Ένας από τους πρώτους ορισμούς που συναντούμε στη βιβλιογραφία των Εργασιακών Σχέσεων από τους Sidney και Beatrice Webb (1920: 1) ορίζει τα συνδικάτα ως «[…] την ένωση των μισθωτών με σκοπό τη διατήρηση και βελτίωση των συνθηκών του εργασιακού βίου τους».
Οι διάφοροι ορισμοί σε σχέση με τα συνδικάτα συγκλίνουν στο ότι αυτά μπορούν να οριστούν ως προς τους συμμετέχοντες και τους σκοπούς τους (Leat, 2007: 258). Έτσι, μπορούν να οριστούν ως οι ενώσεις εργατών ή/και υπαλλήλων που έχουν ως στόχο την προάσπιση των συμφερόντων τους στο πεδίο του εργασιακού χώρου και της κοινωνίας, καθώς επίσης και μέσω της συμμετοχής τους στις συλλογικές διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες/managers (Salamon, 2000: 93, βλ. επίσης Leat, 2007: 258).
Στη μαρξιστική ανάγνωση των εργασιακών σχέσεων τα συνδικάτα μπορούν να οριστούν ως οι συλλογικότητες εργαζομένων που στοχεύουν στον επηρεασμό του καθορισμού της τιμής πώλησης της εργατικής δύναμης αλλά και της άσκησης ελέγχου επί του εργασιακού περιβάλλοντος και της εργασιακής διαδικασίας αλλά και στον μετασχηματισμό της κοινωνίας (Leat, 2007: 261, βλ. επίσης Hyman, 1989: 20-53).
Ο Έγκελς αναφέρει πως τα «συνδικάτα αποτελούν την καθαυτό ταξική οργάνωση του προλεταριάτου, με την οποία διεξάγει τους καθημερινούς αγώνες με το κεφάλαιο, όπου εκπαιδεύεται […]» για την κατάργηση του καπιταλισμού (σε Μαρξ, 2007: 46). Για τον Λένιν (1982: 84; 1977: 45-47; 1975: 140) οι συνδικαλιστικές οργανώσεις συνενώνουν τους εργάτες που συνειδητοποιούν την αναγκαιότητα της ένωσής τους για την πάλη ενάντια στους εργοδότες και την κυβέρνηση. Αποτελούν τις πλατιές οργανώσεις των εργατών για την διεξαγωγή της οικονομικής πάλης. Ο Λένιν προσδίδει στην έννοια της οικονομικής πάλης την έννοια της αντίστασης και της συλλογικής πάλης των εργατών ενάντια στους εργοδότες για ευνοϊκούς όρους πώλησης της εργατικής δύναμης, για τη βελτίωση των όρων εργασίας και της ζωής των εργατών (Λένιν, 1975: 69, 77). Ο καθημερινός ταξικός αγώνας και ο συσχετισμός δύναμης είναι αυτός που καθορίζει το ύψος των μισθών, ανάμεσα στο φυσικό ελάχιστο όριο – πέρα από το οποίο θα έμπαινε σε κίνδυνο η ίδια η ικανότητα του εργάτη για εργασία – και στο μέγιστο όριο πέρα από το οποίο θα εξαντλούνταν τα κέρδη του καπιταλιστή (Μπατίκας, 1994: 305˙ Ένγκελς σε Μαρξ, 2007: 44-45). Ωστόσο, για τον Μαρξ (2003: 76) «[ο] ρόλος των συνδικάτων είναι να αποτελούν κέντρα αντίστασης ενάντια στους σφετερισμούς του κεφαλαίου αλλά αποτυχαίνουν ολοκληρωτικά στο σκοπό τους όταν περιορίζονται στα αποτελέσματα του σημερινού συστήματος αντί να προσπαθούν να το αλλάξουν χρησιμοποιώντας τις οργανωμένες δυνάμεις τους ως μοχλό για την οριστική κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας».
