Η κινητική δημιουργικότητα είναι ένας όρος που εμφανίζεται περίπου στα μέσα του 20ου αιώνα και αφορά στην έκφραση του δημιουργικού δυναμικού κάθε ατόμου μέσω των σωματικών του κινήσεων. Μία από τις πρώτες αναφορές της δημιουργικότητας στην κίνηση είναι αυτή του Laban (1948) και κάνει αισθητή της παρουσία της μέσα στη θεωρία του για την ανάλυση της κίνησης (Labanotation). Λίγο αργότερα εμφανίζονται στο προσκήνιο κάποιες δοκιμασίες/τεστ που προσπαθούν να καταγράψουν και να αξιολογήσουν την κινητική δημιουργικότητα των ατόμων, όπως για παράδειγμα οι χορευτές (Withers, 1960). Οι Méndez–Martínez και Fernández–Río (2019) αναφέρουν 11 αντιπροσωπευτικά τεστ της κινητικής δημιουργικότητας, που το καθένα χρησιμοποιεί παρόμοια ή και διαφορετικά κριτήρια για την αξιολόγησή της. Τα πιο κοινά κριτήρια είναι αυτά της ευχέρειας, της ευελιξίας και της πρωτοτυπίας, ενώ κάποια άλλα τεστ περιέχουν τα κριτήρια της φαντασίας, της απόκλισης, της επεξεργασίας, κ.ά. Δύο από τα πιο γνωστά τεστ κινητικής δημιουργικότητας είναι αυτά του Torrance (1981) και των Cleland και Gallahue (1993) που χρησιμοποιήθηκαν μετά την εμφάνισή τους κυρίως στην προσχολική και πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Η προσωπική σύνθετη αναζήτηση της ερευνητικής βιβλιογραφίας, κυρίως στην αγγλική γλώσσα με συγκεκριμένα κριτήρια και όρους σχετικούς με την εφαρμογή προγραμμάτων κινητικής δημιουργικότητας στην τυπική, βασική εκπαίδευση μέσα σε γνωστές βάσεις δεδομένων (ProQuest, EBSCO, PubMed Central, Cochrane Library, OVID, JSTOR, SCOPUS) και άλλων ηλεκτρονικών εκδοτικών οίκων (Science Direct, Springer, SAGE, Taylor & Francis, Oxford, Emerald, Wiley, IEEE Xplore Digital Library, Cambridge University Press), ανέδειξε έως σήμερα ένα σύνολο περίπου 30 ερευνών. Η αναζήτηση απλώνεται στον παγκόσμιο χάρτη, με εφαρμογές στην Αμερική, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Πορτογαλία, στην Γερμανία, στην Σλοβενία, στην Ελλάδα, στην Νότια Κορέα, στην Ταϊβάν, στην Σιγκαπούρη και στην Ινδονησία. Καθεμιά από τις συγκεκριμένες έρευνες εφάρμοσε ένα πρόγραμμα δημιουργικού χορού ή/και κίνησης, αποκλειστικά ή διαθεματικά (π.χ. με συνδιδασκαλία άλλου γνωστικού αντικειμένου) κατά τη διάρκεια ενός ή περισσότερων διδακτικών μονάδων στη Φυσική Αγωγή. Σκοπός των συγκεκριμένων προγραμμάτων ήταν να διαπιστωθεί η επίδρασή τους σε ένα ή και παραπάνω τομείς της προσωπικότητας των παιδιών, δηλαδή, σε κάποια ή κάποιες συμπεριφορικές, λειτουργικές ή μαθησιακές παραμέτρους. Το σώμα αυτών των ερευνών, παρόλη την ποικιλομορφία αλλά και τους όποιους περιορισμούς της σε μεθοδολογικό και ερευνητικό επίπεδο, αντανακλά ένα πλήθος θετικών οφελών και επιδράσεων σε όλες τις διαστάσεις της προσωπικότητας των παιδιών. Το παρόν κεφάλαιο παραθέτει τα πιο σημαντικά ευρήματα αυτών των ερευνών προσπαθώντας παράλληλα να τα ταξινομήσει ανάλογα με τα οφέλη που προκύπτουν σε κάθε διάσταση της προσωπικότητας του παιδιού. Η ενίσχυση ανώτερων δεξιοτήτων και διαδικασιών σκέψης, η ενεργοποίηση στρατηγικών σκέψης, η βελτίωση των ακαδημαϊκών επιδόσεων αλλά και των επιτελικών λειτουργιών είναι κάποια από τα οφέλη που έχουν διαπιστωθεί από αυτές τις έρευνες στον νοητικό τομέα των παιδιών. Επίσης, ο κοινωνικός αλλά και ο ψυχοσυναισθηματικός τομέας φαίνεται να ωφελούνται ιδιαίτερα από προγράμματα δημιουργικού χορού και κίνησης. Επιπρόσθετα, τα per se οφέλη, δηλαδή αυτά στην κινητική δημιουργικότητα, δεν θα μπορούσαν παρά να διαπιστωθούν από τέτοιου είδους εκπαιδευτικά προγράμματα. Φαίνεται όμως πως υπάρχει θετικός αντίκτυπος και στην ανάπτυξη των κινητικών δεξιοτήτων και σε κάποιες φυσιολογικές παραμέτρους των παιδιών κατά την εμπλοκή τους στα προγράμματα αυτά. Τέλος, το κεφάλαιο κλείνει με την σύνοψή κάποιων σημαντικών συμπερασμάτων, αλλά και προβληματισμών επάνω στη διδασκαλία της κινητικής δημιουργικότητας στο σχολείο και παρέχει κάποιες σημαντικές προτάσεις για την πρακτική εφαρμογή της που προκύπτουν μέσα από την ερευνητική βιβλιογραφία αλλά και την πολυετή εμπειρία της συγγραφέως με το συγκεκριμένο αντικείμενο.