Content uploaded by Roula Tsokalidou
Author content
All content in this area was uploaded by Roula Tsokalidou on May 05, 2016
Content may be subject to copyright.
Διγλωσσία και εκπαίδευση: από τη θεωρία στην πράξη
και στην κοινωνική δράση
Ρούλα Τσοκαλίδου
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια,
ΤΕΠΑΕ / Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
tsokalid@nured.auth.gr
Περίληψη
Τα θέματα της διγλωσσίας ανήκουν στο ευρύτερο πλαίσιο της κοινωνιογλωσσολογίας
και της επαφής των γλωσσών (language contact). Η ενασχόλησή μας με τη διγλωσσία
στον χώρο της εκπαίδευσης αποτελεί μια διαρκή διαδικασία αναζήτησης που μας καλεί
να συνθέσουμε θεωρίες για να προτείνουμε κατάλληλες εκπαιδευτικές πρακτικές, αλλά
και να δράσουμε σε κοινωνικό επίπεδο. Ξεκινώντας από αυτή τη βάση, γίνεται εύκολα
σαφές ότι η διερεύνηση της διγλωσσίας στην εκπαίδευση μας εμπλέκει σε μια σύνθετη
και απαιτητική διαδικασία, μέσα από την οποία καλούμαστε να πάρουμε θέση σε μια
σειρά από θεωρητικά, ιδεολογικά και πρακτικά ζητήματα. Στο παρόν άρθρο
επιχειρούμενα αναδείξουμε μερικά βασικά θεωρητικά ζητήματα στον χώρο της
διγλωσσίας, θέματα ορολογίας, εναλλαγής κωδίκων, ‘διαγλωσσικότητας’ και
ταυτότητας που μας καλούν να μετατρέψουμε τη θεωρία σε εκπαιδευτική πράξη και
διάδραση ανάμεσα στις κοινότητες των ερευνητών/τριών, των εκπαιδευτικών, των
παιδιών και των γονέων τους.
Λέξεις-κλειδιά
διγλωσσία, εναλλαγή κωδίκων, διαγλωσσικότητα, κείμενα ταύτισης, εκπαιδευτικές
διαστάσεις
Αbstract
The study of bilingualism belongs to the broader context of sociolinguistics and
language contact. Dealing with bilingualism in education requires a constant
research process which invites us to compose theories and propose suitable
educational practices and also take action on a social level. Starting off on this basis,
it becomes clear that researching in bilingualism and education involves us in a
complex and demanding process through which we are called upon to put forward
our point of view on a number of theoretical, ideological and practical issues. In the
present paper we will attempt to put forward some basic theoretical issues in
bilingualism, namely issues of terminology, code-switching, translanguaging and
identity issues, which make it imperative for us to turn theory into educational
practice and interaction amongst the communities of researchers, educators, children
and their parents.
Keywords
bilingualism, code-switching, translanguaging, identity texts, educational practices
Εισαγωγή
Όπως έχει γραφτεί χαρακτηριστικά από τους Brutt-Griffler & Varghese (2004:
93), το θέμα της επαφής των γλωσσών αφορά άμεσα ένα πολύ μεγάλο αριθμό
μαθητών, για τους οποίους το θέμα της ‘μητρικής γλώσσας’ αποτελεί μια τελείως
διαφορετική κατηγορία από την αντίστοιχη για τα μονόγλωσσα παιδιά, η οποία όμως
συχνά δε λαμβάνεται υπόψη από το εκπαιδευτικό σύστημα, γενονός που φέρνει στην
επιφάνεια την πολιτική διάσταση της διγλωσσίας, εντός κι εκτός σχολείου. Με άλλα
λόγια, η διγλωσσία, ένα γλωσσολογικό και εκπαιδευτικό θέμα, έχει σημαντικές
ιδεολογικές και πολιτικές διαστάσεις που δεν μπορούμε παρά να λάβουμε υπόψη στη
μελέτη των επιμέρους θεμάτων. Συγκεκριμένα θα αναδείξουμε ταεξής θέματα: α)
Θέματα ορολογίας και προσδιορισμών που χρησιμοποιούνται για τα δίγλωσσα
παιδιά, β) Θέματα εναλλαγής κωδίκων και ‘διαγλωσσικότητας’ και γ) Θέματα
ταυτότητας.