Η συλλογική δράση των εργαζομένων αποτελεί το αντίβαρο στην οικονομική εξουσία του κεφαλαίου. Έτσι, τα συνδικάτα αποτελούν τον πλέον προφανή θεσμό που εκφράζει την συλλογική δράση των εργαζομένων έναντι της κυριαρχίας του κεφαλαίου/εργοδοτών στη σχέση απασχόλησης (Hyman, 1975:32), δίνοντας μορφή και γενικεύοντας τις διαδικασίες αντίστασης και διαπραγμάτευσης των εργαζομένων (Hyman, 1989: 36).
Το μέγεθός των συνδικάτων και η δυνατότητά τους να προσελκύουν και να διατηρούν μέλη εντός της δομής τους αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την θέση τους στο συσχετισμό δυνάμεων, για την επίτευξη των στόχων τους, την έκβαση των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε οποιοδήποτε επίπεδο αυτές διεξάγονται, για την επίδραση που ασκούν στην πολιτική των κυβερνήσεων (ως όλον εργατικό κίνημα).
Ο δείκτης που χρησιμοποιείται συχνότερα για την απεικόνιση της δύναμης τους εργατικού κινήματος, του συσχετισμού δύναμης μεταξύ εργοδοτών-εργαζομένων και για τις διεθνείς συγκρίσεις αναφορικά με τη συμμετοχή στα συνδικάτα είναι η συνδικαλιστική πυκνότητα (Ebbinghaus & Visser, 1999: 135, Visser, 1992: 18). Στην Δυτική Ευρώπη, την μεταπολεμική περίοδο αύξησης της συμμετοχής τα συνδικάτα (1950 -1975) διαδέχθηκε η περίοδος που ακολούθησε την κρίση του 1973 και είναι περίοδος μείωσης της συμμετοχής (βλ. Ebbinghaus & Visser, 1999). Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, πολλές έρευνες (π.χ. Western, 1995˙ Scruggs, 2002˙ Visser, 2006) έχουν δείξει την πτώση της συμμετοχής στα συνδικάτα – επομένως και της συνδικαλιστικής πυκνότητας – τόσο στην Ευρώπη όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η Ελλάδα –με τις ιδιαιτερότητές της– ακολουθεί αυτήν την γενική τάση μείωσης της συνδικαλιστικής πυκνότητας. Στην περίοδο της τρέχουσας κρίσης, παράγοντες που σχετίζονται αρνητικά με την συμμετοχή στα συνδικάτα παροξύνονται σαν αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας και της αναμόρφωσης των εργασιακών σχέσεων που επιβάλλονται από ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ. Μεταξύ άλλων, τέτοιες είναι η εκρηκτική αύξηση της ανεργίας, η διάδοση μορφών ευέλικτης απασχόλησης όπως είναι η μερική απασχόληση, η αναμόρφωση του πλαισίου για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στην κατεύθυνση της αποκέντρωσής τους (βλ. Zisimopoulos et al, 2011).
Η παρούσα εργασία επιχειρεί να συμβάλλει τόσο στην παροχή και παρουσίαση πρόσφατων εμπειρικών δεδομένων σχετικά με την συμμετοχή στα ελληνικά συνδικάτα αλλά και μιας συνεκτικής ανάλυσης των παραγόντων που σχετίζονται με αυτή. Σε αυτή την κατεύθυνση η παρούσα εργασία δομείται ως εξής: Στην πρώτη ενότητα παραθέτουμε το εννοιολογικό πλαίσιο σχετικά με τη μέτρηση της συμμετοχής στα συνδικάτα και ειδικότερα αυτό της συνδικαλιστικής πυκνότητας. Στην δεύτερη ενότητα γίνεται η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με τους παράγοντες που σχετίζονται με την συμμετοχή στα συνδικάτα. Στην τρίτη ενότητα παρουσιάζουμε την μεθοδολογία της έρευνας και στην τέταρτη ενότητα τα ευρήματα που προέκυψαν από αυτή. Τέλος, η παρούσα εργασία ολοκληρώνεται με τις συμπερασματικές παρατηρήσεις.