent on a complex scheme of referrals. This scheme is shaped by the networking and the bureaucratic interconnection of various humanitarian agencies. In this context, the assessment practices of “vulnerability” are achieved through the objectification of the asylum seekers’ speech and body, on the basis of scientific discourses which decide about a claim’s truth. The analysis shows t wo emerging subjective positions of the aid workers, which are constructed according to the role of the humanitarian agency that they work for: one taxonomic and one supporting/defending.
In responding to the second question, the concept of “disbelief”, which arose as central in the experiences of the participants, is used and aspects of the two subjective positions are further discussed on that basis. The fact that the application of “vulnerability” objectifies asylum seekers’ speech and body, in order to reveal their truth, constitutes a problem of truth or a primary disbelief. The problem of disbelief is multiply produced at the juncture of institutional changes and individual escape strategies of the applicants. It is also emerging as a constitutive element of the “vulnerability” assessment mechanism. Thus, is not just a situation that field workers are called to deal with; it is more an inextricable part of the mechanism, one that professionals in the field both act upon and simultaneously reproduce, by their daily action.