Τα παραπάνω θέματα θα μας οδηγήσουν σε αντίστοιχες πρακτικές και δράσεις που
καλούμαστε να πραγματοποιήσουμε, για να μπορέσουμε να υποστηρίξουμε, αφενός,
την ανάπτυξη των δίγλωσσων παιδιών στο σχολείο και, αφετέρου, την αρμονική και
δημιουργική συνύπαρξη ανάμεσα σε γονείς, παιδιά και εκπαιδευτικούς.
Θέματα ορολογίας
Ξεκινώντας τη σύντομη αυτή αναφορά μας στα θεωρητικά ζητήματα της
διγλωσσίας που θα μας οδηγήσουν σε εκπαιδευτικές προτάσεις και δράσεις, σκόπιμο
είναι να ορίσουμε τη διγλωσσία με τέτοιο τρόπο που να φωτίζονται, παράλληλα με τα
γλωσσικά ζητήματα, κάποια ευρύτερα ιδεολογικά θέματα που είναι στην καρδιά του
θέματός μας. Σύμφωνα με τους Brutt-Griffler & Varghese (2004: 94) η διγλωσσία
μπορεί να προσδιοριστεί ως ο ενδιάμεσος γλωσσικός χώρος, ο οποίος γίνεται
παραδοσιακά αντιληπτός ως αποτελούμενος από διακριτές οντότητες, δύο ξεχωριστές
γλώσσες. Από την άλλη μεριά, τα δίγλωσσα άτομα μας υπενθυμίζουν ότι ο
γλωσσικός χώρος αποτελεί μάλλον ένα συνεχές και ότι δεν είναι μόνο οι γλώσσες, οι
οποίες συγκατοικούν στον ίδιο χώρο, αλλά ένα μείγμα από κουλτούρες και οπτικές
γωνίες, το οποίο για κάποιους είναι ακατανόητο και για άλλους ανησυχητικό. Με
άλλα λόγια, για την κατανόηση της διγλωσσίας σημαντική θέση κατέχει η σύνθεση
διαφορετικών οπτικών και κουλτούρων, ενώ η παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα σε
διακριτές γλώσσες ακυρώνεται από την ύπαρξη για τα δίγλωσσα άτομα ενός
γλωσσικού συνεχούς. Οι Brutt-Griffler & Varghese προτείνουν ότι πολλές
αντιστάσεις στη διγλωσσία οφείλονται τόσο στην ανησυχία της κυρίαρχης κοινωνίας
για μια ενδεχόμενη ανατροπή της γλωσσικής νόρμας, όσο και στην έλλειψη
κατανόησης της σημασίας που έχει η συνύπαρξη των γλωσσών για τα δίγλωσσα
άτομα. Στη συνέχεια θα προσεγγίσουμε την ιδιαίτερη σημασία της διγλωσσίας
αναδεικνύοντας συγκεκριμένα θέματα και πιθανές πρακτικές και δράσεις που
προκύπτουν από αυτά.
Από έρευνα σε δημοτικά σχολεία του Βόλου (Tsokalidou, 2005) προέκυψε ότι τα
παιδιά μη ελληνικής καταγωγής χαρακτηρίζονται ως ‘αλλόγλωσσα’, αν και η
πλειονότητά τους είτε ήδη γνωρίζει, είτε μαθαίνει άμεσα την ελληνική γλώσσα
παράλληλα με την πρώτη γλώσσα. Η χρήση του επιθετικού προσδιορισμού
‘αλλόγλωσσα’ όχι μόνο δεν αντιστοιχεί στη γλωσσική συμπεριφορά και
πραγματικότητα των παιδιών με δύο ή περισσότερες γλωσσικές δεξαμενές στη
διάθεσή τους, αλλά θεωρούμε ότι μπορεί να συντελέσει στην περιθωριοποίησή τους
εντός κι εκτός σχολείου.
Το παρακάτω απόσπασμα από συνέντευξη με δίγλωσσο μαθητή δημοτικού
σχολείου εκφράζει χαρακτηριστικά την ιδιαίτερη γλωσσική διαμόρφωση παιδιών
μεταναστευτικής καταγωγής και παρέχει τηναφορμή για να γνωρίσουμε καλύτερα τα
δίγλωσσα (πολύγλωσσα) παιδιά στις τάξεις μας.
Απόσπασμα 1: πολυγλωσσία
«Η μαμά μου μεγάλωσε στη Γεωργία. Δεν είναι ακριβώς από τη Γεωργία. Εκεί
υπάρχουν πολλά χωριά που μιλάνε ελληνικά. Ας πούμε η γιαγιά μου δεν έχει έρθει
ποτέ Ελλάδα και μιλάει ελληνικά, κάποια με διάλεκτο. Ο μπαμπάς μου μιλάει
ρωσικά, αλλά ο μπαμπάς του ελληνικά. Η μαμά μου μιλάει και αυτή ρωσικά, αλλά
και τουρκικά… Η γιαγιά μου (από τη μεριά της μαμάς) μιλάει ελληνικά και ο
παππούς ρώσικα και ελληνικά. Η γιαγιά είναι φιλόλογος και ο παππούς ιστορικός. Η
γιαγιά με τη μαμά μου μιλάνε ρώσικα και τούρκικα.» (Νίκος από τη Ρωσία)
Από τα λεγόμενα του Νίκου παραπάνω φαίνεται ότι η πραγματικότητα του παιδιού
χαρακτηρίζεται από πολυγλωσσία και ο προσδιορισμός μιας τέτοιας σύνθετης και
ενδιαφέρουσας κατάστασης ως ‘αλλογλωσσίας’ είναι τουλάχιστον απλουστευτικός
και άδικος. Ως εκ τούτου, προτείνουμε τη γενικευμένη χρήση του όρου ‘διγλωσσία’
και ‘δίγλωσσα παιδιά’ για τα παιδιά μεταναστευτικής καταγωγής που φοιτούν στο
ελληνικό σχολείο, ακόμη και για την περίπτωση που η διγλωσσία τους βρίσκεται σε
πρώιμο στάδιο. Θεωρούμε ότι έτσι δίνουμε έμφαση στις δυνατότητες των παιδιών
χωρίς να τα καταδικάζουμε σε μια θέση ‘άλλη’ από τη θέση στο κέντρο της προσοχής
μας και της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Σε επίπεδο εκπαιδευτικής πρακτικής και δράσης, καλούμαστε να ρωτήσουμε και
να ακούσουμε τα ίδια τα παιδιά της τάξης μας για τη δική τους, μοναδική και
ιδιαίτερης σημασίας, σχέση με τις γλώσσες που έχουν στη διάθεσή τους, καλώντας,
ταυτόχρονα, όλα τα παιδιά της τάξης μας να γνωρίσουν την υπαρκτή γλωσσική και
πολιτισμική ετερογένεια του σχολείου και της κάθε τάξης. Το πρώτο μου βιβλίο για τη
διγλωσσία: ανάμεσα στον ελληνικό και τον αραβικό κόσμο (Τσοκαλίδου, 2012α)
προτείνει την παιδική αφήγηση ως μέσο προσέγγισης των εμπειριών που
εμπλουτίζουν τη ζωή του δίγλωσσου παιδιού και οι οποίες μπορούν έτσι να
μετατραπούν σε πηγή πλούτου για όλη την τάξη, όπως προτείνεται και στη γνωστή
διάκριση ανάμεσα στις προσεγγίσεις στην ετερογένεια στο σχολείο (Ruiz, 1984).
Θέματα εναλλαγής κωδίκων και ‘διαγλωσσικότητας’
Η εναλλαγή κωδίκων, δηλαδή η παράλληλη χρήση δύο ή περισσοτέρων γλωσσών
στην ίδια επικοινωνία (Gumperz, 1982) αποτελεί ένα από τα περισσότερο
διαδεδομένα φαινόμενα στον χώρο της δίγλωσσης επικοινωνίας και της διατήρησης
των μεταναστευτικών γλωσσών (Τσοκαλίδου, 2000). Εντούτοις, όμως,οι λειτουργίες
και η σημασία της εναλλαγής κωδίκων στον χώρο της εκπαίδευσης αποτελούν ένα
θέμα που φαίνεται να απασχολεί ελάχιστα ή καθόλου τους/τις εκπαιδευτικούς. Στα
παραδείγματα που παραθέτουμε, φαίνεται καθαρά η χρήση της εναλλαγής κωδίκων
ως μέσου για την αποτελεσματικότερη επικοινωνία των δίγλωσσων ομιλητών/τριών.
Στο απόσπασμα 2 που ακολουθεί, η δίγλωσση ομιλήτρια καταφέρνει να αποδώσει με
ιδιαίτερη αμεσότητα τη σχέση της με τη μητέρα της και μας μεταφέρει με ζωντανό
τρόπο τον τρόπο επικοινωνίας της μαζί της.
Απόσπασμα 2: εναλλαγή κωδίκων
«She is so set in her ways, you know, like ‘έτσι έμαθα από μικρή, δε μπορώ ν’αλλάξω
τώρα’ you know, of course she can, ‘μπορείς ν’αλλάξεις’, ‘όχι, όχι, όχι, πρέπει να’
like she is so ‘πρέπει να μαγειρέψω, πρέπει να πλύνω τα ρούχα, πρέπει να σιδερώσω’,
‘mum sit down, κάτσε κάτω, πιες έναν καφέ’ you know she says ‘όχι, όχι, όχι, έχω
δουλειά, έχω δουλειά’. It’s terrible." (Θ14)
(Μτφρ.: «Είναι τόσο απόλυτη στις συνήθειές της, ξέρεις, ‘έτσι έμαθα από μικρή, δε
μπορώ ν’αλλάξω τώρα’, ξέρεις, φυσικά μπορεί ‘μπορείς ν’αλλάξεις’, ‘όχι, όχι, όχι,
πρέπει να’ είναι τόσο ‘πρέπει να μαγειρέψω, πρέπει να πλύνω τα ρούχα, πρέπει να
σιδερώσω’, ‘μαμά κάτσε κάτω, κάτσε κάτω, πιες έναν καφέ’, ξέρεις, λέει ‘όχι, όχι,
όχι, έχω δουλειά, έχω δουλειά’. Είναι φοβερό».)
Μέσα από την ανάλυση της εναλλαγής κωδίκων (ή ΕΚ) στο παραπάνω
παράδειγμα, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ‘ολική ΕΚ’ (‘overall
switching’), δηλώνεται η συνεχής εναλλαγή των προτεραιοτήτων της ομιλήτριας και
η αλληλεπίδραση και σύγκλιση των γλωσσικών και κοινωνικών ταυτοτήτων της,
όπως τις αποκαλεί η Myers-Scotton (1988). Αξίζει να σημειωθεί ότι σε κάποιες
περιπτώσεις το ίδιο νόημα εκφράζεται ταυτόχρονα και στις δύο γλώσσες που
συναντιούνται, ενώ στη μελέτη της εναλλαγής κωδίκων έχουν ιδιαίτερη θέση οι
‘λέξεις-σκανδάλη’ (Clyne, 1967, 1991), οι οποίες συχνά είναι κοινές στις δύο
γλώσσες (π.χ. ‘corn flakes’) ή πολιτισμικά φορτισμένες για να αποδοθούν επιτυχώς
σε άλλη γλώσσα (π.χ. η λέξη ‘χωριό’ ή ‘καφετζής’) (Τσοκαλίδου, 2012β) και
κινητοποιούν την άλλη γλώσσα του δίγλωσσου. Στο παραπάνω απόσπασμα, η
ταυτόχρονη χρήση των δύο κωδίκων στην επικοινωνία των δύο γυναικών εκφράζει,
ταυτόχρονα, την επικοινωνία των δύο γενιών και το γεφύρωμα των δύο πολιτισμών
που έρχονται σε επαφή. Η δίγλωσση ομιλήτρια εδώ, μέσω της εναλλαγής κωδίκων,
μπορεί να προσδίδει αμεσότητα και χρώμα στον λόγο της, αποδίδοντας, ταυτόχρονα,
«φόρο τιμής» και στις δύο ταυτότητες και γλώσσες της.
Θεωρούμε ότι η επικοινωνιακή προσέγγιση στην εναλλαγή κωδίκων μπορεί να
έχει σημαντικές εκπαιδευτικές διαστάσεις, τόσο γιατί μέσω αυτής μπορούμε να
γνωρίσουμε καλύτερα την πραγματικότητα των δίγλωσσων παιδιών της τάξης μας,
αλλά και γιατί μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στο να γίνουν ορατές οι άλλες
γλώσσες των παιδιών στην τάξη με έναν δημιουργικό τρόπο. Με άλλα λόγια, μέσα
από θεατρικά δρώμενα και αυτοσχέδιους διαλόγους μπορούμε να ενθαρρύνουμε τα
παιδιά να επικοινωνήσουν χρησιμοποιώντας όλη την γκάμα των επικοινωνιακών τους
δυνατοτήτων ούτως ώστε, αφενός, να τονωθεί η διγλωσσία των δίγλωσσων παιδιών
και, αφετέρου, να καλλιεργηθεί η αγάπη και το ενδιαφέρον για τις άλλες γλώσσες στα
υπόλοιπα παιδιά.
Η εναλλαγή κωδίκων μας οδηγεί σε ευρύτερα ζητήματα που αφορούν τη
συνύπαρξη των γλωσσών και τον δημιουργικό συνδυασμό των γλωσσών που έχουμε
στη διάθεσή μας, με άλλα λόγια σε ζητήματα ‘διαγλωσσικότητας’
(=translanguaging). Ο όρος αυτός δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά μέχρι σήμερα,
αλλά προτείνουμε μια απόδοσή του στο παρόν κείμενο προσπαθώντας να φωτίσουμε
τις πτυχές του θέματος αυτού, τις οποίες θεωρούμε ιδιαίτερα χρήσιμες. Σύμφωνα με
την García (2009), η διαγλωσσικότητα (translanguaging) αποτελεί έναν ισχυρό
μηχανισμό ή μια στρατηγική γλωσσική επιλογή που κάνουν τα δίγλωσσα άτομα για
να εκφράσουν τις εμπειρίες τους, να αποδώσουν νόημα και να ερμηνεύσουν τον
‘διγλωσσικό’ τους κόσμο μέσα από την καθημερινή χρήση των δύο γλωσσών τους.
Έτσι, επιτυγχάνεται η κατανόηση, χτίζονται νοήματα, εκφράζονται άλλες οπτικές και
πραγματοποιείται η διαμεσολάβηση των νοημάτων ανάμεσα στις γλωσσικές ομάδες.
Πέρα από την εναλλαγή κωδίκων, που αφορά κυρίως το γλωσσικό επίπεδο, θεωρώ
ότι ο όρος ‘διαγλωσσικότητα’ μας επιτρέπει να αναφερθούμε και να αξιοποιήσουμε,
σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, ιδεολογικά ζητήματα πολυγλωσσικής διαχείρισης και
αξιοποίησης των γλωσσών και ποικιλιών, τα οποία έχουν να κάνουν με τη σύνθετη
και μονίμως μεταβαλλόμενη σχέση μας με τις γλώσσες και ποικιλίες που συγκροτούν
την προσωπική και συλλογική μας ταυτότητα. Για να γίνει πιο κατανοητή η έννοια
της διαγλωσσικότητας, παραθέτω ένα απόσπασμα από κείμενο του ελληνο-αλβανού
συγγραφέα Γκαζμέντ Καπλάνι που θεωρώ ότι περιγράφει με προσωπικό και
κατανοητό τρόπο την αλληλεπίδραση των γλωσσών του σε ένα αφηρημμένο αλλά
σημαντικό επίπεδο επικοινωνίας με το ευρύτερο περιβάλλον του.
Απόσπασμα 3: διαγλωσσικότητα
«Η μητρική μου γλώσσα παίρνει, κάθε τόσο, τη ρεβάνς της. Μερικές φορές με τη
μορφή έντονων παραπόνων ότι την παραμελώ. Όταν ξεχνώ κάποια λέξη στα
αλβανικά… Ορισμένες φορές η μητρική μου γλώσσα παρεισφρέει, σαν παρείσακτος,
καθώς μιλάω, αντικαθιστώντας ελληνικές λέξεις... είναι σαν να μου θυμίζει πόσο
εύθραυστη είναι η σχέση μου με τα ελληνικά, την ώρα ακριβώς που έχω αρχίσει να
πιστεύω ότι είναι πιο δυνατή από ποτέ. Κάποιες φορές, όταν βρίσκομαι με κάποιο
πρόσωπο που αρχίζω να το νιώθω πολύ οικείο, χωρίς να το καταλαβαίνω, μου
ξεφεύγουν λέξεις στα αλβανικά. Μένω και ο ίδιος κατάπληκτος από το πόσο
ξεροκέφαλη είναι η μητρική μου γλώσσα. Όταν γράφω, η μητρική μου γλώσσα
συνομιλεί, συχνά, με τα ελληνικά. Σαν να συζητούν μεταξύ τους τον τρόπο που
μπορεί να συγκροτηθεί στο μυαλό μου μια εικόνα ή μια έννοια με τη μέγιστη δυνατή
ένταση. Η αλβανική είναι πάντοτε παρούσα όταν μετράω. Οι αριθμοί έχουν πάντα το
σχήμα της μητρικής γλώσσας. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά σε ποια γλώσσα
σκέφτομαι… Οι γλώσσες μπερδεύονται εκεί στη σιωπή της σκέψης, γίνονται ένα
κουβάρι, εναλλάσσονται μεταξύ τους χωρίς να πέσουν καθόλου σε αντιφάσεις.»
Γκαζμέτ Καπλάνι (2010, 316-317)
Χωρίς να είναι ο σκοπός αυτής της εργασίας να εμβαθύνουμε συγκεκριμένα στο
θέμα της διαγλωσσικότητας, κάνουμε την επισήμανση ότι οι εκπαιδευτικές
διαστάσεις της υπερβαίνουν τα όρια της παράλληλης χρήσης γλωσσών στην τάξη και
αγγίζουν τη δυνατότητα που μας παρέχεται να κατανοήσουμε, μέσω αυτής, τη
σημασία και την αξία τόσο της χρήσης, όσο και της γνώσης άλλων γλωσσών και
ποικιλιών από τα παιδιά και τις κοινότητές τους. Έχοντας δίγλωσσα (και
πολύγλωσσα) παιδιά στην τάξη μας, ακόμη και όταν οι άλλες γλώσσες δε γίνονται
άμεσα ορατές, έχουμε στη διάθεσή μας ποικίλες διαστάσεις και προσεγγίσεις στα
πράγματα, στις σχολικές και κοινωνικές αξίες και στις καθημερινές εμπειρίες της
σχολικής κοινότητας, οι οποίες μπορούν να αξιοποιηθούν παιδαγωγικά, ειδικότερα
μέσα από τα κείμενα ταύτισης, τα οποία θα μας απασχολήσουν στην επόμενη
ενότητα.
Θέματα ταυτότητας
Τα θέματα της εναλλαγής κωδίκων και της διαγλωσσικότητας εκφράζουν,
ανάμεσα στα άλλα, την τομή των αξόνων που παραπέμπουν, αφενός, στη σύνδεσή
μας με την προσωπική μας ιστορία ή τους προγόνους μας και, αφετέρου, στη
συσχέτισή μας με τη σύγχρονη πραγματικότητα, όπως προτείνει και ο συγγραφέας
Αμίν Μααλούφ (1999). Στο επίπεδο των εκπαιδευτικών πρακτικών που προάγουν
ζητήματα ταυτοτήτων σε ένα πλαίσιο συνάντησης γλωσσών και πολιτισμών ανήκουν
τα κείμενα ταύτισης (identity texts). Τα κείμενα ταύτισης δίνουν την ευκαιρία στους
μαθητές να επενδύσουν τις ταυτότητές τους σε προφορικά, γραπτά, οπτικά, μουσικά,
δραματικά ή πολυτροπικά κείμενα. Όπως γράφουν οι Cummins & Early (2011: 3) τα
κείμενα ταύτισης λειτουργούν ως ‘καθρέπτες’ που αντικατοπτρίζουν τις μαθητικές
ταυτότητες με θετικό τρόπο.
Μέσα από τα κείμενα ταύτισης τα παιδιά μπορούν να συνδέσουν τις νέες
δεξιότητες που αποκτούν στο σχολείο με τις ήδη υπάρχουσες, να εκτιμήσουν την
προσωπική τους φαντασία και τις πολυγλωσσικές τους δεξιότητες, αλλά και να
αποκτήσουν καλύτερη αντίληψη της σχέσης που συνδέει τη γλώσσα του σχολείου με
τη γλώσσα του σπιτιού και της κοινότητας καταγωγής τους. Το πολυγλωσσικό
περιοδικό Πολύδρομο, από το 2009, δημοσιεύει κείμενα παιδιών με σκοπό να
αποτελέσουν έμπνευση και πηγή εκπαιδευτικών δράσεων στις σύγχρονες
πολυπολιτισμικές τάξεις.
Απόσπασμα 4: Θέματα ταυτότητας/κείμενο ταύτισης
«...Έτρωγα μόνος και ποτέ δεν έπαιζα γιατί απλά ήμουν ο ‘Ρωσοπόντιος’ εδώ, και
στη Γεωργία ο Πόντιος. Μέχρι την 4η δημοτικού με έδιωχναν από τις παρέες και
ούτε στις γιορτές συμμετείχα. Αλλά άρχισα να μεγαλώνω και να μαθαίνω να
αμύνομαι σε τέτοιες καταστάσεις. Όσο και να αλλάζουν οι εποχές, ό,τι και να γίνει,
ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε στα ξένα Έλληνες και στην Ελλάδα ξένοι!».
(κείμενο μαθητή γυμνασίου που γράφει για το πώς βίωσε ο ίδιος τον ρατσισμό,
Πολύδρομο, τεύχος 1ο, Απρίλης 2009, βλ. την ιστοσελίδα: www.polydromo.gr)
Συμπεράσματα
Από τις παραπάνω πτυχές της διγλωσσίας που επιλέξαμε να θίξουμε στο παρόν
άρθρο γίνεται σαφές ότι κάθε θεωρητική αναζήτηση έχει μια σημαντική εκπαιδευτική
πρακτική και δράση που μπορεί να αξιοποιηθεί προς όφελος όλης της τάξης μας.
Καταρχήν τα θέματα των όρων που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε τα παιδιά
μικτής ή μεταναστευτικής καταγωγής και η συζήτηση γύρω από τη διγλωσσία
προτείνουμε να προκύπτουν από τις πραγματικές εμπειρίες και τις θέσεις των ίδιων
των δίγλωσσων παιδιών. Η εναλλαγή κωδίκων και η ‘διαγλωσσικότητα’, με τον
τρόπο που τα ορίσαμε παραπάνω, αποτελούν μηχανισμούς και γλωσσικές πρακτικές
που μπορούν να φέρουν στο προσκήνιο τόσο τις γλώσσες αυτές καθεαυτές, όσο και
τη σημασία της συνάντησης των γλωσσών και των πολιτισμών για τα δίγλωσσα
άτομα, με άλλα λόγια, τις άλλες φωνές πίσω από τις διαφορετικές γλώσσες που
συναντιούνται στην τάξη. Οι κοινές λέξεις που μπορούν να συνδέουν τις γλώσσες
μεταξύ τους, μας δίνουν την ευκαιρία να κινητοποιήσουμε όλη την τάξη σε ένα ταξίδι
γλωσσομάθειας και γλωσσικής δημιουργικότητας. Τέλος, τα θέματα της ταυτότητας
παίρνουν σάρκα και οστά μέσα από τα κείμενα ταύτισης των ίδιων των παιδιών και
μπορούν να γίνουν η αφορμή για να συζητήσουμε μια μεγάλη γκάμα από θέματα που
αφορούν τη ζωή μας στις πολυπολιτισμικές τάξεις και κοινωνίες.
Μέσα από τις προτεινόμενες αλλά και άλλες εκπαιδευτικές πρακτικές που
εμπνέονται από τη διγλωσσία των μαθητών/τριών μας, θεωρούμε ότι ως
εκπαιδευτικοί μπορούμε, παράλληλα, να δράσουμε σε κοινωνικό επίπεδο, ειδικότερα
στο βαθμό που τιμούμε και αξιοποιούμε τη συνεργασία μας με τους γονείς και τις
μεταναστευτικές κοινότητες των μαθητών/τριών μας. Ειδικότερα, μέσα από την
ομάδα και την πολυγλωσσική περιοδική έκδοση Πολύδρομο επιχειρούμε να
συγκεράσουμε τις θεωρητικές αναζητήσεις μας στο πεδίο της επαφής των γλωσσών
με τις εκπαιδευτικές μας προτάσεις που αναδεικνύουν τη διγλωσσία στην εκπαίδευση
και να περάσουμε στο επίπεδο της κοινωνικής δράσης που προαπαιτεί τόσο γνώση
του αντικειμένου μας, όσο και διάθεση για δράση. Μέσα από τη συμμετοχή μας σε
μια τέτοια ομάδα, θεωρούμε ότι έχουμε ήδη κάνει ένα βήμα προς τον πολυπολιτισμό
σε κοινωνικό επίπεδο και έχουμε ήδη πάρει μια πολιτική θέση ενίσχυσης των
γλωσσών και των πολιτισμών που συναντιούνται εντός κι εκτός σχολείου εν γένει.
Βιβλιογραφία
Brutt-Griffler, J. & M. Varghese (2004). Introduction. Special Issue: (Re)writing
bilingualism and the bilingual educator’s knowledge base. International Journal of
Bilingual Education and Bilingualism, 7(2) & 7(3): 93-101.
Clyne, M. (1967). Transference and triggering. The Hague: Martinus Nijhof.
Clyne, M. (1991). Community languages: the Australian experience. Cambridge:
Cambridge University Press.
Cummins, J. & Μ. Early (eds.) (2011). Identity TEXTS, the Collaborative Creation
of Power in Multilingual Schools. UK & Sterling: Trentham Books.
García, O. (2009). Bilingual education in the 21st century: a global perspective.
Oxford: Wiley-Blackwell.
Gumperz, J. J. (1982). Conversational code-switching. In Gumperz, J. J. (ed.),
Discourse strategies. Cambridge: Cambridge University Press, 59-99.
Καπλάνι, Γκ. (2010). Με λένε Ευρώπη. Αθήνα: Λιβάνης.
Μααλούφ, Α. (1999). Οι φονικές ταυτότητες. Αθήνα: Ωκεανίδα.
Myers-Scotton, C. (1988). Code switching as indexical of social negotiations. In
Heller, Μ. (ed.), Code switching: anthropological and sociolinguistic perspectives.
Berlin: Mouton de Gruyter: 151-186.
Ruiz, R. (1984). Orientations in language planning. NABE Journal, 8: 15-34.
Τσοκαλίδου, Ρ. (2000). Η εναλλαγή κωδίκων: μια δυναμική και πολυδιάστατη
διγλωσσική πρακτική. Στο Σκούρτου, E. (επιμ.), Τετράδια Εργασίας Νάξου:
Διγλωσσία. Ρόδος: ΠΤΔΕ, Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Tsokalidou, R. (2005). Raising bilingual awareness in Greek primary schools.
International Journal of Bilingual Education and Bilingualism, 8 (1): 48-61.
Τσοκαλίδου, Ρ. (2012α). Το πρώτο μου βιβλίο για τη διγλωσσία: ανάμεσα στον
ελληνικό και τον αραβικό κόσμο. Θεσσαλονίκη: Πολύδρομο.
Τσοκαλίδου, Ρ. (2012β). Χώρος για δύο. Θέματα διγλωσσίας και εκπαίδευσης.
Θεσσαλονίκη: Ζυγός.
Σύντομο Βιογραφικό
Η Ρούλα Τσοκαλίδου είναι απόφοιτος του Αγγλικού Τμήματος της Φιλοσοφικής
Σχολής του ΑΠΘ, με διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο Monash της Αυστραλίας.
Έχει διδάξει σε Πανεπιστήμια της Ταϋλάνδης, της Αυστραλίας και στο ΠΤΔΕ του
Παν/μίου Θεσσαλίας. Από το 2006 διδάσκει στο ΤΕΠΑΕ της Παιδαγωγικής Σχολής
του ΑΠΘ. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζονται στον χώρο της
κοινωνιογλωσσολογίας, της επαφής των γλωσσών, της διασποράς και της διγλωσσίας
στην εκπαίδευση. Από το 2009 είναι επικεφαλής και επιστημονική υπεύθυνη της
διαπανεπιστημιακής ομάδας για τη διγλωσσία και τον πολυπολιτισμό στην
εκπαίδευση και την κοινωνία, ‘Πολύδρομο’ (www.polydromo.gr), και υπεύθυνη της
ομώνυμης περιοδικής πολυγλωσσικής έκδοσης Πολύδρομο.